Παραμυθάς πανούργος, προμοντέρνος…

Παραμυθάς πανούργος, προμοντέρνος…

3' 37" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η φετινή σεζόν άρχισε με τις καλύτερες προϋποθέσεις, δηλαδή με καλές εκθέσεις: με δεσπόζουσα τη μεγάλη έκθεση του Γύζη στην Εθνική Πινακοθήκη (επιμέλεια Νέλης Μισιρλή) και με την έκθεση των τόσο σημαντικών «παραζωγραφικών» του Μόραλη στο Μπενάκη. Εν τω μεταξύ, έρχονται σημαντικές διεθνείς εκθέσεις, με πρώτη τη συλλογή του Μουσείου του Αϊντχόβεν αλλά και αυτήν των σύγχρονων Σκανδιναβών που οργανώνει η Art Athina, ενώ και οι γκαλερί δείχνουν πολύ αξιόλογα πράγματα.

Το πιο σημαντικό στοιχείο της περιόδου είναι πάντως η δυναμική εμφάνιση του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης. Το μουσείο ξεκίνησε δειλά πέρυσι, συσπειρώνοντας το περιορισμένο κοινό της σύγχρονης τέχνης, αλλά φέτος ξεκινά με τη μεγάλη αναδρομική ενός από τους πιο διακεκριμένους και λαοφιλείς καλλιτέχνες της λεγομένης «γενιάς του ’60». Η αναδρομική του Κώστα Τσόκλη είναι σε θέση να προσελκύσει διαφορετικό κοινό στο μουσείο, πολύ ευρύτερο από τις «φυλές» της contemporary art. Γιατί; Οι λόγοι είναι πολλοί… Και συμποσούνται στον εξής ένα: Τσόκλης.

Δηλαδή: ο Τσόκλης είναι μια διασημότητα, ένας σταρ, για τα μέτρα της ελληνικής κοινωνίας που δεν αντιμετωπίζει τους ζωγράφους και τους ποιητές όπως τους ανθρώπους του θεάτρου ή του κινηματογράφου. Η μεντιακή αύρα ενός Τσόκλη, που είναι συγχρόνως σπουδαίος καλλιτέχνης, αναγνωρισμένος από την κριτική και το σινάφι, αλλά και αναγνωρίσιμος από το πλήθος, είναι το καλύτερο διαβατήριο στην παρούσα φάση για το Μουσείο. Ετσι συναντά το κοινό του, που είναι ουσιαστικά πολλές χιλιάδες μορφωμένων, απαιτητικών Αθηναίων και παρεπιδημούντων.

Η έκθεση του Τσόκλη προσφέρει επίσης στο μουσείο τη δυνατότητα να μεταμορφωθεί και να διεκδικήσει τον τόπο του: να δηλώνει εκεί, στο κέντρο της πόλης, ότι υπάρχει σύγχρονη δημιουργία, που αφορά ΚΑΙ τα πλήθη. Τώρα είναι η σειρά της πολιτείας να μιλήσει: να φανεί αντάξια των ιστορικών απαιτήσεων και των δικών της υποσχέσεων. Δηλαδή, να χτίσει το μουσείο… Τόσο απλά.

Η έκθεση του Τσόκλη τώρα. Υπαινιχθήκαμε ήδη ότι είναι μια έκθεση ιστορική, πολιτική. Ο Τσόκλης έχει το χάρισμα (που είναι και παγίδα) να καταλαμβάνει τον δημόσιο χώρο και να μην περνά απαρατήρητος. Η έκθεσή του ξεκινά από έξω, κυριολεκτικά: ένα τεράτσιο δέντρο μετεωρίζεται μεταξύ Συγγρού και Καλλιρρόης, μεταμορφώνοντας τους αυτοκινητόδρομους και μαγνητίζοντας το βλέμμα του βιαστικού: εδώ, κάτι τρέχει… Ο Τσόκλης έχει ήδη κερδίσει τη μάχη με τις αφίσες της Vodafone.

Μέσα στο κτίριο-γιαπί, ο Τσόκλης κέρδισε τη μάχη με τον χώρο. Τον διπλασίασε, τον μεταμόρφωσε, συνεχίζοντας το πρώτο βήμα του Χατζημιχάλη. Τώρα είσαι σε μουσείο. Και βλέπεις μια μεγάλη έκθεση ενός εβδομηντάχρονου με μισό αιώνα ιστορία και σφρίγος εικοσάχρονου… Πράγματι, ενώ παρακολουθείς μια τυπική αναδρομή, από τα χρόνια της Σχολής και της (χυμώδους) αφαίρεσης, διαπιστώνεις ότι ο Τσόκλης δεν είναι μόνο ο ώριμος δεξιοτέχνης των σουρεαλιστικών και ιλουζιονιστικών συνθέσεων του ’60 και ’70, αλλά και ο ολόφρεσκος, ριψοκίνδυνος κατασκευαστής βιντεοζωγραφικών έργων όπως το περίφημο Ψάρι και οι Φίλοι της Μπιενάλε, η Αρτεμις, η ζωγραφική κατασκευή με τη θάλασσα, το ολοκαίνουργιο βίντεο με τους αγγέλους των χωματερών – όλα της τελευταίας δεκαπενταετίας. Ο Τσόκλης εκπλήσσει, και τώρα περισσότερο που τον βλέπεις μαζεμένο, με τη διαρκή ανανέωση, την ορμή, το κέφι του. Εκπλήσσει επίσης η διαβολεμένη διάθεσή του να κινείται στο όριο, στο μεταίχμιο: να είναι οριακά διακοσμητικός, ειρωνικός, μελό, χειρονομιακός, τονάλ βιρτουόζος, ακροβάτης στο χώρο, μανιεριστής, σαλτιμπάγκος, λυρικός, απατηλά ευανάγνωστος.

Παρά τις μεταμορφώσεις του όμως, παρά την ακαταμάχητη γοητεία του (μάλλον σαγήνη: γητειά και παγίδα μαζί), που σε οδηγούν σε πολλές περσόνες και διάφορες χειρονομίες, θα τολμούσα να διακρίνω τα χαρακτηριστικά του Τσόκλη: Κάνει μια ζωγραφική καθαρή, διαυγή, λαγαρή. Είναι διάφανος, κι αυτό δεν προσθέτει κατ’ ανάγκην ευκολία στην πρόσληψη απεναντίας ξεγελά, ωστόσο κάνει το έργο του ανοιχτό, ευφρόσυνο, και ταυτόχρονα ακριβές, κλινικό, ειρωνικό: Είναι αυτό… Μα είναι αυτό;

Το ερώτημα στον θεατή δεν γεννιέται τόσο από το διατυπωνόμενο αφήγημα -την ψευδαίσθηση λ.χ. με τον ζωγραφικό χώρο και τις προβολές των αντικειμένων, τους καθρέφτες κ.λπ.-, όσο από τον χειρισμό, την πλαστική διατύπωση, τις διαστρωματώσεις γραφών, τη λάμπουσα δεξιοτεχνία που υποδύεται τον υπηρέτη του concept…

Από αυτήν την άποψη, ο Τσόκλης είναι ένας τυπικός μανιεριστής, ένας αναγεννησιακός pittore, καλλιτέχνης του ενστίκτου, μηχανικός και γεωμέτρης, μα και στοχαστής και πονηρός αναγνώστης της παράδοσης της συντεχνίας, που επιστρέφει διαρκώς σε πρωταρχικά ερωτήματα και αποτολμά απαντήσεις, παραλλαγές απαντήσεων, μερικές, αλυσιτελείς, φθαρτές…

Η μνημειακότητα του Τσόκλη, ενός εξ όψεως μοντερνιστή, είναι προμοντέρνα: δεν εφευρίσκει θέματα, δεν εκφράζει προσωπικές αγωνίες επαναπραγματεύεται μύθους, συλλογικά ερωτήματα, αρχαία θέματα. Είναι ένας πανούργος παραμυθάς, ένας εικαστικός Οδυσσέας που ταξιδεύει γιατί το ταξίδι του έλαχε, και δεν θα μπορούσε να συμβεί αλλιώς. Καθώς αρμενίζει, γελάει.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή