Γεννήθηκε στην Κούβα αλλά, όπως πολλοί άλλοι αθλητές, αποφάσισε να αποδράσει (χωρίς εισαγωγικά) από την χώρα του. Το 2015, ύστερα από ένα ταξίδι στην Χιλή για προκριματικό αγώνα για τους Παναμερικανικούς του Τορόντο, ο Γιασμάνι Ακόστα αυτομόλησε και έμεινε στην χώρα, όπου πήρε γρήγορα την υπηκοότητα, αφού ενίσχυσε άμεσα την εθνική ομάδα ελληνορωμαϊκής πάλης.
Ο Ακόστα δεν πήρε αυτή την απόφαση γιατί ήταν δυσαρεστημένος με την κατάσταση στην Κούβα ή σε αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής, αλλά επειδή ήξερε ότι θα ήταν πάντα στην σκιά του φίλου, μέντορα, αλλά και μεγάλου του αντιπάλου, Μιχαΐν Λόπες. Του αθλητή που η μοίρα θέλησε να αντιμετωπίσει στον τελικό της κατηγορίας των 130 κιλών στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Παρισιού.
Στα 41 του χρόνια και λίγες εβδομάδες προτού κλείσει τα 42 του, ο Λόπες έφτανε στην γαλλική πρωτεύουσα ως τρίτο φαβορί στην κατηγορία του, λόγω ηλικίας και επειδή προφανώς οι «ειδικοί» θεωρούσαν αδύνατο να κάνει κάτι που δεν είχε συμβεί ποτέ μέχρι τώρα στην ιστορία των Αγώνων: Να κατακτήσει ένας αθλητής πέντε διαδοχικά χρυσά σε ατομικό αγώνισμα.
Για όλα, όμως, υπάρχει μια πρώτη φορά. Και το απόγευμα της Τρίτης (06/08), ο Κουβανός γίγαντας των 196 εκατοστών και 130 κιλών έγραψε ολυμπιακή ιστορία, κάνοντας το ασύλληπτο «5 στα 5», στον τελευταίο ολυμπιακό αγώνα της θρυλικής σταδιοδρομίας. Με αντίπαλο, μάλιστα, τον φίλο και μαθητή του.
Το (μακρινό πια) 2004, στην Αθήνα, ο Λόπες έκανε το ντεμπούτο του σε Ολυμπιακούς Αγώνες. Σε ηλικία 21 ετών, τερμάτισε πέμπτος, χάνοντας στον προημιτελικό. Έκτοτε, όμως, δεν έχασε ποτέ ξανά σε αγώνα του στην συγκεκριμένη διοργάνωση, έχοντας ένα απίστευτο ρεκόρ (22-1), στο οποίο μάλιστα συμπεριλαμβάνονται νίκες στους τελικούς χωρίς να έχει δώσει ούτε πόντο στον αντίπαλο!
Πεκίνο (2008), Λονδίνο (2012), Ρίο ντε Τζανέιρο (2016), Τόκιο (2021) και πλέον Παρίσι (2024) υποκλίθηκαν στην δύναμη μυών και ψυχής του Κουβανού, ο οποίος ποτέ δεν έκρυψε την στήριξή του στην Επανάσταση και, μάλιστα, αφιέρωσε μερικά από τα χρυσά του στον ηγέτη της, Φιντέλ Κάστρο.
Μεγάλωσε κυνηγώντας ζώα και φορτώνοντας τελάρα με φρούτα στην Εραδούρα, τη γενέτειρά του. Ένα χωριό στα δυτικά της Κούβας τόσο μικρό, που πολλές φορές δεν υπάρχει καν στον χάρτη. Με αυτή την σκληρή εργασία άρχισε να δυναμώνει, σε σημείο που πήρε νωρίς την απόφαση, μόλις στα δέκα του χρόνια, να ασχοληθεί με το πολύ απαιτητικό άθλημα της πάλης.
Όταν μεγάλωσε λίγο, μετέβη στην πρωτεύουσα Αβάνα και σπούδασε Φυσική Αγωγή, ξεκινώντας μια καριέρα που φτάνει ένδοξα στο τέλος της, με πέντε χρυσά ολυμπιακά μετάλλια, αλλά και ισάριθμων Παγκοσμίων Πρωταθλημάτων και Παναμερικανικών Αγώνων.
Με την ηλικία, όπως είναι λογικό, έχει χάσει ευελιξία. Κάλυψε αυτή την απώλεια με την εξυπνάδα του βετεράνου μαχητή, ο οποίος «κατάπιε» στον τελικό (6-0) έναν αθλητή πέντε χρόνια μικρότερό του και έχοντα σαφέστατα μεγαλύτερη φρεσκάδα.
«Δεν έχω αλλάξει. Είμαι ο ίδιος Μιχαΐν, φυσικός, απλός, ταπεινός» εξηγεί για ένα από τα μυστικά της επιτυχίας του ένας ζωντανός θρύλος των Ολυμπιακών Αγώνων και του αθλητισμού, ο οποίος ήδη με το χρυσό του στο Τόκιο είχε ξεπεράσει πέντε παλαιστές που είχαν τρία χρυσά ολυμπιακά μετάλλια, μεταξύ των οποίων ο θρυλικός Ρώσος Αλεξάντερ Καρέλιν, ο οποίος ήταν αήττητος για 13 χρόνια (!)
Ο «τρομερός», όπως είναι το παρατσούκλι του Μιχαΐν, θεωρούσε μεγάλο του αντίπαλο για το πέμπτο χρυσό όχι κάποιον από τους άλλους παλαιστές, αλλά το είδωλό του, Αμερικανό υπέρ κολυμβητή Μάικλ Φελπς, το ρεκόρ του οποίου με χρυσά σε τέσσερις σερί Ολυμπιακούς Αγώνες (στα 200 μέτρα ελεύθερο) ξεπέρασε στο Παρίσι.
Ο Φελπς, βεβαίως, μοιράζονταν αυτό το ρεκόρ με τους Αμερικανούς Καρλ Λιούις (άλμα εις ύψους), Αλ Έρτερ (δισκοβολία), Κέιτι Λεντέκι (800 μέτρα ελεύθερο στην κολύμβηση), τον Δανό Πολ Έλβστρομ (ιστιοπλοΐα) και την Ιαπωνέζα Καόρι Ίτσο (πάλη). Ο «καρχαρίας» από την Μελβούρνη, όμως, υπήρξε πάντα το σημείο αναφοράς για τον Μιχαΐν.
Πάνω στο τατάμι, εκτός από τον Φελπς είχε να αντιμετωπίσει και τα προβλήματα που απορρέουν από την ηλικία και την καταπόνηση του σώματος. Υπέστη τέσσερις δισκοκήλες και αποφάσισε να μην πάρει μέρος σε κανέναν μεγάλο αγώνα μετά τους Ολυμπιακούς του Τόκιο, εστιάζοντας αποκλειστικά στο μεγάλο (και τελευταίο) ραντεβού στο Παρίσι.
Και εκεί, όπως πάντα, ήταν απόλυτα συνεπής. Και αυτό, χάρη στην φιλοσοφία ζωής που του εμφύσησαν οι γονείς του: «Όλα όσα θέλεις να πετύχεις στην ζωή εξαρτώνται αποκλειστικά από το πόσο θα προσπαθήσεις». Τόσο απλή, αλλά και τόσο αληθινή…
Με οδηγό αυτή την φιλοσοφία και την καθοδήγηση των μεγαλύτερων αδελφών του, Μισαέλ και Μίτσελ, οι οποίοι ασχολήθηκαν με κωπηλασία και πυγμαχία, ο Μιχαΐν έδειξε από πολύ μικρός το ταλέντο του, αν και στα 13 του χρόνια λίγο έλειψε να παρατήσει τα πάντα.
Υπέστη διπλό κάταγμα κνήμης και περόνης και ο πατέρας του, Τιμοτέο Μπαρτόλο Λόπες, τον διέταξε να σταματήσει να ασχολείται με την πάλη. Ευτυχώς, δεν τον άκουσε. Επέστρεψε ακόμα πιο δυνατός και, σε σχολικούς αγώνες στην Κολομβία, πήρε δύο χρυσά και δύο ασημένια μετάλλια.
Τα πρώτα έπαθλα της πορείας του βρίσκονται σε περίοπτη θέση στο πατρικό του στην Εραδούρα, η οποία καμαρώνει για το παιδί της, με πρώτη και καλύτερη την μητέρα του, Λεονόρ Νούνιες, η οποία πλέον δεν έχει στο πλευρό της τον Τιμοτέο, αφού έφυγε από την ζωή το 2023.
Κάθε φορά, πριν από έναν μεγάλο αγώνα, ο Μιχαΐν ζητάει την συμβουλή της μητέρας του. Και αυτή, απλά, του λέει «σπάσ’τον σαν να είναι μολύβι». Και ο γιος δεν χαλάει ποτέ το χατίρι της μαμάς, η οποία πανηγύρισε με δάκρυα στα μάτια το ιστορικό μετάλλιο του παιδιού της, παρακολουθώντας τον τελικό στην αυλή του σπιτιού της, μαζί με περίπου εκατό συγγενείς και φίλους.