Θυμάστε τους Ολυμπιακούς Αγώνες; Είναι σαν να έγιναν πριν από τρεις μήνες. Αλλά όχι – ολοκληρώθηκαν πριν από 17 ημέρες. Καθότι σήμερα ξεκινούν και οι Παραολυμπιακοί, θα ήθελα να σας μιλήσω για ένα θέμα αθλητικό: το ντόπινγκ. Το οποίο είναι ένα παγκόσμιο φαινόμενο και ένα διαχρονικό πρόβλημα, αλλά επίσης έχει και μια πολύ σημαντική και έντονη πτυχή. Είναι κλεψιά. Εμμονικοί επαγγελματίες που κάνουν μόνο ένα πράγμα στη ζωή τους και έχουν και ασφυκτικό χρονικό όριο μέσα στο οποίο μπορούν να το κάνουν στο υψηλότερο επίπεδο που αντέχει το σώμα τους, μερικές φορές κλέβουν. Δεν είναι δύσκολο να το καταλάβει κανείς. Είναι ανθρώπινο. Πάνω σε ένα ανθρώπινο φαινόμενο, όμως, χτίζονται άλλες παθογένειες. Από το βιομηχανικό ντόπινγκ των σοσιαλιστικών χωρών του μακρινότερου παρελθόντος –αλλά και (τεκμηριωμένα) στη Ρωσία και (πιθανότατα) στην Κίνα του κοντινότερου– μέχρι τις εξαιρετικά προβεβλημένες περιπτώσεις υπεραθλητών που τους μαθαίναμε όλες και όλοι, σε κάθε σπίτι, εντυπωσιασμένοι από τα πρωτοφανή τους κατορθώματα, πριν διαπιστώσουμε ότι κάτι, τελικά, δεν είχε πάει και πολύ καλά.
Και, βέβαια, οι Ελληνες.
Ενα ενδιαφέρον στοιχείο που μπορεί να μην παρατηρήσατε: η Ελλάδα βγήκε 12η σε μετάλλια στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2024 από όλη την Ε.Ε. Αλλά, σύμφωνα με το ευρωβαρόμετρο, το ποσοστό των Ελλήνων και των Ελληνίδων που αθλούνται τακτικά είναι το 24ο στην Ε.Ε. Είναι το γνωστό γνωμικό: είμαστε μια χώρα που έχει πρωταθλητισμό χωρίς να έχει αθλητισμό. Και τουλάχιστον στο παρελθόν αυτό εν μέρει επιτυγχανόταν και με ύποπτες μεθόδους.
Τα θυμάστε, ασφαλώς. Τα household names που «δόξασαν την Ελλάδα» πριν τους κάτσει η στραβή με τα τεστ ή την αποφυγή των τεστ ή άλλα «περίεργα» φαινόμενα και χαθούν από προσώπου γης. Ονόματα που τα γνώριζαν οι πάντες, Χαλκιά, Θάνου, Τσουμελέκα, Κεντέρης, Δεβετζή. Εσείς θυμάστε ότι η θρυλική Αννα Βερούλη πιάστηκε ντοπαρισμένη και δεν αγωνίστηκε στους Ολυμπιακούς του Λος Αντζελες το 1984; Ενώ στους Ολυμπιακούς Αγώνες παραδοσιακά αποκλείεται διψήφιος αριθμός αθλητών για υποθέσεις σχετικές με ντόπινγκ, φέτος στο Παρίσι αποκλείστηκαν μόνο πέντε. Πήρατε χαμπάρι ότι η μία ήταν η Ελληνίδα; Βεβαίως, στις περισσότερες από αυτές τις περιπτώσεις υπάρχουν αστερίσκοι. Κάποιες περιπτώσεις πλάνης, ίσως. Και με ένα μαγικό τρόπο η ελληνική Δικαιοσύνη, χρόνια μετά, τους βρίσκει όλους αθώους (οι διεθνείς οργανισμοί μάλλον δεν αναγνωρίζουν την αξιοπιστία της, καθότι κανένα μετάλλιο δεν επιστρέφεται, ποτέ). Αλλά μέρος του προβλήματος είναι τα κίνητρα: όλο αυτό το θέατρο της εμμονής με τα μετάλλια και τις επιτυχίες, τα μεγαλόστομα, αφόρητα κλισέ από πολιτικούς και δημοσιογράφους, την τεχνητή, βεβιασμένη χαρά και συγκίνηση. Δεν είναι ένας υγιής τρόπος αυτός για να παρακολουθούν οι λαοί αθλητικούς αγώνες. Είναι αρρώστια, μια παθογένεια που, μεταξύ άλλων, οδηγεί και σε καταστάσεις απίθανες, όπως για παράδειγμα 11 στα 13 μέλη της εθνικής ομάδας άρσης βαρών να πιάνονται ντοπαρισμένα (συνέβη το 2007).
Γιατί σας τα γράφω όλα αυτά τώρα; Μια καλή ερώτηση. Καθότι φαίνεται να ζούμε σε μια εποχή, μάλιστα, που η βαθιά αρρώστια της μεταλλιολαγνείας που περάσαμε προ 20ετίας έχει κοπάσει κάπως. Ναι, οι μεγαλοστομίες και τα κλισέ εξακολουθούν να ακούγονται από πολιτικούς και δημοσιογράφους, αλλά νομίζω ότι ολοένα και περισσότεροι τα εισπράττουν, πια, με μια κάποια ειρωνία ή κούραση. Και πλέον έχουμε και λιγότερους απίθανους αστέρες που εμφανίζονται απ’ το πουθενά και σαρώνουν «χάρη στο ελληνικό DNA». Οχι μηδέν. Αλλά λιγότερους. Εχουν δει πολλά τα μάτια μας, αλλά φαντάζεται κανείς ότι στο μέλλον μπορεί να μας βγει ντοπαρισμένος ο Μανόλο, η Στεφανίδη ή ο Τεντόγλου; Μοιάζει αδιανόητο. Οχι μόνο επειδή αυτοί μοιάζουν μια διαφορετική πάστα πρωταθλητών (με πιο «φυσιολογικές» και σταθερές πορείες καριέρας, μεταξύ άλλων διαφορών), αλλά και επειδή ενδέχεται να έχουμε ωριμάσει και λιγάκι ως θεατές, ως η άλλη πλευρά της εξίσωσης. Μπορεί εμείς να χρειαζόμαστε, πια, λιγότερα «ψεύτικα» μετάλλια. Μπορεί να μας αρκούν τα πολύ λιγότερα αληθινά. Ισως.
Οπότε γιατί σας τα γράφω όλα αυτά; Σας τα γράφω επειδή πρόσφατα διάβασα ένα μακρύ και συναρπαστικό αφιέρωμα στις επιτυχίες του Βρετανού δρομέα μεσαίων και μεγάλων αποστάσεων σερ Μοχάμεντ Φαρά. Τον θυμάστε τον Μο Φαρά; Κέρδισε χρυσό μετάλλιο σε δύο διαδοχικούς Ολυμπιακούς Αγώνες (2012 και 2016) και δύο διαδοχικά παγκόσμια πρωταθλήματα (2013 και 2015) και στα 5.000 και στα 10.000 μέτρα. Ενα απίστευτο, ιστορικό επίτευγμα. Αυτό το άρθρο εξιστορεί το πώς ο Φαρά, που μέχρι τα 25-26 ήταν ένας καλός δρομέας που έμπαινε σε τελικούς παγκοσμίων πρωταθλημάτων και μερικές φορές κατάφερνε να φτάσει μέχρι την οκτάδα, ξαφνικά όταν άλλαξε προπονητή έγινε ο καλύτερος στον κόσμο. Στα 27 του χρόνια. Είναι μια συναρπαστική ιστορία, με καλούς, κακούς, πολλά ψέματα, πολύ ναρκισσισμό και μεγάλα ερωτηματικά. Ο Μο Φαρά δεν πιάστηκε ποτέ ντοπαρισμένος (όχι ακριβώς) και εξακολουθεί να χαίρει εκτίμησης (και εξακολουθεί να είναι «σερ»), αλλά τα «circumstantial evidences» που λένε και στις αστυνομικές σειρές είναι αξιοσημείωτα. Βεβαίως, το ζουμί της ιστορίας δεν είναι στην αλήθεια αυτή καθαυτήν. Το ενδιαφέρον είναι στη χαρτογράφηση της ζωής, της καριέρας και των επαγγελματικών επιλογών ενός αθλητή πρώτης γραμμής. Στον τρόπο που αντιδρά στις αμφισβητήσεις και τις υποψίες, στον τρόπο που το «σύστημα» αντιμετωπίζει εταιρείες, χορηγούς, προπονητές, άσημους αθλητές και σταρ. Και στον τρόπο που οι προσδοκίες «του κόσμου» σχηματοποιούν την τροχιά της καριέρας (και τις σχετικές επιλογές) ενός αθλητή.
Από τους 10 ταχύτερους ανθρώπους στην Ιστορία, τους 10 δρομείς που έτρεξαν τα πιο γρήγορα 100άρια όλων των εποχών, οι 7 έχουν τιμωρηθεί για υποθέσεις ντόπινγκ. Σε άλλα αθλήματα –ατομικά ή και ομαδικά– όπου τα χρήματα είναι περισσότερα ή/και οι ελεγκτικοί μηχανισμοί λιγότερο αυστηροί, γίνονται απίστευτα πράγματα. Το ντόπινγκ είναι παντού. Ακόμα και εκτός επαγγελματικού αθλητισμού (μια άλλη περίεργη ιστορία). Θα είναι και στους Παραολυμπιακούς που αρχίζουν σήμερα, και στους επόμενους Ολυμπιακούς Αγώνες στο Λος Αντζελες, και σε όλα τα παγκόσμια ή τοπικά πρωταθλήματα που θα μεσολαβήσουν. Οχι μόνο επειδή οι εμμονικοί επαγγελματίες αθλητές θα θέλουν να κάνουν ό,τι μπορούν για να εκμεταλλευτούν τις περιορισμένες ευκαιρίες και τα λίγα χρόνια που τους προσφέρουν τα σώματά τους, αλλά και επειδή, από την άλλη πλευρά, παραδοσιακά, διαχρονικά, είμαστε εμείς. Συμμετέχοντας στο θέατρο. Ζητώντας μετάλλια και διακρίσεις για να μάθουμε τα ονόματά τους και να νιώσουμε «περήφανοι». Αυτοί που παλεύουν για εξαργύρωση και για μια αιώνια αναγνώριση της σύντομης, φευγαλέας τους καριέρας κι εμείς, με χρηματικά έπαθλα, θεσούλες στο Δημόσιο, χορηγίες και άλλα δωράκια, αν και εφόσον νικήσουνε τους ξένους. Εμείς, που κάνουμε τους ευτυχισμένους όταν τους κοιτάζουμε, κι αυτοί, που κάνουν τους υπερήρωες.