ΑΝΤΙΣΤΙΞΕΙΣ

2' 28" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Πάνε πολλά χρόνια από τότε που ο Stockhausen έπαψε να μ’ ενδιαφέρει. Χωρίς να παραγνωρίζω τη συμβολή του στη διαμόρφωση μιας νέας γλώσσας στο ξεκίνημα του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα, χωρίς να αποποιούμαι την αγάπη του προς το μεταγενέστερο Momente, έχω την εντύπωση πως από καιρό έχει εγκλωβιστεί σ’ έναν μεγαλοϊδεατισμό του μουσικού ιδιώματος που συνοδεύεται από αδιάκοπες ναρκισσιστικές ριπές (ακόμα και τους δίσκους του τους κυκλοφορεί διά ταχυδρομικής παραγγελίας), ενώ και η δίκαιη κρίση του χρόνου δεν είναι τόσο γενναιόδωρη με το έργο του.

Προσφάτως, ο Stockhausen φαίνεται πως προκάλεσε με τα λόγια του την ίδια σύγχυση που επί σειρά ετών προκαλούσε και η μουσική του, μια και χαρακτήρισε τις τρομοκρατικές επιθέσεις κατά της Αμερικής ως το «μεγαλύτερο έργο τέχνης του Εωσφόρου». Ο χαρακτηρισμός του αυτός, που θα μπορούσε να θεωρηθεί -για να χρησιμοποιήσω την έκφραση του Γ.Π. Σαββίδη- «άδικος, μα όχι και εντελώς άστοχος», ξεσήκωσε κύματα υστερικών αντιδράσεων με ποικίλες πρακτικές εφαρμογές: ακύρωση συναυλιών, κίνδυνο ματαίωσης του κύκλου μαθημάτων του στο Kurten και τέτοια επιθετική κριτική, που χαρακτηρίστηκε ως «χωρίς προηγούμενο δυσφημιστική εκστρατεία». Ομως, το άξιον σχολιασμού έχει να κάνει λιγότερο με τον Stockhausen και πιο πολύ με τη διαφοροποιημένη κοινωνική ματιά απέναντι σε κάθε καλλιτέχνη. Υπήρχε ανέκαθεν μια ανοχή προς την εκκεντρικότητα του δημιουργού, που πολλές φορές ήταν και επιθυμητή. Αλλά φαίνεται πως αλλιώς λειτουργούσαν οι φραστικοί φαρμακεροί αφορισμοί του Oscar Wilde μέσα στο βικτωριανό σαλόνι και αλλιώς προσκρούουν οι «διαβολικές» λέξεις πάνω στα ερείπια που καπνίζουν ακόμα.

Τα λεκτικά πυροτεχνήματα του Dali, όσο σκληρά κι αν ήταν, προκαλούσαν ευφορία στους κοσμικούς και δημοπρατικούς κύκλους, γιατί ποτέ δεν ακουμπούσαν τα ζεστά πτώματα των νεκρών.

Οι «προκλήσεις» των καταραμένων ποιητών, των εκκεντρικών συνθετών ή ζωγράφων ήταν πάντα ιδιωτικού χαρακτήρα και πρόσφεραν με την αυτοκαταστροφική τους έκθεση στο κοινό την ηδονή του αξιοπερίεργου.

Ακόμα και ο μεγαλοφυής κυνισμός του Pound («Κόλαση, κάνε να ξανακούσουμε τα σπαθιά να συγκρούονται. Κόλαση, σβήσε για πάντα τη σκέψη ειρήνη!»), ερμήνευε τον πόλεμο σαν φανταστική πληροφορία σε απρόσιτα πεδία μαχών κι όχι σαν πραγματικό θέαμα στα οικουμενικά βλέμματα. Ισως, μετά τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου, η λεκτική αφοριστικότητα των καλλιτεχνών αποτελεί ένα ancien regime που δεν γίνεται αποδεκτό παρά μόνο σαν αυτοσαρκαστική -άρα, ανώδυνη- μαρτυρία του δηλούντος. Οσο για τους φίλους των μουσικών του Εωσφόρου, έχουν καλύτερες επιλογές από τους παραλληλισμούς του κ. Stockhausen. Το «Mephisto-valse» του Liszt, η «Καταδίκη του Φάουστ» του Berlioz, αλλά και ο Boito ή, έστω, ο Gounod, μπορούν να τους οδηγήσουν ασφαλέστερα στην ηδονή της κολάσεως, μια ηδονή απείρως μεγαλύτερη και σίγουρα αναίμακτη.

Οι ηθοποιοί διδάχθηκαν τη γεωμετρημένη συνεννόηση, τους εννοιολογικούς υπαινιγμούς και την επεξεργασία των φωνητικών απολήξεων ή των φυσιογνωμικών μορφασμών. Ετσι και «έπαιξαν» το ισαιώνιο τραγικό παιχνίδι της «χτενισμένης» τράπουλας, του κατά Μπέκετ κόσμου. Η Ολγα Δαμόνη – Νελ, εφιαλτικό περίτριμμα ενός σεσηπότος κόσμου, στη μικρή συμμετοχή της πέρασε στο κοινό το «άλλο» ρίγος και απογείωσε την παράσταση. Ο Χρ. Στέργιογλου – Χαμ άντεξε σθεναρά ένα βάρος ασήκωτο. Ηταν τεχνικά αψεγάδιαστος, προεξέτεινε τις οδηγίες, κορύφωσε στιγμές, έφθασε στο σύνορο μιας δεδομένης κλίμακας.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή