Χολιγουντιανές «πινελιές» στη Θεσσαλονίκη

Χολιγουντιανές «πινελιές» στη Θεσσαλονίκη

7' 55" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Οταν ξεκίνησε αυτή η προσπάθεια, λίγοι την πίστεψαν, αρκετοί την αμφισβήτησαν και οι περισσότεροι κράτησαν μια στάση αναμονής. Σήμερα πιστεύουμε πως οι αντιρρήσεις και ο σκεπτικισμός ως προς αυτόν το χαρακτήρα του Φεστιβάλ έχουν σχεδόν μηδενιστεί». Δέκα χρόνια διεθνούς θητείας, συμπληρώνει φέτος το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και ο διευθυντής του Μιχάλης Δημόπουλος τα γιόρτασε χθες με τον τρόπο που του αναλογούσαν: Διακριτικά, με σινεφιλική σοβαρότητα αλλά και χολιγουντιανές «πινελιές». Στο ολόφωτο «Ολύμπιον» της πλατείας Αριστοτέλους, ο υπουργός πολιτισμού Ευάγγελος Βενιζέλος κήρυξε την έναρξη. Προηγήθηκε ο Μιχ. Δημόπουλος.

Στην ομιλία του διέτρεξε την δεκαετή πορεία της διεθνούς διοργάνωσης, ενός Φεστιβάλ που αριθμεί ήδη 42 χρόνια ζωής, και στάθηκε για λίγο στα πρόσφατα διεθνή γεγονότα. Ο κινηματογράφος είναι τέχνη επικοινωνιακή, που αφουγκράζεται τους κοινωνικούς κραδασμούς και τους καταγράφει με εικόνες πολύμορφες και πολυποίκιλες.

Κινηματογράφος και κοινωνία ακολουθούν βίους παράλληλους, αλληλοεπηρεάζονται και αλληλοδιαμορφώνονται: «Μετά τα φοβερά γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου είναι διάχυτη η αίσθηση ενός επαναπροσανατολισμού του χολιγουντιανού κινηματογράφου σε επιλογές πιο ανθρωποκεντρικές και ευαίσθητες, μια επιστροφή στη μεγάλη παράδοση του ποιοτικού αμερικανικού σινεμά της κοινωνικής καταγγελίας και κριτικής», επισήμανε ο διευθυντής. Πρώτος στο βήμα των ομιλητών ανέβηκε ο δήμαρχος της Θεσσαλονίκης Βασίλης Παπαγεωργόπουλος, της πόλης που υιοθέτησε, στήριξε και τροφοδότησε τον πιο στιβαρό και επιτυχημένο κρατικό πολιτιστικό θεσμό. Στην αίθουσα πολλοί Ελληνες σκηνοθέτες και ξένοι προσκεκλημένοι. Τα φώτα στραμμένα στην κομψή και λαμπερή Φέι Ντάναγουεϊ, που καθόταν δίπλα στο σκηνοθέτη Τζέρι Σάτζμπεργκ. Ο Πολωνός δημιουργός Γιέρζι Σκολιμόφσκι (με την ιδιότητα του ζωγράφου), μέλη της διεθνούς κριτικής επιτροπής -ο πρόεδρος Τζον Μπούρμαν αναμενόταν χθες βράδυ- και δημοσιογράφοι, απόλαυσαν την έναρξη της φετινής διοργάνωσης με την ταινία του Ζακ Ριβέτ, «πατριάρχη» της γαλλικής νουβέλ βαγκ, «Va savoir».

Φέι Ντάναγουεϊ: Είμαι γυναίκα με πάθος και πολλή ενέργεια

Η συνάντηση με τη Φέι Ντάναγουεϊ έχει μια επιπλέον δυσκολία: Πώς αυτή η ανεπιτήδευτη, άμεση, εντυπωσιακά γοητευτική γυναίκα, προσηνής, θερμή, ευέλικτη στη συζήτηση, μπορεί να προκάλεσει σχόλια όπως αυτό της ενδυματολόγου Αϊρίν Σαράφ: «Σαφώς μπορείς να επισκεφθείς το καμαρίνι τής Φέι Ντάναγουεϊ. Αρκεί πρώτα να της πετάξεις ένα κομμάτι ωμό κρέας για να αποσπάσεις την προσοχή της». Ή να συγκεντρώσει τόσο δυσάρεστες αφηγήσεις, όπως στην αυτοβιογραφία του Ρομάν Πολάνσκι: μια γυαλιστερή τρίχα στην κόμη της στάθηκε αιτία για έναν ομηρικό καβγά στα γυρίσματα της «Τσάιναταουν». Οσες ιστορίες πριμαντονισμού όμως και να έχεις ακούσει για την 60χρονη σταρ, «σβήνουν» μπροστά στο πλατύ χαμόγελό της και στην οικειότητα με την οποία υποδέχεται το συνομιλητή της.

Από προχθές το βράδυ το 42ο Φεστιβάλ παρακολουθεί τα βήματά της. Χθες ήταν η πρώτη της ημέρα στη Θεσσαλονίκη, και το «Μακεδονία Παλάς», όπου φιλοξενείται, είχε γεμίσει από τηλεοπτικές κάμερες και φωτορεπόρτερ. Ο Αλέξης Γρίβας, στενός συνεργάτης του Μιχάλη Δημόπουλου, υπεύθυνος για το επίσημο πρόγραμμα και τον ξένο Τύπο, ρυμίζει τις συνεντεύξεις της με τους δημοσιογράφους. Ο χρόνος είναι πολύτιμος και μετράνε ακόμη και τα λεπτά των καθυστερήσεων. Δύο ώρες συνεντεύξεις και στη συνέχεια δεξίωση. Υστερα, η επίσημη έναρξη του Φεστιβάλ. Τι θα φορέσει; Το πρόβλημα προκύπτει αιφνιδίως. Ζητά να της προτείνουν κάτι ανάλογο για την περίσταση… Και εμφανίζεται με είκοσι λεπτά καθυστέρηση. Ψιλόλιγνη φιγούρα, κομψή και εντυπωσιακή μέσα σε ένα μαύρο ανδρικό κουστούμι με λεπτή ρίγα.

Ηθοποιός με πλούσια υποκριτική γκάμα, πρωταγωνίστρια ταινιών που ανήκουν στη μυθολογία του σινεμά («Μπόνι και Κλάιντ», το «Μεγάλο ανθρωπάκι» του Αρθουρ Πεν, «Ο συμβιβασμός» του Ελία Καζάν, «Τσάιναταουν» του Ρομάν Πολάνσκι, «Υπόθεση Τόμας Κράουν» του Νόρμαν Τζούισον, «Δίκτυο» του Σίντνεϊ Λιούμετ, «Τα μάτια της Λώρα Μαρς» του Ιρβιν Κέσνερ, κ.ο.κ) μεσουράνησε στις δεκαετίες ’60 και ’70. Η δεκαετία του ’80 τη βρίσκει μάλλον σε κάμψη αλλά θα κάνει μια θεαματική επιστροφή με το «Barfly» του Μπαρμπέ Σρέντερ στο ρόλο μιας ξεπεσμένης αλκοολικής. Σήμερα το βράδυ θα προβληθεί μια ταινία που αγαπά πολύ όπως ομολόγησε στη συνέντευξή της στην «K»: Η «Κρυφή ζωή ενός μανεκέν» του Τζέρι Σάτζμπεργκ (1970) και παράλληλα η πρώτη σκηνοθετρική της απόπειρα, «Yellow Bird» με πρωταγωνιστές την Μπρέντα Μπλέθαν και τον Τζέιμς Κόμπερν, που βασίζεται σε έργο του Τένεσι Ουίλιαμς.

«Φαμ φατάλ», «σεξ σίμπολ»; Τίποτε από τα δύο ή και τα δύο. «Οσο μεγαλώνω, νιώθω καλύτερα, πιο πραγματική, περισσότερο γειωμένη».

– Ο τίτλος της αυτοβιογραφίας σας είναι «Looking for Gatsby: My life». Γιατί επιλέξατε αυτόν τον τίτλο;

– Γιατί ο Γκάτσμπι είναι ένα από τα αγαπημένα μου βιβλία (σ.σ. «Ο υπέροχος Γκάτσμπι» του Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ). Είναι ένας συνδυασμός αναζήτησης ελπίδας και προοπτικής. Είναι η αναζήτηση, η δική μου αλλά και πολλών γυναικών, για τον ιδανικό άντρα, έναν πατέρα, που θα κάνει τη ζωή μας καλύτερη. Πρόκειται ουσιαστικά για ένα κοινωνιολογικό ζήτημα. Και καθώς μεγαλώνουμε διαπιστώνουμε ότι δεν είναι έτσι τα πράγματα. Κυρίως όμως είναι το όνειρο. Αναζητώντας το «πράσινο φως» στο λιμάνι του Τζέις Γκάτσμπι. Αυτά, περίπου, είναι τα θέματα που με απασχολούν στην αυτοβιογραφία μου.

– Ο πατέρας σας ήταν στρατιωτικός. Το γεγονός αυτό επηρέασε τη ζωή σας;

– Μετακινούμαστε κάθε δύο χρόνια. Από τη μια ήταν πολύ κουραστικό, από την άλλη όμως μου άνοιγε τα μάτια στη ζωή, τη γέμιζε με ενδιαφέρον. Οταν ήμουν μικρή δυσκολευόμουνα λίγο γιατί έπρεπε να δημιουργώ διαρκώς καινούργιες φιλίες. Τον λάτρευα τον πατέρα μου…

– Οι φήμες σας θέλουν ιδιαίτερα εκρηκτικό χαρακτήρα. Κυρίως με τους συνεργάτες σας. Πόσο κοντά στην αλήθεια είναι οι φήμες;

– Είμαι γυναίκα με πάθος και πολύ ενέργεια. Μακάρι να είχα περισσότερη υπομονή. Εξαιτίας αυτού του πάθους, οι άνθρωποι γύρω μου ξεχνούν ότι είμαι άνθρωπος ευάλωτος και ευαίσθητος. Μακάρι να είχα περισσότερη υπομονή… Δεν νομίζω πάντως ότι υπερβάλλω, ότι είμαι παράλογη. Είμαι αρκετά υπομονετική αλλά μου αρέσει να βρίσκω γρήγορα και εύκολα λύσεις, να μη χάνω χρόνο. Τι άλλο να σας πω… Δεν νιώθω απαιτητική αλλά μάλλον θα είμαι χωρίς να το καταλαβαίνω…

– Αν υποθέσουμε ότι κάθε ηθοποιός δίνει ένα κομμάτι του εαυτού του όταν συνθέτει το πορτρέτο μιας προσωπικότητας, ποια δικά σας χαρακτηριστικά είχαν η Τζόαν Κρόφορντ και η Εβίτα Περόν;

– Ηταν και οι δύο δυναμικές γυναίκες αλλά θα προτιμούσα να μιλήσω για άλλους ρόλους… Σε όλους τους χαρακτήρες που ερμηνεύω εξάλλου ψάχνω να βρω την αλήθεια… Γιατί δε με ρωτάτε για την Μπόνι, ένα κλασικό ρόλο, μια γυναίκα που διέθετε μεγάλη ευαισθησία… Το θέμα είναι ότι η Κρόφορντ και η Περόν δεν ήταν οι σημαντικότεροι ρόλοι στην καριέρα μου. Κορυφαίους θεωρώ το «Μπόνι και Κλάιντ», το «Δίκτυο», την «Κρυφή ζωή ενός μανεκέν», που θα δούμε σήμερα. Ειδικά στην ταινία αυτή, ενσαρκώνω μια γυναίκα που στήριξε την καριέρα της στην εμφάνισή της και στη νεότητα ενώ μέσα της ένιωθε πολύ θλιμμένη. Είμαι πάντως υπερήφανη για όλους τους ρόλους μου. Η Εβίτα, ήταν μια γυναίκα με πολύ θάρρος που έκανε τους άλλους να τη φοβούνται. Η Κρόφορντ ήταν κατά βάθος μελαγχολική. Αναγκάστηκε να προβάλει τη φιλοδοξία της ως όπλο γιατί έπρεπε να επιβιώσει σε ένα ανδροκρατούμενο Χόλιγουντ και έμεινε μόνη… Η ταινία ήταν περισσότερο μια «κατασκευή» πάνω στην Κρόφορντ και όχι ο πραγματικός χαρακτήρας της. Πάντως οι περισσότεροι ρόλοι της καριέρας μου αφορούσαν γυναίκες δυνατές και παράξενες.

– Πόσο «συγγενής» αισθάνεστε με την προσωπικότητα της Μαρίας Κάλλας;

– Ηταν μια μεγάλη καλλιτέχνης, μια γυναίκα με βαθιά αισθήματα, αποφασιστική. Αλλαξε τη μορφή της όπερας. Αυτό ακριβώς το σημείο με ενδιαφέρει: Πώς κάνει κάποιος κάτι τόσο τέλεια και πώς το μεταδίδει στους άλλους. Αυτό είναι και το θέμα του «Master Class» (σ.σ. έδωσε την πρεμιέρα του τον Οκτώβριο του 1996 στη Βοστώνη) και η ταινία για την Κάλλας που θα γυρίσω θα βασίζεται στο θεατρικό έργο.

– Τα μέλη της Αμερικανικής Ακαδημίας, αποφάσισαν ότι ο καλύτερος ρόλος της καριέρας σας ήταν η τηλεοπτική παραγωγός στο «Δίκτυο». Συμφωνείτε;

– Τα Οσκαρ δεν αφορούν συνήθως έναν μόνον ρόλο. Είναι συνολική αποτίμηση της καριέρας ενός ηθοποιού. Είχαν προηγηθεί δύο υποψηφιότητες: για την ερμηνεία μου στο «Τσάιναταουν» και για το «Μπόνι και Κλάιντ». Ηταν απλώς ή ώρα μου να πάρω ένα Οσκαρ. Δεν θέλω με αυτό να υποβαθμίσω το ρόλο αλλά νομίζω ότι οι δύο προηγούμενοι ήταν πιο σημαντικοί.

– Πόσο σκληρό είναι για μια ηθοποιό να μεγαλώνει στο Χόλιγουντ;

– Δε μεγάλωσα στο Χόλιγουντ αλλά σε ολόκληρο τον κόσμο…

– Εννοώ τη βιομηχανία του κινηματογράφου.

– Δε ξέρω, δεν μπορώ να συγκρίνω με άλλα επαγγέλματα. Ενδεχομένως και το επάγγελμα του δημοσιογράφου να έχει δυσκολίες. Ο,τι σχετίζεται γενικώς με τις «σόου μπίζνες» είναι γοητευτικό αλλά και σκληρό.

– Ισως το «σταρ σίστεμ» να είναι σκληρότερο για τις γυναίκες…

– Είναι δύσκολο να διαχωρίσεις την ψευδαίσθηση από την πραγματικότητα. Ο κόσμος «αγοράζει» την ψευδαίσθηση. Αρα είναι δύσκολο να βρεις τη δική σου αλήθεια μέσα σε αυτό το σύστημα.

– Ταινίες όπως το «Μπόνι και Κλάιντ», «Ο συμβιβασμός», η «Τσάιναταουν», θεωρούνται κλασικές. Κατά τη γνώμη σας τι χαρακτηρίζει μια «κλασική ταινία»;

– Η παγκοσμιότητα. Ολες όσες θεωρούνται κλασικές ταινίες αγγίζουν αυτό το παγκόσμιο συναίσθημα. Η Μπόνι ενσάρκωνε τον αγώνα και την αγωνία για την ελευθερία, για το όνειρο και ύστερα τη συντριβή… Η «Τσάιναταουν» είναι η ψευδαίσθηση και συμβολίζει ένα είδος πολιτιστικής παρακμής. Το θέμα των κλασικών ταινιών δεν είναι αναλώσιμο και καθημερινό. Είναι βαθύτερο και αγγίζει ένα συλλογικό όνειρο.

– Ποιο είναι το πρώτο πράγμα που σκέφτεστε για: Ρομάν Πολάνσκι:

– Καλός σκηνοθέτης. Θαυμάσιος, ξεχωριστός. Είναι αυτή η καταπληκτική πολωνική σχολή… Ο Τζακ (Νίκολσον) και εγώ, πολύ συχνά τον μνημονεύουμε και σκεφτόμαστε ότι είναι κρίμα που δεν μπορεί να επιστρέψει στη Ν. Υόρκη για να γυρίσει ταινία. Αν επιστρέψει θα πάει φυλακή (σ.σ. εκκρεμεί εις βάρος του καταδικαστική απόφαση για την αποπλάνηση ενός ανήλικου κοριτσιού). Η συνεργασία μας ήταν πολύ φορτισμένη. Μια δύσκολη στιγμή και για τους δύο μας. Είναι ιδιόρρυθμος άνθρωπος αλλά εξαιρετικά καλός.

– Ελία Καζάν;

– Ηταν ο μέντοράς μου. Ο πρώτος μεγάλος δημιουργός που συνάντησα. Αλλά είναι γενικά αναγνωρισμένος στην αμερική ως «δάσκαλος». – Αρθουρ Πεν; -Εξαιρετικά ευφυής. Τόσο ως σκηνοθέτης όσο και ως σεναριογράφος. Εχει ένα ξεχωριστό διανοητικό βάθος.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή