Βρέχει, μάθε ισπανικά
Το φθινόπωρο είναι η αληθινή αρχή των πραγμάτων. Εκείνες τις ημέρες που ο καιρός κάνει ένα μικρό γύρισμα και χρειάζεται ζακέτα, τότε αρχίζει όντως η νέα εποχή. Και μπορεί να βοηθάει ένας μικρός χαζός στόχος, για να πάρεις λίγη φόρα. Οι χειμερινοί κολυμβητές λένε ότι πείθονται να πέσουν στο κρύο νερό, γιατί χρειάζονται μία μικρή νίκη. Οι δρομείς τρέχουν, για να νιώθουν πως κι απόψε κατακτήθηκε το οχυρό των πέντε, δέκα ή είκοσι χιλιομέτρων. Στόχοι που φαίνονται εντελώς μικροί αφήνουν σταδιακά ένα μεγάλο αποτύπωμα: νιώθεις πιο ζωντανή/ός μετά από άλλο ένα χιλιόμετρο, άλλες δέκα σελίδες συγκεντρωμένης ανάγνωσης. Φαντάσου να ξεκινάς να μάθεις μία νέα γλώσσα. Ν’ αγοράζεις μολύβια και τετράδιο. Σύνδεση σε κάποιο κανάλι εκμάθησης. Τον χρόνο κάποιου εκπαιδευτικού. Φαντάσου να βρέχει και ν’ αρχίζεις να μιλάς ισπανικά.
Μια νέα γλώσσα είναι ένας νέος εαυτός
Πώς θα ήμουν άραγε στα ισπανικά; Ποια είμαι όταν σκαλίζω το κεφάλι μου στα γερμανικά; Ποιοι είστε όταν μπαίνετε σε ένα γαλλικό βιβλιοπωλείο και επιλέγετε ένα καλό μυθιστόρημα στο πρωτότυπο; Μία νέα γλώσσα είναι μία νέα εποχή. Η νέα γλώσσα μπαίνει στο κεφάλι σαν οδοστρωτήρας. Ανοίγει αυλάκια, κυλούν νοήματα σαν τα νερά, το χωράφι από νευρώνες και κυκλώματα ζωντανεύει. Πρώτα μαθαίνεις να προφέρεις νέα μέρη (Μπιλμπάο, Χιλή κ.λπ.), μετά θέλεις να τα επισκεφτείς, ύστερα πιάνεις τον εαυτό σου να μελετάει αργά τον κατάλογο του σούπερ μάρκετ μίας άλλης χώρας. Διαδρομές στο Ιντερνετ που πριν σού ήταν απροσπέλαστες φανερώνουν το μυστικό τους. Ολόκληροι πολιτισμοί αναδύονται επειδή ξέρεις ένα νέο συντακτικό.
Μακρινά μέρη σού μοιάζουν οικεία καθώς αρχίζεις να κυλάς μέσα στη γλώσσα, καθώς υιοθετείς τις παράξενες συνήθειες του γλωσσομαθούς του εικοστού πρώτου αιώνα: ακούς ειδήσεις και πόντκαστ απ’ άλλα μέρη, σ’ άλλες γλώσσες καθώς πλένεις τα πιάτα. Κολλάς στην κίνηση και βάζεις τραγούδια που δεν παίρνεις και όρκο για το ακριβές νόημά τους. Μιλάς μόνος σου. Μία ολόκληρη γκάμα από ρήματα που ακόμη δεν σου έχουν υποταχθεί χοροπηδάνε στο κεφάλι σου όταν θέλεις να παραγγείλεις φαγητό.
Το κεφάλι
Αλλωστε το κεφάλι είναι εξαιρετικά περίεργος μηχανισμός. Φτιάχνει κόσμους από το τίποτα ή από λέξεις. Αυτό που λέμε παρελθόν, παρόν και μέλλον είναι λίγο αίσθηση, λίγη φαντασία και πολλή δημιουργική «γραφή». «Είμαστε τόσο επιρρεπείς στις ψευδείς αναμνήσεις, που μπορεί κανείς να τις προκαλέσει σε ένα άτομο απλώς μιλώντας του περιστασιακά για ένα περιστατικό που δεν έχει πραγματικά συμβεί» (Leonard Mlodinow), διαρκώς καταλήγουμε να συγχέουμε φανταστικά γεγονότα με πραγματικά, να σβήνουμε αναμνήσεις και να κατασκευάζουμε άλλες. «Αλλοιώσεις μνήμης» και «κατασκευές αναμνήσεων» αυτά είναι η καθημερινότητά μας.
