Αποτινάζοντας τον ζυγό του πολιτισμού

Αποτινάζοντας τον ζυγό του πολιτισμού

3' 44" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ο Ζαν Ντιμπιφέ δεν υπήρξε μόνο ένας από τους παραγωγικότερους καλλιτέχνες της γενιάς του, αλλά και ένας από τους πιο καυστικούς και εριστικούς επικριτές της τέχνης και ειδικότερα του πολιτισμού του 20ού αιώνα. Τις οξείες του κρίσεις διατύπωνε και κυκλοφορούσε σε βιβλία και φυλλάδια με τίτλους εύγλωττους, όπως «Πνιγηρός πολιτισμός».

Ωμή τέχνη

Η τωρινή, μεγάλη και επίκαιρη έκθεση του έργου της ζωής του στο Κέντρο Πομπιντού του Παρισιού αποκαλύπτει και τον ζωντανό, ευφάνταστο παιγνιώδη χαρακτήρα της δημιουργίας του και τον μηδενιστικό χλευασμό που διακρίνει τη δουλειά του από το 1943 έως το 1964 αναπόφευκτα και τους εγγενείς περιορισμούς που ελλοχεύουν σε έναν τέτοιο προσανατολισμό.

Είναι διαφωτιστικά τα γράμματα που αντήλλαξε με τον Πολωνό συγγραφέα Βίτολντ Γκομπρόβιτς (1901-1985). Σε ένα από αυτά ο Ντιμπιφέ περιγράφει τον εαυτό του ως ένα μηδενιστή που αρνείται ότι υπάρχουν αντικειμενικές αξίες, ότι για τα πράγματα που οι άνθρωποι αγαπούν και τους γοητεύουν υπάρχει κάποια λογική, νόμιμη βάση. Εξ αυτού, συνεπέρανε ότι: «Δεν υπάρχει τίποτα πέρα από φρέσκο αέρα τίποτα, εκτός από ψευδαισθήσεις».

«Αυτές οι ψευδαισθήσεις», προσθέτει, «είναι τα μόνα αντικείμενα του σύμπαντός μας. Ετσι και επ’ αυτών, ο μηδενισμός μου γίνεται θετική αξία. Αναλαμβάνω να οικοδομήσω ψευδαισθήσεις. Τις επευφημώ και τους παρέχω νομιμότητα».

Στην πραγματικότητα, καθώς γράφει ο Μάικλ Γκίμπσον στη «Χέραλντ Τρίμπιουν», αυτό που κάνει ο Ντιμπιφέ είναι να απορρίπτει παραδεδεγμένες αξίες και ακόμη τη δυνατότητα ύπαρξης αξιών άλλων από εκείνες τις οποίες ήθελε να πλάσει με τον υλικό ρου των βαθύτερων στρωμάτων της ψυχής του.

Αυτή η θέση – επιθυμία, την οποία με πολλή φροντίδα αναπτύσσει στην αλληλογραφία του του 1968, εξηγεί την καταφυγή του σε ένα φαινομενικά παιδικό ιδίωμα – οι προσωπογραφίες των γνωστών συγγραφέων σαν τον Πολ Λεοτό και τον Ανρί Μισό αποτελούν όμορα δείγματα της κατεύθυνσής του- και το πλάσιμο εκείνου του στυλ που το ονόμασε «ωμή τέχνη» (Art Brut). Στην πορεία δημιούργησε έργα τα οποία μπορούν να περιγραφούν ως φορμαλιστική κατασκευή του άμορφου που στη συνέχεια διεύρυνε σε γλυπτά τερατωδών διαστάσεων. Η ομότητά τους όμως είναι κάπως πεζή και αυτό τους στερεί τον πρωτόγονο αισθησιασμό που διέκρινε την έως τότε δουλειά του.

Ο Ντιμπιφέ διέθετε την ακατέργαστη, σφύζουσα εκείνη ζωντάνια αλά Ραμπελέ που προσέδιδε στη δημιουργία του, έως ένα σημείο, την πειστικότητά της. Το λάθος του έγκειται στην αντίληψη του πολιτισμού ως ενός συνόλου, μόνον, αυθαίρετων συμβάσεων, δίχως τις οποίες όλοι οι άνθρωποι θα ήταν σε καλύτερη κατάσταση – αν και μόνο σε στιγμές δημιουργικού οίστρου.

Ανθρωπολόγοι σαν τον Κλίφορντ Γκέερτζ, που πεδίο τους είναι ο πολιτισμός, αντιλαμβάνονται το θέμα εντελώς αλλιώτικα. Γράφει ο Γκέερτζ: «άνθρωποι δίχως πολιτισμό θα ήταν τέρατα με λίγα χρήσιμα ένστικα, λιγότερα αναγνωρίσιμα αισθήματα και δίχως καθόλου νου. Διανοητικά ανισόρροποι». Και αλλού: «Δεν αφορά η λύση προβλημάτων αλλά το ξεκαθάρισμα αισθημάτων», εννοώντας ότι το ζήτημα δεν είναι τεχνικό αλλά συναισθηματικό. Βάσει ποιων όρων είμαστε ο εαυτός μας και εμείς μέσα στον κόσμο.

Υιοθετώντας την ακραία εκείνη θέση, ο Ντιμπιφέ προσωποποίησε με τρόπο γοητευτικό και παιγνιώδη το άχαρο αδιέξοδο στο οποίο έχουν φθάσει οι τέχνες και το οποίο γεμίζει σήμερα πολλές αίθουσες μουσείων, από το Γουίτνι της Νέας Υόρκης έως το Πομπιντού του Παρισιού.

Η αδυναμία ή η ανικανότητα να γίνει κατανοητό ότι ο καλλιτέχνης είναι ο καθορισμένος ενδιάμεσος στον διάλογο μεταξύ του ατόμου και του πολιτισμού που τον διαμορφώνει η αποτυχία να γίνει συνείδηση ότι άτομο δεν υπάρχει δίχως πολιτισμό και ότι η ζωή είναι το παιχνίδι ανάμεσα στα δύο, έφερε στην επιφάνεια όλες τις ιδέες εκείνες που λειτουργούν ως τροχοπέδη για την τέχνη, τους καλλιτέχνες και τα μέλη της κοινωνίας ευρύτερα, φυλακίζοντάς τους σε μιαν άνευ ουσίας επανάληψη ασήμαντων και μηδενιστικών ιερεμιάδων.

Τούτο δεν σημαίνει άρνηση του Ντιμπιφέ. Κάνοντας ό,τι έκανε ο Ντιμπιφέ εκπλήρωνε το χρέος του ως καλλιτέχνης, που είναι να ενσαρκώσει τον διάλογο τον οποίο απορρίπτει και να αποδείξει, μέσω του υψηλού ή του κοινού, ποια είναι η θέση του ανθρώπου σε αυτά τα θέματα, σήμερα.

Τα θέματα όμως έχουν καλυφθεί πλήρως πια και η τέχνη δεν θα βγει από την ομφαλοσκόπησή της παρά μόνον εάν αναγνωρίσει ότι ο πολιτισμός είναι η κατάσταση του ανθρώπου. Τούτο το αναγνωρίζει και ο Ντιμπιφέ όταν λέει ότι «οι ψευδαισθήσεις να γίνουν τα μόνα αντικείμενα του σύμπαντός μας», αλλά δίχως να κατανοεί τα αποτελέσματα.

Ρόλος και στυλ

Η έκθεση περιέχει πρώτα έργα, καμωμένα σε ηλικία 23 ετών, που δείχνουν ένα σίγουρο χέρι, αλλά χωρίς να προμηνύουν τα επερχόμενα. Ο αληθινός Ντιμπιφέ εμφανίζεται τελείως αιφνίδια το 1943 και σχεδόν ταυτόχρονα και ο ρόλος του. Τον έπαιζε επί 20 χρόνια και για άλλα 20 απολάμβανε τη φήμη που κέρδισε και επαναλαμβανόταν, αν και σε μεγαλύτερη κλίμακα.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή