Τζον Μπούρμαν: Ενας σιωπηλός επαναστάτης

Τζον Μπούρμαν: Ενας σιωπηλός επαναστάτης

6' 10" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Αν δεν ήταν σκηνοθέτης θα αφιέρωνε τη ζωή του στη διάσωση της ζούγκλας του Αμαζονίου ή θα απομονωνόταν στο κτήμα του στην Ιρλανδία, φυτεύοντας δέντρα και ασχολούμενος με την πολυμελή οικογένειά του. «Εχω την παθολογική εμμονή να αναμετριέμαι με τη φύση και με την κοινωνία», λέει ο 68χρονος Τζον Μπούρμαν στην «K» και το εννοεί.

Ενας από τους σημαντικότερους Ευρωπαίους δημιουργούς, οραματιστής και αταξινόμητος (χειρίζεται με την ίδια μοναδική δεξιοτεχνία την γκανγκστερική ταινία και το ιστορικό έπος, την περιπέτεια τρόμου και το αστυνομικό χρονικό), καταξιωμένος κριτικός και θεωρητικός του κινηματογράφου, είναι η διεθνής προσωπικότητα που τιμάται στο φετινό 42ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης που αρχίζει την ερχόμενη Παρασκευή (9 Νοεμβρίου) και ολοκληρώνεται στις 18 του μηνός. Βρετανός σκηνοθέτης που έχει εργαστεί στο Χόλιγουντ, σχολιάζει την «υπεροψία της υπερδύναμης» και αναρωτιέται για το αν και κατά πόσο θα αλλάξει η Αμερική μετά τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου. Ο Τζον Μπούρμαν ετοιμάζεται για τη Θεσσαλονίκη -εκτελεί και χρέη προέδρου της κριτικής επιτροπής του διαγωνιστικού τμήματος- ενώ βρίσκεται υπ’ ατμόν για τη Νότιο Αφρική, όπου θα γίνουν τα γυρίσματα της 19ης, κατά σειράν, μεγάλου μήκους ταινίας του. Αναφέρεται στην περίοδο μετά το απαρτχάιντ, όταν ήταν πρόεδρος ο Μαντέλα, μέσα από τη σχέση δύο δημοσιογράφων: μας Αφρικανής και ενός Αφροαμερικανού. «Μια καθαρά πολιτική ταινία», όπως παραδέχτηκε και ο ίδιος στην τηλεφωνική μας συνέντευξη.

– Το «Ζαρντόζ» είναι μία από τις ταινίες σας στην οποία σχολιάζετε τον τρόπο που διαχειριζόμαστε το περιβάλλον. Σήμερα, που μια νέα μορφή βιολογικού πολέμου έχει ξεσπάσει, πώς φαντάζεστε το μέλλον;

– Στον ανεπτυγμένο κόσμο οι άνθρωποι γίνονται πλουσιότεροι και αναπτύσσονται τεχνολογικά, οι πιθανότητες να αυξηθεί το όριο ηλικίας μεγαλώνουν. Από την άλλη πλευρά, στον Τρίτο Κόσμο, οι άνθρωποι γίνονται φτωχότεροι, το περιβάλλον μολύνεται. Οι πλούσιοι και ανεπτυγμένοι αποκόπτονται από τον υπόλοιπο κόσμο και απομονώνονται. Κατά μία έννοια αυτό συμβαίνει σήμερα στην Αμερική. Ο ήρωας, που ερμηνεύει ο Σον Κόνερι, στο «Ζαρντόζ», εισβάλλει σε έναν κλειστό κόσμο, των αθάνατων. Στο τέλος του «Ζαρντόζ» ο κόσμος δημιουργείται εξαρχής. Ο,τι συμβαίνει με τις αυτοκρατορίες: έχουν την άνοδο και την πτώση τους. Παρακμάζουν ή ηττώνται. Το ίδιο ισχύει και με την Αμερική. Παρακολουθούμε κατά κάποιον τρόπο την κατάρρευση της αμερικανικής αυτοκρατορίας και, πιθανόν, την άνοδο της Κίνας.

– Στο «Οταν ξέσπασε η βία» περιγράφετε πώς μια κανονική, καθημερινή ζωή μπορεί να μετατραπεί σε εφιάλτη. Θα γυρίζατε ένα παρόμοιο θέμα σήμερα;

– Στην ταινία «Οταν ξέσπασε η βία» ο άνθρωπος είναι αντιμέτωπος με τη φύση. Οι δύο αστοί πρωταγωνιστές έρχονται αντιμέτωποι με την άγρια φύση και οι δύο βουνίσιοι που συναντούν είναι κατά κάποιον τρόπο το πνεύμα του δάσους, της φύσης, που παίρνει την εκδίκησή του. Είναι η «τιμωρία» των αστών για τον τρόπο που βιάζουν το περιβάλλον.

– Οι ήρωες ή αντιήρωες των ταινιών σας είναι χαρακτήρες μοναχικοί, κυνικοί, «σιωπηλοί επαναστάτες», αποστασιοποιημένοι και ταυτόχρονα παρόντες. Πρόκειται για τις πολλές, διαφορετικές πλευρές του ίδιου προσώπου; Του Τζον Μπούρμαν;

– Μέχρις ενός σημείου είμαι ένας μοναχικός άνθρωπος, ζω εκτός κοινωνίας και πάντοτε δοκιμάζω τον εαυτό μου γυρίζοντας ταινίες σε απόμακρα και επικίνδυνα μέρη. Εχω την παθολογική εμμονή να αναμετριέμαι με τη φύση και την κοινωνία.

– Εχετε γυρίσει μια ποικιλία ταινιών σε ύφος και θεματολογία. Μήπως στην ουσία πρόκειται για το ίδιο θέμα που προσεγγίζετε με διαφορετικούς τρόπους;

– Ολα μου τα θέματα έχουν να κάνουν με τη σύγκρουση του ατόμου με τον εαυτό του ή με τη φύση. Αυτό είναι το νήμα που συνδέει τη θεματολογία μου. Το «Ελπίδα και δόξα» είναι αυτοβιογραφικό και έχει για ήρωα ένα παιδί που μεγαλώνει ανάμεσα στον πόλεμο και στην εξουσία. Η εμπειρία με έκανε δύσπιστο. Από τη στιγμή που καταστράφηκε το σπίτι μου από βόμβα, δεν εμπιστεύομαι την ιδιοκτησία. Και πίστεψα ότι είναι προτιμότερο να μην έχει κανείς πράγματα στην κατοχή του, γιατί το μόνο που μπορεί να συμβεί είναι να τα χάσει.

– Είχατε πει κάποτε ότι το «Εξκάλιμπερ» είναι η ταινία που προτιμάτε. Ισχύει ακόμη;

– Ο μύθος του ήταν οικείος. Προσπαθούσα περισσότερο από είκοσι χρόνια να γυρίσω την ταινία και είχε μεγάλη σημασία για μένα. Ο θρύλος του Γκράαλ είναι η αναζήτηση της ολοκλήρωσης, η επαναφορά της ισορροπίας ανάμεσα στο αρσενικό και στο θηλυκό, η επιθυμία να ξαναβρούμε τη σχέση μας με τη φύση. Η ταινία με την οποία αισθάνομαι πιο δεμένος όμως είναι το «Ελπίδα και δόξα», γιατί είναι η ιστορία της οικογένειάς μου.

– Μετά την επίθεση στους «δίδυμους πύργους», γράφτηκε ότι η πραγματικότητα ξεπέρασε τις χολιγουντιανές υπερπαραγωγές βίας και καταστορφής. Πιστεύετε ότι αυτό το γεγονός θα επηρεάσει σε διάρκεια την αμερικανική κινηματογραφική βιομηχανία;

– Δεν νομίζω ότι θα έχει διάρκεια γιατί, ειδικά στην Αμερική, οι άνθρωποι ξεχνούν πολύ γρήγορα, δεν έχουν αίσθηση της ιστορίας και του παρελθόντος. Θα αντιμετωπίζουν στο μέλλον την τρομοκρατική επίθεση όπως και τον πόλεμο του Βιετνάμ. Ο κόσμος τότε πίστευε ότι η εμπειρία του Βιετνάμ θα αλλάξει την Αμερική, αλλά δεν είδα να γίνεται κάτι τέτοιο.

– Δεν είχε καμία επίδραση, πιστεύετε;

– Είχε στη διάρκεια του πολέμου, αλλά μετά ξεπεράστηκε. Αυτό που βλέπουμε στην Αμερική είναι η υπεροψία ότι είναι άτρωτη, ότι είναι η μοναδική σούπερ δύναμη και κανείς δεν μπορεί να την αγγίξει. Μπορούν να βομβαρδίζουν άλλους ατιμώρητα, χωρίς συνέπειες. Και η επίθεση στους πύργους υπήρξε γι’ αυτούς μεγάλο σοκ. Ελπίζω το γεγονός να έχει μεγαλύτερη επίδραση επάνω τους, να τους κάνει, δηλαδή, πιο υπεύθυνους απέναντι στον υπόλοιπο κόσμο. Φοβάμαι όμως πως δεν θα συμβεί…

– Υπήρξατε κριτικός κινηματογράφου. Πώς αισθάνεστε ως δημιουργός που «κρίνεται» και τι πιστεύετε για την κινηματογραφική κριτική σήμερα;

– Οι κριτικοί είναι απαραίτητοι γιατί δίνουν μια «απάντηση» στο έργο μας και μας βοηθούν να μετράμε τους εαυτούς μας. Ξανακοιτώντας τη φιλμογραφία μου θα έλεγα ότι οι κακές κριτικές ήταν πιο χρήσιμες από τις καλές. Μπορεί να τις απορρίπτεις εκείνη τη στιγμή αλλά αν τις ξανασκεφτείς, αναγνωρίζεις ότι ήταν απόλυτα δικαιολογημένες. Οι κριτικοί σήμερα δεν έχουν την ίδια δύναμη που είχαν στο παρελθόν. Οι νέοι που πηγαίνουν σινεμά δεν διαβάζουν κριτικές και φοβάμαι ότι η μεσοαστική τάξη διαβάζει κριτικές αντί να πηγαίνει σινεμά. Οι κριτικοί μοιάζει να έχουν χάσει την εμπιστοσύνη στην επιρροή τους, νιώθουν υποβαθμισμένοι. Ισως να οφείλεται στο γεγονός ότι για να είσαι σπουδαίος κριτικός χρειάζεσαι και σπουδαίες ταινίες.

– Πώς θα σχολιάζατε τις σύγχρονες αγγλικές παραγωγές;

– Προσπαθούν να κολακέψουν το κοινό, όπως οι «Τέσσερις γάμοι και μια κηδεία». Σκοπεύουν στην ψυχαγωγία.

– Είναι καλό αυτό;

– Υπάρχει θέση και γι’ αυτό. Η αγγλική κινηματογραφική βιομηχανία τα τελευταία 20 χρόνια «πάσχει» από έλλειψη φιλοδοξίας εξαιτίας της έλλειψης πηγών χρηματοδότησης. Οι σκηνοθέτες συνειδητοποιούν ότι μπορούν να γυρίσουν ταινίες με έναν συγκεκριμένο προϋπολογισμό, έτσι γράφουν και σχεδιάζουν τις παραγωγές με βάση αυτόν. Στις δεκαετίες του ’40 και ’50 υπήρχαν σκηνοθέτες σαν τον Ντέιβιντ Λιν, τον Κάρολ Ριντ, τους Πάουελ και Πρεσμπέργκερ, που έκαναν σπουδαίες ταινίες. Ο δρόμος όμως δεν έχει επιστροφή. Τώρα είναι μια μικρή, οικογενειακή βιομηχανία. Κάθε τόσο εμφανίζεται μια καλή ταινία αλλά οι περισσότερες είναι κακές.

Φιλμογραφία

Ο Τζον Μπούρμαν έχει γυρίσει 18 μεγάλου μήκους ταινίες -που θα προβληθούν στη διάρκεια της ρετροσπεκτίβας που οργανώνει το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης- καθώς και μικρού μήκους και τηλεοπτικές σειρές: «Πιάσε μας αν μπορείς» (1965), «Ο επαναστάτης του Αλκατράζ» (1967), «Δυο λιοντάρια στον Ειρηνικό» (1968), «Λέων ο έσχατος» (1970), «Οταν ξέσπασε η βία» (1972), «Ζαρντόζ» (1973), «Εξορκιστής ΙΙ, ο αιρετικός» (1977), «Εξκάλιμπερ» (1981), «Το σμαραγδένιο δάσος» (1985), «Ελπίδα και δόξα» (1987), «Εκεί που βρίσκεται η καρδιά» (1990), «Ονειρεύτηκα ότι ξύπνησα» (1991, μικρού μήκους), «Πέρα από τη Ραγκούν» (1995), «Δύο γυμνές λουόμενες» (1995, μικρού μήκους), «Ο στρατηγός» (1998), «Λι Μάρβιν: Ενα προσωπικό πορτρέτο από τον Τζον Μπούρμαν» (1998), «Ο ράφτης του Παναμά» (2001).

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή