Ιδια στη ζωή και στη σκηνή

2' 54" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Γεννήθηκε στη Δράμα, μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη, σπούδασε αρχαιολογία, έπαιξε στο θέατρο, φοίτησε και σε δραματική σχολή, ασχολήθηκε με τον χορό για να την κεδρίσει τελικά το τραγούδι. «Κι όλα αυτά όταν ήμουν ταλέντο στα μαθηματικά» λέει η Τάνια Τσανακλίδου, μια τραγουδίστρια γεμάτη αντιφάσεις που έγινε πρωταγωνίστρια από τα πρώτα της κιόλας βήματα.

Πολυσχιδής προσωπικότητα, αλλά όπως εξηγεί «δεν μου αρέσουν τα στεγανά», με απίστευτη ενεργητικότητα μέχρι υπερβολής καμιά φορά δεν το αρνείται, χρόνια τώρα μας δείχνει τις αντιφάσεις της. «Οταν τελειώνει το πάθος μου για κάτι ξεκινάω το άλλο. Αν δίνω συναυλίες και πάω στο θέατρο, ζηλεύω, θέλω να ξαναβγώ στο σανίδι. Κι όταν πάλι καταπιάνομαι με το θέατρο και δω συναδέλφους μου να τραγουδούν, επιθυμώ το τραγούδι».

«Ξεβιδώνομαι»

Σήμερα και αύριο, πάντως, εμφανίζεται στο «Ρόδον». Τραγουδά και χορεύει γιατί στην περίπτωσή της αυτά πάνε μαζί. «Χορεύω διαρκώς και στο σπίτι μου, όπου βρίσκομαι. Και στα κλαμπ όταν πάω δεν κοιτάω τους άλλους αμήχανα, αλλά ξεβιδώνομαι στον χορό. Είναι μέρος της καθημερινότητάς μου». Το ίδιο λέει και για την ηλεκτρόνικα. Δεν φλέρταρε το είδος λόγω μόδας. «Είναι η μουσική που ακούω χρόνια τώρα. Τον Φίλιπ Γκλας π.χ. δεν τον ανακάλυψα πρόσφατα, αλλά εδώ και δέκα χρόνια».

Ετσι εξηγεί και τη συνεργασία της με τον Μιχάλη Δέλτα. Το «Χρώμα της ημέρας», βέβαια, «η καινούργια trip hop» αφορμή της κοντά στο αγαπημένο της ρεπερτόριο, δεν ήταν το πρώτο της πείραμα με το είδος. «Ηταν πριν περίπου τέσσερα χρόνια όταν συμμετείχα σε δίσκο των «Στέρεο Νόβα», εν συνεχεία κάναμε τους τίτλους μιας ταινίας του Ψαρά, ύστερα με τον Μιχάλη το τραγούδι «Μια αγάπη μικρή» και τελευταία τον δίσκο».

Το πρόγραμμα των συναυλιών της στο «Ρόδον» και αργότερα στον «Μύλο» της Θεσσαλονίκης είναι, όπως λέει, μια πρόταση. «Δεν προέκυψε τυχαία, δεν είχα δηλαδή πού να πάω, ας περάσω από ‘κει. Ούτε θα ‘μαι εκεί η πρωταγωνίστρια.

Συμπρωταγωνιστές μου είναι οι: Δ. Μπαρμπαγάλας, Γ. Μπουσούνης, Γ. Γκίνης οι οποίοι διασκεύασαν τα παλιά μου τραγούδια και βέβαια ο Ν. Σούλης, στις οπτικές παρεμβάσεις». Το γκρουπ ήταν εδώ και χρόνια απωθημένο μου. Είναι αλήθεια πως όταν πρωτοβγήκε το 1973 ανθούσαν ακόμη οι μπουάτ. «Ηθελα όμως από τότε να δουλέψω με ένα συγκρότημα με ροκ επιρροές».

Στο «Ρόδον» ωστόσο, θα πει και παλιά τραγούδια. Κομμάτια που «δεν μπορώ να αποχωριστώ, όπως το Μαμά γερνάω ή το Αν μ’ αγαπάς, τα οποία θα εναρμονιστούν στο κλίμα της παράστασης». Αν και οι μουσικές μόδες αλλάζουν δεν αρνείται το παρελθόν. «Θα ‘ταν σαν να άφηνα πίσω μου το χέρι ή το πόδι μου. Το σώμα μου. Χρόνια τώρα ταυτίζομαι με αυτό που τραγουδώ. Δεν ηχογραφώ τραγούδια για να γεμίσω ένα δίσκο, γι’ αυτό και ό,τι έχω επιλέξει τελικά είναι κομμάτια ζωής».

«Να ζω καλά»

Αν δεν τη συγκινεί ένα κομμάτι «δεν το τραγουδώ αφού καμιά τεχνική δεν θα με βοηθήσει. Θα κάνω φάλτσα, θα ‘μαι άρρυθμη, σαν να αρνείται το στόμα μου να υπακούσει». Στην ηλεκτρόνικα, όπως και στο ροκ, της αρέσει η ενέργεια που κρύβουν. «Εγώ δεν μπορώ να κάθομαι. Ο,τι είμαι στη ζωή είμαι και στη σκηνή. Η καριέρα δεν με ενδιέφερε ποτέ. Ούτε θέλω να με βλέπουν έτσι. Είμαι ένα πλάσμα ιδιαίτερο που κάνω ό,τι μου κατέβει. Προτιμώ να ζω καλά. Μπορεί να ‘μαι στο χωριό με λίγα. Καφές και τσιγάρα, ψωμί και ντομάτα. Αρκούν. Δεν με ενδιαφέρουν ούτε ρούχα ούτε λεφτά». Το μόνο που καμιά φορά ονειρεύεται είναι να μπορούσε να κάνει μια μεγάλη παραγωγή. «Μπορεί να μου πέσει κανένα λαχείο, ποιος ξέρει; Αλλωστε με τα λεφτά ενός λαχείου -που μοιράστηκα με τον Δάνη Κατρανίδη- ήρθα στην Αθήνα».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή