Η Ρόζα Σάντος έμαθε από μικρή την σκληρή πλευρά της ζωής. Μεγαλωμένη στην φτώχεια και τις φαβέλες, τις παραγκουπόλεις της Βραζιλίας, θεωρούσε ότι βρήκε το στήριγμα που τόσο χρειαζόταν στο πρόσωπο του Ρικάρντο Αντράντε. Διαψεύστηκε.
Αφού έκαναν οκτώ παιδιά, ο σύζυγος της Ρόζα επέλεξε κάποια στιγμή να παρατήσει την οικογένειά του, να εγκαταλείψει το Σάο Πάολο και να πάει να ψάξει αλλού μια καλύτερη ζωή για τον ίδιο, αδιαφορώντας για το τι άφηνε πίσω του.
Η Ντόνα Ρόζα, η οποία τα έβγαζε πέρα με έναν ταπεινό μισθό οικιακής βοηθού, υποχρεώθηκε να μεγαλώσει μόνη της τα οκτώ παιδιά της, έχοντας μόνο την βοήθεια της οικογένειάς της, όσο μπορούσε βεβαίως και αυτή να την στηρίξει.
Ανάμεσα στα παιδιά της, υπήρχε ένα κοριτσάκι που ξεχώριζε για την ευλυγισία του και το ταλέντο του στην γυμναστική. Σύμφωνα με όσα λέει η μαμά του, όταν άρχισε να μπουσουλάει, μπορούσε μόνο του να ανέβει στο κρεβατάκι του.
Η μικρή Ρεμπέκα άρχισε να ασχολείται με το άθλημα μόλις στα τέσσερά της χρόνια, στο γυμναστήριο όπου εργαζόταν η θεία της. Για να πάει εκεί, όμως, έπρεπε να περπατάει δύο ώρες, αφού δεν υπήρχαν χρήματα για το λεωφορείο. Και αυτό το έκανε παρέα με τον μεγαλύτερο αδελφό της Εμερσον, ο οποίος δεν μπορούσε να την αφήσει να πηγαίνει μόνη της.
Πέντε χρόνια αργότερα, όταν ήταν πλέον διαπιστωμένο ότι η μικρή είχε προοπτικές να σταδιοδρομήσει σε ένα τόσο απαιτητικό άθλημα, η Ρόζα συναίνεσε να πάει στην Κοριτίμπα, 400 χιλιόμετρα μακριά από το Σάο Πάολο, για να ξεκινήσει προπονήσεις στο υψηλότερο επίπεδο, στο πλαίσιο κυβερνητικού προγράμματος στήριξης ταλαντούχων παιδιών από φτωχό περιβάλλον.
Την φώναζαν ήδη «Νταϊανίνια», παρομοιάζοντάς την με την Νταϊάνε ντος Σάντος, θρυλική γυμνάστρια που είχε κατακτήσει πρωτιά σε παγκόσμιο πρωτάθλημα, αλλά κανένα μετάλλιο σε Ολυμπιακούς Αγώνες. Που να ήξεραν τότε που επρόκειτο να φτάσει η Ρεμπέκα…
«Μου έλεγαν ‘είσαι τρελή που αφήνεις την κόρη σου να πάει μακριά μόνη της’. Αλλά είχα την σοφία και το ανοιχτό μυαλό να την αφήσω να κυνηγήσει τα όνειρά της» εξηγεί, χρόνια αργότερα, η Ρόζα για εκείνη την τόσο δύσκολη απόφαση.
«Την άφησα να πετάξει για να κυνηγήσει έναν στόχο. Επίσης της ξεκαθάρισα ότι αν τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά, οι πόρτες του σπιτιού μου θα είναι πάντα ανοιχτές για εκείνη. Σήμερα βλέπω ότι έκανα το σωστό, γιατί άκουσα την καρδιά μου» συμπληρώνει η περήφανη μαμά, βλέποντας την κόρη της στο ψηλότερο σκαλί του βάθρου στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Παρισιού.
Η Ρεμπέκα ξεπέρασε την έλλειψη του πατέρα, την φτώχεια, την μοναξιά, αλλά και τους τραυματισμούς, αφού από το 2015 έως το 2019 χρειάστηκε να περάσει τρεις φορές από το χειρουργείο για να αντιμετωπίσει ισάριθμες ρήξεις χιαστού, όλες στο δεξί της γόνατο!
Παρά τις αναποδιές, τις οποίες νίκησε και με την βοήθεια ψυχολόγου, στα 17 της συμμετείχε στους Ολυμπιακούς Αγώνες που έγιναν στην χώρα της, τερματίζοντας ενδέκατη στο σύνθετο ατομικό. Παρά την χαμηλή της θέση, είχε δείξει το ταλέντο και τις προοπτικές για κάτι σπουδαίο στη συνέχεια.
Αυτό ήρθε αρχικά στο Τόκιο, όταν πήρε το χρυσό μετάλλιο στον ίππο και το ασημένιο στο σύνθετο ατομικό, επιτυχίες που αφιέρωσε πρωτίστως στην μητέρα της, η οποία ήξερε όσο κανένας άλλος πόσα πέρασε μέχρι να φτάσει στην ολυμπιακή δόξα.
Και, τρία χρόνια αργότερα, αφού είδε την πλάτη της φοβερής Σιμόν Μπάιλς στο σύνθετο ατομικό, στον ίππο (δύο ασημένια) και στο ομαδικό (χάλκινο), κατέκτησε την πρωτιά στις ασκήσεις εδάφους, κάτι που δεν είχε πετύχει ποτέ μέχρι τώρα αθλητής από την Βραζιλία, είτε άνδρας, είτε γυναίκα.
Στο βάθρο, η Ρεμπέκα ανέβηκε στο πρώτο σκαλί, έχοντας στις δύο πλευρές της την Μπάιλς και την επίσης Αμερικανίδα Τζόρνταν Τσιλς οι οποίες, καθ’ υπόδειξη της πρώτης, υποκλίθηκαν στην Αντράντε, σε μια από τις πιο συγκλονιστικές εικόνες στην ιστορία των Ολυμπιακών Αγώνων.
«Δεν θέλω να μονομαχώ με την Ρεμπέκα. Ποτέ δεν είχα μια αθλήτρια τόσο κοντά. Με κρατάει σε εγρήγορση και βγάζει την καλύτερη αθλήτρια που έχω μέσα μου» παραδέχεται η Μπάιλς, η οποία έφυγε από το Παρίσι με τρία χρυσά και ένα ασημένιο, επισημαίνοντας ακόμα ότι «με συναρπάζει και με κάνει να νιώθω περήφανη να κοντράρομαι μαζί της, αλλά δεν μου αρέσει. Με στρεσάρει».
Όπως η Σιμόν υποκλίθηκε συμβολικά μπροστά της, παραδεχόμενη την ανωτερότητά της την συγκεκριμένη ημέρα, έτσι και η Ρεμπέκα θα ήθελε να υποκλιθεί μπροστά στην μητέρα της, η οποία αποτέλεσε σημείο αναφοράς και οδηγό για να ξεπερνάει τις δυσκολίες που συνάντησε στον δρόμο της και να θεωρείται πλέον μια από τις κορυφαίες αθλήτριες στην ιστορία της χώρας που αποδεικνύει ότι δεν εξάγει μόνο καφέ, σάμπα και ποδοσφαιριστές.
Μέχρι τώρα, η Ρόζα δεν είχε ταξιδέψει ποτέ εκτός Βραζιλίας για να δει αγωνιζόμενη την κόρη της. Το έκανε, όμως, στο Παρίσι, όπου προσευχόταν πριν από τις προσπάθειες της κόρης και, με δάκρυα στα μάτια, την έσφιξε στην αγκαλιά της μετά τις επιτυχίες της.
Με έξι ολυμπιακά μετάλλια ξεπέρασε τους ιστιοπλόους Τόρμπεν Γκραέλ και Ρόμπερτ Σάιντ στην λίστα των Βραζιλιάνων ολυμπιονικών όλων των εποχών. Αν προσθέσει κανείς σε αυτά και τα εννέα μετάλλια σε παγκόσμια πρωταθλήτρια, μπορεί κάλλιστα να θεωρήσει την Αντράντε ως την κορυφαία αθλήτρια στην ιστορία της χώρας της.
Χάρη στις επιτυχίες στην γυμναστική, άλλωστε, τα τελευταία χρόνια έπεσαν βροχή οι χορηγικές συμφωνίες με brand name όπως η Nivea, η Volvo, η Panasonic ή η Listerine. Μετά από μια παιδική ηλικία μέσα στην απόλυτη φτώχεια, πλέον έχει χτίσει μια περιουσία που ξεπερνάει τα δύο εκατομμύρια ευρώ.
Με αυτά βοηθάει την μητέρα της να κάνει μια καλύτερη ζωή, χωρίς να παραμελεί τα επτά αδέλφια της. Δεν ξεχνάει, άλλωστε, πόσο την στήριξαν και αυτά για να κυνηγήσει τα όνειρά της και να γίνει ένας ζωντανός θρύλος σε μια χώρα που έχει πληθυσμό μεγαλύτερο των 200 εκατομμυρίων ανθρώπων και όπου η φτώχεια ταλαιπωρεί πολλούς εξ’ αυτών. Ταλαιπωρεί, αλλά δεν γονατίζει, όπως αποδεικνύεται στην περίπτωση της Ρεμπέκα Ροντρίγκες ντε Αντράντε.