Το περασμένο Σάββατο έγραφα στην «Καθημερινή» για ένα καταπληκτικό βιβλίο που περιγράφει την ουσία της προσφυγικής κρίσης στην Ευρώπη. Η ουσία της προσφυγικής κρίσης είναι, βέβαια, το δράμα των εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων. Το “My Fourth Time, We Drowned” της Ιρλανδής δημοσιογράφου Σάλι Χέιντεν περιγράφει με λεπτομέρειες το μαρτύριο των ανθρώπων αυτών, που υποφέρουν στοιβαγμένοι σε άθλια στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Λιβύη, περιμένοντας να διασχίσουν τη Μεσόγειο. Αλλά περιέχει και πολλά άλλα ενδιαφέροντα πράγματα, για πολλές διαφορετικές πτυχές της προσφυγικής κρίσης. Μπορείτε να διαβάσετε περισσότερα λόγια για το βιβλίο εκεί.
Εδώ, ωστόσο, θέλω να σας γράψω μερικά πράγματα για ένα από τα επιμέρους θέματα με τα οποία καταπιάνεται η Χέιντεν. Ενα θέμα το οποίο είχε μελετήσει και πριν ασχοληθεί με όσα συμβαίνουν στη Λιβύη και τη Μεσόγειο: τις διάφορες ΜΚΟ και τις υπηρεσίες του ΟΗΕ που ασχολούνται με το προσφυγικό και, συγκεκριμένα, με την Υπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, τη γνωστή με τα αρχικά UNHCR. Είναι ένας οργανισμός διάσημος και, σε γενικές γραμμές, αξιοσέβαστος από όλους –πλην εκκωφαντικών ακραίων φωνών στα άκρα δεξιά του πολιτικού φάσματος. Ωστόσο, όπως έδειξαν αλλεπάλληλα ρεπορτάζ, έχει αναπτύξει πολλές φορές αμφιλεγόμενη δράση.
«Οταν βρέθηκα στο Σουδάν το 2017», γράφει η Χέιντεν, «είχα την ευκαιρία να μιλήσω με πολλούς πρόσφυγες από την Αιθιοπία και την Ερυθραία. Αντί για τις ιστορίες απόδρασης από την καταπίεση και επιβίωσης από τους διακινητές που περίμενα να ακούσω, όμως, όλοι ήθελαν να μου μιλήσουν για κάτι άλλο: για το πόσο διεφθαρμένη είναι η UNHCR».
Η UNHCR ιδρύθηκε το 1950, μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, κυρίως για να διαχειριστεί τους πολυάριθμους Ευρωπαίους πρόσφυγες που είχαν εκτοπιστεί λόγω του πολέμου. Πλέον είναι ένας γιγάντιος οργανισμός με το δεύτερο μεγαλύτερο μπάτζετ από όλους τους οργανισμούς του ΟΗΕ: πάνω από 9 δισ. δολάρια ετησίως. Εχει 20.000 υπαλλήλους και δραστηριοποιείται σε 135 χώρες σε όλο τον κόσμο. Και έχει αποκτήσει έναν ιδιαίτερα εξωστρεφή και επικοινωνιακό χαρακτήρα. Εχει ένα βιβλίο 57 σελίδων το οποίο περιγράφει πώς τα στελέχη πρέπει να διαχειρίζονται το “brand” του οργανισμού και να επικοινωνούν τις βασικές του αξίες. Επιστρατεύουν διασημότητες όπως η Αντζελίνα Τζολί και ο Μπεν Στίλερ για να ταξιδεύουν σε εμπόλεμες ζώνες, να φωτογραφίζονται και να μιλάνε για το έργο του οργανισμού και να ποστάρουν περιεχόμενο με χάσταγκ #WithRefugees. Η συγγραφέας επισημαίνει πως το μιντιακό αποτύπωμα του οργανισμού είναι τόσο έντονο που, συχνά, μοιάζει να αφορά περισσότερο στους υποψήφιους χρηματοδότες από τη Δύση και λιγότερο στους ανθρώπους που καλείται να βοηθήσει: τους πρόσφυγες.
Η UNHCR έχει το μοναδικό προνόμιο ότι μπορεί να μεσολαβήσει ώστε πρόσφυγες να πάνε, όντως, σε μια χώρα υποδοχής. Αυτό το κάνουν στις περιπτώσεις που οι χώρες υποδοχής προσφέρονται, όντως, να υποδεχθούν πρόσφυγες. Ουσιαστικά λειτουργούν ως νόμιμοι μεσάζοντες αυτής της διαδικασίας με την αρμοδιότητα να αξιολογούν το αν οι αιτούντες άσυλο είναι, όντως, πρόσφυγες που χρήζουν βοήθειας (στη μεγάλη πλειονότητα των περιπτώσεων, είναι) και να τους βοηθούν όπως μπορούν. Το 2017 στον κόσμο ζούσαν 17 εκατομμύρια πρόσφυγες. Η UNHCR βοήθησε να μετακινηθούν με αυτόν τον νόμιμο τρόπο 65.000 από αυτούς. Αυτές, όμως, οι υπερεθνικές αρμοδιότητες
Σύμφωνα με πολλές καταγγελίες που κατέγραψε και αποκάλυψε η Χέιντεν, στελέχη της UNHCR σε χώρες όπως το Σουδάν χρηματίζονταν για να βρουν θέση σε πρόσφυγες. Η ταρίφα έφτανε τα 15 χιλιάρικα για μεμονωμένα άτομα, ή τις 40 χιλιάδες για οικογένειες. Ο οργανισμός έχει εμπλακεί και σε άλλες περίεργες υποθέσεις. Το 2017, κατά τη διάρκεια της γενοκτονίας των μουσουλμάνων Ροχίνγκια από την κυβέρνηση της Μιανμάρ, που οδήγησε σε ένα γιγάντιο προσφυγικό κύμα προς το γειτονικό Μπαγκλαντές, αποκαλύφθηκε ότι η UNHCR έδωσε προσωπικά δεδομένα των εκτοπισμένων προσφύγων που δραπέτευσαν για να γλιτώσουν από την κυβέρνηση της Μιανμάρ, στην κυβέρνηση της Μιανμάρ. Το 2001 στην Κένυα αποκαλύφθηκε μια ολόκληρη επιχείρηση είσπραξης δωροδοκιών από το τοπικό γραφείο της UNHCR. Δεκαέξι χρόνια αργότερα, όπως έδειξε η Σάλι Χέιντεν με τα εξαντλητικά της ρεπορτάζ, συνέβαινε κάτι παρόμοιο και στο Σουδάν. Τι απέγινε μετά τη δημοσίευση εκείνης της ιστορίας; Τα συνήθη. Αρνήσεις, διαψεύσεις και, χρόνια μετά, η απομάκρυνση ενός (αριθ: 1) στελέχους της UNHCR για δωροληψία.
Πέρα από τα συμβάντα διαφθοράς, που είναι κοινά σε πολλές μεγάλες δομές παντού, η Χέιντεν περιγράφει με λεπτομέρειες και τις συνθήκες στις οποίες ζουν και εργάζονται τα στελέχη του οργανισμού. Αναφέρει το πόσο καλοπληρωμένοι είναι οι εργαζόμενοι (ένα στέλεχος μπορεί να βγάζει μισθούς μεταξύ 100.000 και 200.000 δολαρίων τον χρόνο, συν πλούσιες παροχές όπως επιδόματα διαμονής, οικογένειας και άλλα προνόμια), όχι τόσο για να αξιολογήσει αν τα αξίζουν, όσο για να επισημάνει πόσο απομακρυσμένοι είναι από τους ανθρώπους που υποτίθεται ότι καλούνται να βοηθήσουν στο πεδίο. Περιγράφει σκηνές με στελέχη του οργανισμού στη Λιβύη να δουλεύουν με τα λάπτοπ τους σε αιώρες στην παραλία, σε ένα ειδικό, κλειστό resort ονόματι “Palm City”. Αναφέρει, επίσης, ότι οι περισσότερες υπηρεσίες του ΟΗΕ και της Ε.Ε. αλλά και οι περισσότερες ΜΚΟ που είχαν αναλάβει να βοηθήσουν τους πρόσφυγες στα κολαστήρια της Λιβύης, είχαν τη βάση τους (και απολάμβαναν τις πλουσιοπάροχες ανέσεις τους) στην Τύνιδα, την πρωτεύουσα της Τυνησίας, μια όμορφη και τουριστική παραθαλάσσια πόλη που βρίσκεται 700 χιλιόμετρα μακριά από την Τρίπολη. Και, βέβαια, πέραν όλων των άλλων, περιγράφει περιστάσεις κακοδιαχείρισης, κατασπατάλησης χρημάτων, κακού σχεδιασμού και άγνοιας των πραγματικών αναγκών στο πεδίο. Αναφέρει περιπτώσεις στελεχών, δε, που είχαν απειληθεί με κυρώσεις ή απόλυση επειδή διαμαρτύρονταν για τα κακώς κείμενα στον οργανισμό. Σε ένα σημείο του βιβλίου, η Χέιντεν περιγράφει μια συνομιλία της με μια γυναίκα που, όταν υπηρετούσε ως διευθύντρια της UNHCR στον Νίγηρα, είχε μπλοκάρει πρόσφυγες στο Twitter, επειδή την έκαναν mention ζητώντας της βοήθεια. Στη συνομιλία τους, η γυναίκα παρομοίαζε τους πρόσφυγες που την ενοχλούσαν στο Twitter με παιδάκια που, όταν οι γονείς τους δεν τους κάνουν το χατίρι, γκρινιάζουν.
Βεβαίως, υπάρχουν πολλοί οργανισμοί στον κόσμο που δεν λειτουργούν πολύ καλά. Κάποιος θα μπορούσε να πει πως όλοι οι μεγάλοι οργανισμοί που απασχολούν δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους, ανεξαρτήτως φύσης, αντικειμένου και αφετηρίας, κάποια στιγμή χάνουν την μπάλα. Θολώνει η στόχευσή τους, αλλοιώνεται η εργασιακή τους κουλτούρα και, ανάμεσα στους δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους, αναπόφευκτα εμφανίζονται και τα ζιζάνια.
Επειδή όμως ακριβώς οργανισμοί όπως η UNHCR ασχολούνται με ένα θέμα πιο ευαίσθητο και κρίσιμο από ό,τι, ας πούμε, η Amazon ή η Deloitte, δικαιολογημένα οι προσδοκίες είναι πολύ μεγαλύτερες. Οι απαιτήσεις πιο επιτακτικές. Αυτός ο οργανισμός και οι ΜΚΟ που δραστηριοποιούνται στα μέρη του πλανήτη όπου οι άνθρωποι υποφέρουν περισσότερο οφείλουν να προσπαθούν ακόμα περισσότερο. Ζωές εξαρτώνται από αυτούς.
Η Σάλι Χέιντεν στο βιβλίο της, μεταξύ πολλών άλλων ιστοριών, λέει και την ιστορία του Αμπντουλαζίζ.
Ο Αμπντουλαζίζ ζούσε σε μια περιοχή της Σομαλίας όπου τον έλεγχο είχε η Αλ-Σαμπάαμπ, μια ισλαμιστική τρομοκρατική οργάνωση σχετιζόμενη με την Αλ Κάιντα. Στις περιοχές που ήλεγχε αυτή η οργάνωση απαγορεύονταν η μουσική και οι ταινίες, και οι τιμωρίες συλληφθέντων (αντιφρονούντων ή οτιδήποτε άλλο) περιλάμβαναν ακρωτηριασμούς και λιθοβολισμούς. Ο Αμπντουλαζίζ, ο οποίος είχε επιβιώσει ύστερα από μια απαγωγή, αποφάσισε ότι δεν ήταν αυτό μέρος για να ζει κανείς. Αποφάσισε με τη γυναίκα του να φύγουν από τη Σομαλία. Ταξίδεψαν μέχρι τη Λιβύη, από όπου προσπάθησαν να ακολουθήσουν τη συνήθη διαδρομή και να δραπετεύσουν στην Ευρώπη με πλοίο. Τους γύρισαν πίσω και κατέληξαν στη φυλακή Τρικ Αλ Σίκα. Τους χώρισαν. Εμειναν εκεί σε άθλιες συνθήκες για έναν χρόνο, χωρίς βασικά αγαθά, χωρίς να βλέπονται και χωρίς καν να γνωρίζουν τι θα απογίνουν. Τον Οκτώβριο του 2018, μέλη της UNHCR έκαναν μια ολιγοήμερη επίσκεψη στη φυλακή. Κατά τη διάρκειά της, ο Αμπντουλαζίζ τους ρώτησε πότε θα τους αφήσουν να φύγουν. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες συγκρατουμένων του, στελέχη της UNHCR είπαν στον Αμπντουλαζίζ ότι δεν θα τους επιτρεπόταν να φύγουν. Στις 24 Οκτωβρίου του 2018, ο Αμπντουλαζίζ βρήκε ένα δοχείο με βενζίνη, την έχυσε πάνω του, έβαλε φωτιά και κάηκε. Τα ΜΜΕ δεν ασχολήθηκαν. Καμία «αραβική άνοιξη» δεν ξεκίνησε απ’ τον δικό του χαμό. Τον ξέχασαν όλοι. Η γυναίκα του κατέληξε μήνες αργότερα σε μια παραγκούπολη προσφύγων στο Νίγηρα. Η 24η Οκτωβρίου εορτάζεται ως Ημέρα των Ηνωμένων Εθνών. Είναι τα γενέθλια του ΟΗΕ.