Το περασμένο καλοκαίρι, η μεταγραφή που μονοπώλησε πρωτοσέλιδα εφημερίδων και ιστοσελίδων και είχε την τιμητική της στα δελτία ειδήσεων σε τηλεοράσεις και ραδιόφωνα ήταν αυτή ενός ποδοσφαιριστή που υπέγραψε στη νέα του ομάδα έχοντας μείνει ελεύθερος από την προηγούμενη.
Η συμφωνία του Κιλιάν Εμπαπέ με τη Ρεάλ Μαδρίτης, παρότι αναμενόμενη και πολυδιαφημισμένη, ήταν η «βόμβα» του καλοκαιριού και επισκίασε, μεταξύ άλλων, την πιο ακριβή μεταγραφή του περασμένου παζαριού, τα 75+20 εκατομμύρια ευρώ δηλαδή που συμφώνησε να δώσει η Ατλέτικο Μαδρίτης στη Μάντσεστερ Σίτι για τον Χουλιάν Αλβαρες.
Το βράδυ της Τετάρτης (02/10), ο Γάλλος σούπερ σταρ και η πανάκριβη ομάδα των νέων «Galacticos», η πρωταθλήτρια Ευρώπης πέρυσι, δύο φορές την τελευταία τριετία και 15 συνολικά, γονάτισε για πρώτη φορά στη «δική της» διοργάνωση μετά από 17 μήνες και 14 ματς αήττητη (δέκα νίκες – τέσσερις ισοπαλίες).
Και το έκανε εξαιτίας ενός ποδοσφαιριστή που μένει ελεύθερος το επόμενο καλοκαίρι και η μετακίνησή του θα έχει δεδομένα την τιμητική της στα ΜΜΕ, έστω και με πολύ μικρότερο κρότο από αυτήν του Εμπαπέ.
Και προσοχή, αυτή τη στιγμή που μιλάμε/γράφουμε, το καλοκαίρι του 2025 λήγουν, μεταξύ άλλων, τα συμβόλαια των Φίρχιλ φαν Ντάικ, Τρεντ Αλεξάντερ – Αρνολντ και Μοχάμεντ Σαλάχ στη Λίβερπουλ, του Κέβιν ντε Μπρόινε στη Μάντσεστερ Σίτι, των Αλφόνσο Ντέιβις, Τζόσουα Κίμιχ και Λιρόι Σανέ στην Μπάγερν Μονάχου, ακόμα και του Λιονέλ Μέσι στην Ιντερ Μαϊάμι.
Και όμως, η συμφωνία του Τζόναθαν Κρίστιαν Ντέιβιντ με τη νέα του ομάδα θα σηκώσει πολλή συζήτηση και θα προκαλέσει πολύ ενδιαφέρον, αφού ο επιθετικός της Λιλ που έριξε στο καναβάτσο την Βασίλισσα με πέναλτι είναι ακόμα 24 ετών, κάθε χρόνο έχει 20+ γκολ κάθε σεζόν και τον «γλυκοκοιτάζει» η μισή Ευρώπη.
Βρίσκεται στην ομάδα που εδρεύει στο βορειότερο μέρος της Γαλλίας και συνορεύει με το Βέλγιο από το καλοκαίρι του 2020, όταν οι «σκύλοι», όπως είναι το παρατσούκλι της Λιλ, δεν δίστασαν να δώσουν 32 εκατ. ευρώ στη βελγική Γάνδη για να κάνουν δικό τους έναν 19χρονο τότε, πολλά υποσχόμενο ποδοσφαιριστή.
Το ποσό που δαπανήθηκε είναι το μεγαλύτερο που έχει δοθεί ποτέ μέχρι τώρα για Καναδό ποδοσφαιριστή και φέρει την υπογραφή ενός Ελληνα μάνατζερ. Ο Νίκος Μαυρομαράς, ομογενής από τον Καναδά, θεωρείται ένας από τους κορυφαίους στη Βόρεια Αμερική, και στο Παγκόσμιο Κύπελλο του Κατάρ είχε έξι ποδοσφαιριστές στην 25μελή αποστολή του Καναδά, με συνολική χρηματιστηριακή αξία 70 εκατ. ευρώ.
Από αυτά, τα 50 αφορούν τον Ντέιβιντ, ο οποίος βρίσκεται πολύ ψηλά στη λίστα πολλών μεγάλων ομάδων της Ευρώπης, αφού η απόκτηση ενός τέτοιου ποδοσφαιριστή χωρίς καταβολή χρημάτων σε ομάδα θεωρείται απίστευτο λαχείο για όποια προσθέσει στο δυναμικό της τον επιθετικό.
Ο Μαυρομαράς και ο συνεργάτης του Απόστολος Μπακάλης, οι οποίοι έχουν από κοινού την εταιρεία Axia Sports Management (Axia από το ελληνικό «αξία», βεβαίως), τρίβουν τα χέρια τους για το διαμάντι που διεκδικούν πολλοί μνηστήρες, αφού το όνομα του Ντέιβιντ έχει «παίξει», μεταξύ άλλων, για Αρσεναλ, Λίβερπουλ, Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, Μπαρτσελόνα, Τσέλσι, ακόμα και τη Ρεάλ Μαδρίτης, την οποία πλήγωσε το χθεσινό βράδυ.
Τον περασμένο Μάιο, ο Μαυρομαράς ανέβασε στο προφίλ του στις σελίδες κοινωνικής δικτύωσης μια φωτογραφία από ταξίδι του στο Μιλάνο και αμέσως άρχισαν οι σχετικές, μεταγραφικές φήμες. Σε ποια ιταλική ομάδα θα πάει ο Ντέιβιντ; Γιουβέντους, Ιντερ, Μίλαν ή Νάπολι;
Εντέλει, παρότι περιζήτητος, ο Τζόναθαν έμεινε στη Λιλ, με τον μάνατζέρ του να αναζητά πλέον την καλύτερη επιλογή για τον πελάτη και φίλο του, ο οποίος είχε δηλώσει σε ανύποπτο χρόνο ότι το πρωτάθλημα που περισσότερο θα του ταίριαζε είναι η γερμανική Bundesliga (Μπάγερν Μονάχου, ακούς;), αλλά που δείχνει έτοιμος να προσαρμοστεί σε οποιοδήποτε πρωτάθλημα.
Το έκανε, άλλωστε, σε όλη του τη ζωή. Γεννήθηκε στο Μπρούκλιν των Ηνωμένων Πολιτειών, μόλις στους τρεις μήνες από τη γέννησή του μετανάστευσε στην Αϊτή, όπου είχαν γεννηθεί οι γονείς του, και σε ηλικία έξι ετών πήγε για μόνιμη εγκατάσταση στον Καναδά, όπου η οικογένεια έμεινε στην Οτάβα.
Ο Ντέιβιντ πήγε σε γαλλόφωνο σχολείο και πήρε την πρώτη ποδοσφαιρική του μπάλα σε ηλικία δέκα ετών, αφού μέχρι τότε είχε περιοριστεί στο αμερικανικό φούτμπολ (ράγκμπι). Ονειρευόταν να γίνει σαν τον Ροναλντίνιο και θαύμαζε παίκτες όπως ο Ντιντιέ Ντρογκμπά, ο Σαμουέλ Ετό και ο Τιερί Ανρί.
Το όλο και πιο ανεπτυγμένο πρωτάθλημα των Ηνωμένων Πολιτειών δεν τον απασχόλησε ποτέ, γιατί, από τη στιγμή που κατάλαβε ότι μπορεί να κάνει καριέρα στο ποδόσφαιρο, είχε την Ευρώπη στο μυαλό του. Απέρριψε μάλιστα την πρόταση να παίξει με τις μικρές εθνικές ομάδες των ΗΠΑ, αφού από μικρός ήθελε να εκπροσωπήσει τον Καναδά, τη χώρα που άνοιξε την αγκαλιά της σε αυτόν και την οικογένειά του.
Δοκιμάστηκε (και απορρίφθηκε) από Ζάλτσμπουργκ και Στουτγκάρδη – δοκιμαστικά που έκλεισε ο Χανί Ελ Μαγκαμπί, μέντοράς του και προπονητής της πρώτης ομάδας του, της Οτάβα Γκλάουτσεστερ.
Εξι χρόνια αργότερα, Αυστριακοί και Γερμανοί πιθανότατα… χτυπάνε το κεφάλι τους στον τοίχο για την απώλεια ενός εξαιρετικού ποδοσφαιριστή, ο οποίος σε ηλικία 17 ετών στη Γάνδη και σκόραρε και στα τρία πρώτα του παιχνίδια με την πρώτη ομάδα.
Οπως αποδείχθηκε, αυτό το απίστευτο ξεκίνημα ήταν ο προάγγελος για το τι επρόκειτο να ακολουθήσει για έναν επιθετικό που ξεχωρίζει για την ταχύτητα και τη δύναμή του, τον τρόπο που ξέρει να βρίσκει τους κενούς χώρους αλλά, κυρίως, για την ικανότητά του να σκοράρει με κάθε πιθανό και απίθανο τρόπο.
Κάθε φορά που μπαίνει στο γήπεδο και ακούει τον ύμνο του Champions League, νιώθει μια ανατριχίλα να διαπερνάει όλο του το σώμα. Και το ίδιο, εφόσον τον σεβαστούν οι τραυματισμοί, θα συμβαίνει για πολλά χρόνια, αλλά από τον επόμενο Σεπτέμβριο με διαφορετική φανέλα από αυτήν της Λιλ. Ποια θα είναι αυτή; Η απάντηση σε λίγους μήνες, πιθανότατα ειπωμένη από ελληνικά χείλη…