Κάτι που δεν το θεωρεί χρήσιμο ο εγκέφαλος, το σβήνει. Μία χάλια σχέση την κάνει καλαμπούρι για την παρέα και την αρχειοθετεί, βλέπει την/τον πρώην στον δρόμο και δεν γυρίζει καν να θυμηθεί πώς λεγόταν εκείνο εκεί το άτομο για το οποίο ο ίδιος πάντα εγκέφαλος συνέθετε κάποτε όρκους αιώνιας πίστης. Φοβερό εργαλείο. Ο εγκέφαλός μας επιδίδεται διαρκώς σε «άθλους της φαντασίας μας», ανακατασκευάζοντας τον κόσμο με κάθε στροφή του νου, όπου χρειάζεται συμπληρώνει τα κενά, θυμάμαι σημαίνει αφηγούμαι, ξαναπλάθω (Leonard Mlodinow, το Νέο Ασυνείδητο και τι Μας Διδάσκει, Κάτω Από το Κατώφλι, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης). Γι’ αυτό, νομίζω, κι ας μην είμαι νευροεπιστήμονας, μπορούμε να ισχυριστούμαι πως μαθαίνω μια γλώσσα σημαίνει με ξαναμαθαίνω, με ξαναφτιάχνω, ξανασυνθέτω την αφήγηση της ζωής μου μ’ άλλους όρους.
Θυμάμαι ακόμη πώς ένιωσα όταν διάβασα Anne Sexton στα αγγλικά. Σαν ένα δροσερό κύμα η ευαισθησία της ποιήτριας κατέκλυσε το μυαλό μου. Στίχοι που χοροπηδούν: Oh! There is no translating/that ocean/that music/that theater/that field of ponies (Love Song στη συλλογή Mercies). Οι γονείς έχουν την αγωνία να στείλουν το παιδί τους στο φροντιστήριο από νωρίς. Να μάθει μία γλώσσα με τον τρόπο που πρέπει να την ξέρει για να πάρει διπλώματα. Φορτώνουν τα παιδιά με μία απίστευτη αγωνία, με στρες αδιανόητων διαστάσεων για εξετάσεις γλωσσομάθειας. Οσο γρηγορότερα πάρει το παιδί τα διπλώματα τόσο καλύτερα. Τι κι αν υπάρχει ο κίνδυνος το παιδί να ξεχάσει τη γλώσσα πριν καν φτάσει στην εποχή της ζωής του που η γλώσσα θα του είναι χρήσιμη; Τι κι αν το παιδί μισήσει την ποίηση στα αγγλικά προτού γνωρίσει την Anne Sexton;
Η αλήθεια είναι πως οι γλώσσες σε μικρή ηλικία είναι βάσεις. Γερά στηρίγματα για τον κοσμοπολιτισμό του νου. Αλλά δεν υπάρχει καταλληλότερη εποχή να μάθεις μια γλώσσα απ’ όταν όντως θέλεις μία επανεφεύρεση εαυτού. Είναι σαν ν’ αλλάζεις κούρεμα, χρώμα ματιών και σωματότυπο, όλα μαζί. Μία εσωτερική ανακαίνιση. Φαντάσου να κάθεσαι κάπου ήσυχα, να βρέχει και να φτιάχνεις φράσεις στα αγγλικά. Αυτό ήταν για εμένα πάντα μία απολύτως προσωπική φθινοπωρινή ευτυχία, να φτιάχνω φράσεις σ’ άλλη γλώσσα, να στήνω και να διαλύω τον εαυτό μου όπως ήθελα (Ich bin neu hier, I am interested in this position κ.λπ.). Εχεις μάθει καλά μία γλώσσα όταν συνειδητοποιείς τις δυνατότητες που κρύβουν μέσα τους τα ρήματα.
Κι εκεί είναι το μαγικό όταν είσαι ενήλικας. Δεν χρειάζεται να πάρεις «πτυχία» και «διπλώματα» και «πιστοποιήσεις». Δεν έχεις να λογοδοτήσεις σε κανέναν. Μπορείς να τα ’χεις όλα γραμμένα και να σου φτάνει η ποίηση στο πρωτότυπο. Α, και η δυνατότητα να μιλάς μ’ ένα απροσδιόριστο πλήθος ατόμων για δουλειά. Και, φυσικά, ένας καινούργιος εαυτός που είναι ο παλιός συν κάποιος άλλος.
Πώς να είσαι ο πιο αγέρωχος συγγραφέας του Νότου
Φυσικά, όσες γλώσσες και να μάθεις, δεν θα γίνεις ο Αχιλλέας Κυριακίδης. Δεν τον ξέρω προσωπικά τον άνθρωπο, αλλά θαυμάζω το μεταφραστικό του έργο. Ενας πρόσφατος άθλος ήταν η μετάφραση του έργου του Φώκνερ The Sound and The Fury, στα ελληνικά το είπε o Αχός και το Πάθος. Λατρεύω αυτό το βιβλίο. Ο τρόμος. Η αγωνία. Είναι εκεί από τις πρώτες σελίδες. Το βρωμερό και σαπισμένο υπόβαθρο της ζωής της οικογένειας Κόμπσον, μίας άλλοτε επιφανούς και πλούσιας οικογένειας του αμερικανικού Νότου που ξεπέφτει. Η ηθική ξεφτίλα βουίζει κάτω από τις λέξεις ώσπου εκρήγνυται σε μικρές πλαγιογραφές, μου φέρνει –κάθε φορά– έναν γνήσιο τρόμο.
Δεν μπορώ να τρομάξω με θρίλερ όσο τρομάζω μ’ αυτό το μυθιστόρημα. Η καταραμένη οικογένεια: οι Νέγροι υπηρέτες και τ’ αφεντικά. Το πλέγμα των σχέσεων όλων αυτών μεταξύ τους. Μέσα στα χρόνια. Μέσα στην παρακμή. Αλκοολικός πατέρας –άλλοτε επιφανής–, φιλάσθενη, κάπως ναρκισσευόμενη μητέρα. Και τα παιδιά: η αδελφή που ανεβαίνει στο δέντρο να δει τη γιαγιά να ψυχορραγεί κι αφήνει να φανεί το βρακάκι της που τα τρία αδελφάκια της το παρατηρούν πολύ προσεκτικά. Ο καθυστερημένος αδελφός (No 1), ο αδελφός φοιτητής του Χάρβαρντ, λίγο ερωτευμένος με την αδελφή του, εμμονικός, θλιμμένος, χαμένος στη ροή του χρόνου, απίστευτα βεβαρημένος μ’ ενοχές, που τελικά τον οδηγούν να πνιγεί σ’ ένα ποτάμι (Νο 2) κι ο φιλοχρήματος, μισάνθρωπος, κομπλεξικός αδελφός που κακοποιεί το νόθο παιδί της αδελφής του και που θα πουλούσε και την ψυχή του στο διάβολο για δέκα δολάρια (No 3). Μυρίζει δέντρα και σαπίλα. Βίβλο και θάνατο. Ενα γνήσιο αριστούργημα.
Ομως, ξεκίνησα να λέω για τον μεταφραστή του.
Είναι τόσο βαρύ και σκοτεινό, κατά τόπους παιδοφιλικό, λασπερό και βίαιο, είναι τόσο χριστιανικό, ιδιοφυές, αριστοτεχνικά πλεγμένο και μεγαλειώδες/μυστηριώδες το μυθιστόρημα του Φώκνερ. Η μετάφραση στην ελληνική γλώσσα δεν θα ήταν εύκολη δουλειά. Και πλέον μπορεί κανείς ν’ αφεθεί, να εγκαταλειφθεί στο χέρι του Φώκνερ ακουμπώντας πάνω στον Κυριακίδη και να επιτρέψει στην αφήγηση σταδιακά να συμπληρώσει τα κενά που η ίδια δημιουργεί.
Η πλοκή του έργου σε ολιγόλεπτο βίντεο εδώ, αλλά μη νομίσετε πως το βιβλίο ακολουθεί αυτή τη σειρά. Οχι. Ο Φώκνερ κάνει κάτι άλλο, εντελώς ανατριχιαστικό. Ανεβοκατεβαίνει στα χρονικά επίπεδα όπως παίζει κανείς σε μία απότομη σκάλα. Επος.
Πράγματα που με κάνουν να πιστεύω στην ανθρωπότητα αυτή την εβδομάδα
Η ιδέα πως ο μεταφραστής του Φώκνερ σηκωνόταν πρωί, βούρτσιζε τα δόντια του, έκανε τον καφέ του και καθόταν στο γραφείο του, για να καταπιαστεί με το μεγάλο έργο. Η ιδέα πως κάποιος άνθρωπος ήταν μέσα σ’ αυτή τη ροή λόγου σαν ακούραστος εργάτης, ότι κάθισε μέσα σ’ αυτές τις βρωμερές συνειδήσεις των αδελφών Κόμπσον, του καθυστερημένου, του αυτοκτονικού και του φιλοχρήματου σεξιστή, η ιδέα πως ο μεταφραστής μπλέχτηκε μ’ όλ’ αυτά, μύρισε τη βρωμιά και την κάθαρση στο βιβλίο, ψαχούλεψε τις αναφορές στον Σαίξπηρ και στη Βίβλο, για να βρει τις λέξεις στα ελληνικά και να φέρει το μεγάλο αμερικανικό έργο στη γλώσσα μας. Η ιδέα πως υπάρχουν μεταφραστές που ήσυχα και ταπεινά κάνουν μια δουλειά που διαρκώς υποτιμάται και υποαμοίβεται, η ιδέα πως κάποιος ξυπνούσε το πρωί κι έκανε καφέ και μετέφραζε Φώκνερ χωρίς να λυγίζει, αυτό. Respect.
Και ο σκύλος μου, που δρόσισε και ζωήρεψε.