Το καλοκαίρι του 2023 ήταν το πιο «καυτό» στην Ιστορία της Saudi Pro League. Με τις πλάτες της κυβέρνησης, η οποία ψάχνει μονίμως την (θετική) προβολή της χώρας μέσα από τον αθλητισμό και θα τα δώσει όλα στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 2034, η λίγκα της Σαουδικής Αραβίας ξόδεψε σχεδόν ένα δισεκατομμύριο ευρώ σε μεταγραφές (977 εκατομμύρια ευρώ για την ακρίβεια).
Ηταν η δεύτερη λίγκα στον πλανήτη, πίσω μόνο από την αγγλική Premier League, η οποία σχεδόν κάθε χρόνο αγγίζει τα δύο δισ. ευρώ σε επενδύσεις αυτή την εποχή του χρόνου.
Η Αλ Χιλάλ έκλεψε την παράσταση στο παζάρι, επενδύοντας 376 εκατ. ευρώ, δημιουργώντας ένα ρόστερ σχεδόν ανίκητο εντός συνόρων, όπου έσπασε το παγκόσμιο ρεκόρ διαδοχικών νικών (34) και κατέκτησε διά περιπάτου ένα ακόμα πρωτάθλημα, αφήνοντας… έτη φωτός πίσω την Αλ Νασρ του Κριστιάνο Ρονάλντο.
Από αυτές τις πολύ δαπανηρές μεταγραφές, δεν απέδωσε μόνο μία, και μάλιστα η πιο ακριβή. Οχι γιατί δεν ήθελε, αλλά επειδή δεν μπορούσε. Ο Νεϊμάρ, ο οποίος στοίχισε 90 εκατ. ευρώ μαζί με δεκάδες πολυτέλειες που του εξασφάλισε ο σύλλογος, υπέστη ρήξη του έσω χιαστού και του μηνίσκου μόλις λίγες εβδομάδες μετά τη μεταγραφή του. Μέχρι να τραυματιστεί σε ματς της εθνικής Βραζιλίας είχε προλάβει να αγωνιστεί μόλις για 386 λεπτά, σημειώνοντας ένα γκολ (με πέναλτι) και δίνοντας τρεις ασίστ.
Δέκα μήνες μετά τον τραυματισμό του, ο 32χρονος Βραζιλιάνος σταρ παραμένει εκτός δράσης, αλλά βρίσκεται στην τελική ευθεία για να επιστρέψει στα γήπεδα, σε μια σεζόν όπου η Saudi Pro League εθελουσίως έχει κλείσει την… κάνουλα, ξοδεύοντας μέχρι τώρα 231 εκατ. ευρώ μετά βίας.
Τα πιο πρόσφατα 25 από αυτά τα εκατομμύρια, κατά σύμπτωση, τα έδωσε και πάλι η Αλ Χιλάλ. Αποδέκτης η Μάντσεστερ Σίτι, για έναν ποδοσφαιριστή που στα τριάντα του χρόνια θα μπορούσε κάλλιστα να παραμείνει σε ευρωπαϊκή ομάδα πρώτης γραμμής, όπως τέτοια ήταν αυτή όπου έπαιξε πέρυσι: Η Μπαρτσελόνα, χάρη στην οποία ήρθε στην Ευρώπη ο Νεϊμάρ το 2013.
Την χρονιά, δηλαδή, που σημάδεψε για πάντα τη ζωή του Ζοάο Πέδρο Καβάκο Κανσέλο. Πέντε ημέρες μετά την είσοδο του νέου έτους, ο 18χρονος τότε Πορτογάλος, παίκτης της δεύτερης ομάδας της Μπενφίκα εκείνη την εποχή, αλλά ήδη ανερχόμενος και πολλά υποσχόμενος, επέβαινε στο αυτοκίνητο με οδηγό τη μητέρα του, Φιλομένα, και συνοδηγό τον αδελφό του, Πέδρο.
Μια στραβοτιμονιά, μια μοιραία σύγκρουση έκοψε πρόωρα το νήμα της ζωής της μητέρας του, με τον ίδιο και τον αδελφό του να τραυματίζονται ελαφρά στο σώμα, αλλά βαθιά και ανεξίτηλα στην ψυχή με τον τραγικό χαμό της Φιλομένα.
«Οταν έχασα τη μητέρα μου, ένιωσα ότι ήμουν στο βάθος ενός πηγαδιού», θυμάται ο αμυντικός από το Μπαρέιρο, ο οποίος σκέφτηκε σοβαρά να κρεμάσει τα ποδοσφαιρικά του παπούτσια προτού επί της ουσίας γίνει επαγγελματίας.
«Ενιωθα σαν ένα ρομπότ που έπρεπε να κάνει τη δουλειά του και μετά να πηγαίνει σπίτι του, μέρα παρά μέρα. Δεν απολάμβανα το ποδόσφαιρο, έπαιζα γιατί έπρεπε να το κάνω», εξηγεί για το ψυχολογικό βασανιστήριο που υπέμενε για καιρό μετά την τραγική απώλεια.
Η Μπενφίκα ήξερε ότι είχε στα χέρια της ένα διαμάντι και τον αγκάλιασε, τον στήριξε, τον έπεισε να μην τα παρατήσει. «Δεν είχα δυνάμεις, ούτε όρεξη, αλλά η αγάπη μου γι’ αυτό το άθλημα με έκανε να ξεπεράσω τα πάντα», λέει για το χαμόγελο που επέστρεψε σταδιακά στο πρόσωπό του, πάντα με τη Φιλομένα στο μυαλό και στην καρδιά.
«Είναι από εκείνους τους ποδοσφαιριστές που θα έπαιζαν μπάλα πρωί, απόγευμα και βράδυ. Χρειάζεται αυτή την αδρεναλίνη. Το ποδόσφαιρο είναι το πιο σημαντικό πράγμα στη ζωή του», είχε πει σε ανύποπτο χρόνο ο προπονητής του στη Μάντσεστερ Σίτι, Πεπ Γκουαρδιόλα, λέγοντας για τον Ζοάο Κανσέλο ότι «έχει μια μεγάλη καρδιά», παραδεχόμενος όμως ότι δεν του αρέσει να μένει στον πάγκο.
Σε κάθε του ανάρτηση στις σελίδες κοινωνικής δικτύωσης, το hastag #mommyblessme (η μανούλα με ευλόγησε) του υπενθυμίζει ότι εκείνη θα ήθελε να τον δει να χαμογελάει, να παλεύει για τα όνειρά του. Για να τα κρατήσει «ζωντανά», άλλωστε, η ίδια έφτασε να κάνει τρεις δουλειές, με τον πατέρα της οικογένειας να μεταναστεύει στην Ελβετία, για να βρει μια καλύτερη δουλειά με την οποία θα μπορούσε να στηρίξει τους δικούς του.
Παρά τα σκαμπανεβάσματα στην καριέρα, εξαιτίας και της εύθραυστης ψυχολογίας και του ευέξαπτου χαρακτήρα («είμαι διάφανος και άνθρωποι όπως εγώ έχουμε προβλήματα στον σύγχρονο, αδίστακτο κόσμο» λέει), ο Ζοάο πέτυχε τους στόχους του. Επαιξε σε μεγάλες ομάδες (Μπενφίκα, Βαλένθια, Ιντερ, Γιουβέντους, Μάντσεστερ Σίτι, Μπάγερν Μονάχου, Μπαρτσελόνα), κατέκτησε το πρωτάθλημα σε όλες τις χώρες πλην της Ισπανίας και, μέχρι τώρα, έχει φορέσει 58 φορές τη φανέλα της εθνικής Πορτογαλίας.
Ολες οι προσπάθειές του, όλα τα γκολ του είναι αφιερωμένα στη Φιλομένα, αλλά ειδικά το πρώτο τέρμα με την εκάστοτε νέα του ομάδα έχει ξεχωριστή σημασία. Με τη μεταγραφή του στην Αλ Χιλάλ, έχει «μεταφέρει» αισίως 145,4 εκατ. ευρώ για τις μετακινήσεις του, όντας ένας από τους καλύτερους πελάτες του Ζόρζε Μέντες.
Ο πιο πετυχημένος μάνατζερ όλων των εποχών, με την… άδεια του αείμνηστου Μίνο Ραϊόλα, έχει σταθεί σαν πατέρας για τον Κανσέλο, ο οποίος βρήκε στήριγμα ζωής στην Ντανιέλα Μασάντο.
Με τη γυναίκα του έχουν δύο κορίτσια, την Αλίσια τεσσάρων ετών και την Καμίλα, η οποία ήρθε στη ζωή δύο μέρες πριν από την πρεμιέρα της Πορτογαλίας στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα της Γερμανίας.
«Σε ευχαριστώ, Θεέ, για μια ακόμα ευλογία στη ζωή μου», έγραψε ο 30χρονος Πορτογάλος, ο οποίος νιώθει πάντα την ευλογία της γυναίκας που τον έφερε στη ζωή, παρότι την έχασε πρόωρα και με τραγικό τρόπο πριν από έντεκα χρόνια.
Τότε που ξεκινούσε την καριέρα του, η οποία τον έφερε σε Λισαβόνα, Βαλένθια, Μιλάνο, Τορίνο, Μάντσεστερ, Μόναχο, Βαρκελώνη και, πλέον, Ριάντ, όπου με 15 εκατ. ευρώ ως ετήσιες αποδοχές, μπορεί να απολαύσει μια (μάλλον πρόωρη) συνταξιοδότηση, για να εξασφαλίσει «χρυσή» απόσυρση για εκείνον και την οικογένειά του.