Πιο κοντά στον Τσάπλιν παρά στον Κίτον

Πιο κοντά στον Τσάπλιν παρά στον Κίτον

4' 38" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Μποστ – Ακούω Ηχον Κώδονος – Σκηνοθ.: Θαν. Παπαγεωργίου – Θέατρο Στοά – «Οι πρώτοι του στίχοι, σε παρωδίες καλλάντων, γράφτηκαν το Δεκέμβριο του ’44 και τους τραγούδησε στα νοσοκομεία του ΕΛΑΣ ο Γιώργος Σεβαστίκογλου. Μετά την αναχώρηση του τελευταίου στη Ρωσία, ο Μποστ, μη έχοντας εμπιστοσύνη σε άλλον καλλίφωνο, σταμάτησε να γράφη κι άρχισε να σχεδιάζη».

Ετσι (και μ’ αυτήν ακριβώς τη σωστή μεν πλην παλαιομοδίτικη πλέον ορθογραφία) αυτοβιογραφείται ο Μέντης Μποσταντζόγλου σε ένα του σημείωμα γραμμένο πριν από 38 χρόνια. Μόνο και μόνο απ’ αυτές τις δύο άκρως «συμβατικές» φράσεις θα μπορούσε να αλιεύσει κανείς άπειρα υπονοούμενα για μερικά από τα πέτρινα χρόνια της πρόσφατης ελληνικής ιστορίας.

Κι αυτό, γιατί, ο -μεταξύ άλλων σημαντικός χρονογράφος τριών δεκαετιών, από ’50-80′- έλαμψε πάνω απ’ όλα σατιρίζοντας «ανορθόγραφα» και «απλοϊκά» την πολιτική και κοινωνική καθημερινότητά του.

Ομως, ενώ τα σκίτσα και τα χρονογραφήματά του είχαν πάντα μια εύστοχη απήχηση σ’ ένα πλατύ -πολιτικοκομματικά- φάσμα κοινού, τα λιγοστά θεατρικά του δεν κατόρθωσαν ποτέ να γίνουν κτήμα του μεγάλου -και κυρίως του λαϊκού- κοινού.

Ασφαλώς ένας από τους λόγους γι’ αυτό, υπήρξε ότι δεν ήταν απλό να γίνει ακουστικά κατανοητό το σατιρικο-κριτικό στοιχείο ενός «δγιότι» ή ενός «συνετελεσθέντος μηραίου». Επίσης πολλές από τις αναφορές στα γεγονότα της εποχής ήταν περισσότερο γνωστές σ’ ένα αρκετά διαβασμένο κοινό.

Ομως, έτσι κι αλλιώς τα εικονογραφημένα χρονογραφήματα, έγιναν τ’ αγαπημένα κείμενα των διανοουμένων, των ενημερωμένων και των «πολιτικοποιημένων» της εποχής, οι οποίοι ειδικά μέσα στη δεκαετία του ’60 αντιμετώπιζαν τον Μποστ περίπου ως έναν cult δημιουργό, για να χρησιμοποιήσω έναν προ-Μποστ νεολογισμό της σημερινής καθομιλουμένης.

Βέβαια -όπως αποδείχθηκε αργότερα- ο Μποστ ήταν πολύ σημαντικότερος από απλή cult-figure, μια έννοια, η οποία εμπεριέχει και κάποιο νόημα γραφικότητας.

Χρησιμοποιώντας λοιπόν την ιδιότυπη ορθογραφία το οπτικό ξάφνιασμα (λ.χ. «πάει κσύλα να συλέκσει», «κορίτσα κέ αγόργια» κτλ. κτλ.) ο Μέντης Μποσταντζόγλου ήταν περισσότερο για να διαβάζεται παρά για ν’ ακούγεται από σκηνής, όπου ένα Fontainebleau ηχεί ίδια κι απαράλλακτα όπως το δικό του φοντέν εν πλώ.

Επίσης το γεγονός ότι εμείς οι Ελληνες -όπως άλλωστε και οι περισσότεροι λαοί της Μεσογείου- δεν διακρινόμαστε ιδιαίτερα για το χιούμορ μας- όπως λ.χ. οι Αγγλοσάξωνες οι οποίοι έχουν μια παράδοση στον υπαινιγμό, και στο διφορούμενο, στοιχεία τα οποία είναι δίπλα στο έργο του Μποστ -ασφαλώς και περιόρισαν το εν δυνάμει θεατρόφιλο κοινό του.

Ο Μ. Μποσταντζόγλου είναι ένας δύσκολος συγγραφέας, με την έννοια ότι απαιτεί ιδιαίτερα ευφυείς κι εύστροφους ερμηνευτές.

Με αφορμή τον -ελάχιστα παιγμένο- «Δον Κιχώτη» του ο ίδιος επισημαίνει ότι ο πειρασμός του «γελαστικού» μπορεί να οδηγήσει τους ηθοποιούς «σε ακρότητες και απαράδεκτα καραγκιοζιλίκια, εκεί ακριβώς που χρειάζεται σοβαροφάνεια, ειρωνεία μόλις διαφαινόμενη και συγκρατημένο παίξιμο».

(Με δυο λόγια όπως ακριβώς άφθαστα αλλά και τόσο μοναχικά ερμήνευσε το συγγραφέα ο -και σκηνοθέτης του έργου- Θανάσης Παπαγεωργίου στην παράσταση της «Στοάς»).

Κάπου εκεί στη δεκαετία του ’60, στην προ-«ελεύθερης τηλεοράσεως» εποχή, που έζησε, ο Μποστ, πίστευε ότι: «Μόλις σταματήσει η σήψη, θα ξεπεταχθούν οι νέες (θεατρικές) δυνάμεις. Αν δεν αποβλακωθούν τελείως οι θεατές, δεν θα αρχίσει ο εξαγνισμός και η κάθαρση». Δίχως την εμπειρία των σύγχρονων fast food τηλεοπτικών σίριαλ και των «reality» shows, συμπλήρωνε πως «θα ‘ρθει μια μέρα που οι ίδιοι οι θεατρώνες θα αγανακτήσουν θα φθάσουν σε αδιέξοδο, ζητώντας το καινούργιο» και ότι τότε «Οι νέοι Ελληνες συγγραφείς θα γίνουν οι αυριανοί κυρίαρχοι της Θεατρικής Σκηνής». «Καημένε Μποστ, να ‘σουνα εδώ να θαυμάσεις τον θεατρικό πληθωρισμό και να καγχάσεις για την απουσία ελληνικών κειμένων».

Ο Θανάσης Παπαγεωργίου, ο οποίος επέλεξε και συνέθεσε ένα νέο έργο με κείμενα (μερικά μάλιστα ελαφρώς εκσυγχρονισμένα στα καθ’ ημάς, με «Ταλιμπάν» κτλ.) του Μποστ με τίτλο προερχόμενο από την κλασική πλέον «Φαύστα» του: «Ακούω Ηχον Κώδονος», έκανε μία ικανοποιητική συνθετική και σκηνοθετική δουλειά. Τουλάχιστον με το υλικό, που διέθετε. Γιατί, όπως είπα και παραπάνω ο Παπαγεωργίου ήταν κι ο μοναδικός στην παράσταση που έλαμψε με τα -σωστά, σωστότατα- χαμηλά φώτα της ερμηνείας του ως «Γιάννης».

Κι εξηγούμαι: Από τους δύο ογκόλιθους-κωμικούς της ιστορίας, ο Τσάρλι Τσάπλιν έκανε τα πάντα (από αστείους μορφασμούς μέχρι ακροβατικά) για να βγάλει γέλιο. Κι ο γίγαντας της κωμωδίας εξακολουθεί να βγάζει γέλιο σχεδόν έναν αιώνα αργότερα. Ο άλλος τεράστιος, ο Μπάστερ Κίτον, δεν έκανε απολύτως τίποτα. Ούτε που χαμογέλασε καν ποτέ του.

Κατόρθωνε όμως μέσα στη φαινομενική απραξία του να εμφανίσει ολόκληρο τον περιβάλλοντα χώρο του ως ξακαρδιστικό. Προσωπικά θεωρώ σημαντικότερο και προτιμώ τον Μπάστερ Κίτον, τον οποίο μου θύμισε έντονα ο ήπιος και «σοβαρός» Θανάσης Παπαγωργίου. Αξίζει να δείτε την παράσταση μόνο και μόνο γι’ αυτόν. Σπάνια συναντά κανείς στην ελληνική κωμωδία τέτοιους ηθοποιούς (όπως στο παρελθόν ήταν ο αείμνηστος Βασίλης Λογοθετίδης, η και ο Ντίνος Ηλιόπουλος στις καλές του στιγμές).

Αντίθετα, η επίσης έκτακτη Λήδα Πρωτοψάλτη (Μήδεια) έπλευσε με αριστοτεχνική μεγαλοπρέπεια ως ολοστόλιστη φρεγάδα στα γνωστά νερά της σατιρικής κωμωδίας. Δηλαδή, άλλου είδους ερμηνευτική τεχνοτροπία.

Ως νηοπομπή την ακολούθησαν επάξια και οι περισσότεροι ηθοποιοί της παράστασης (ανάμεσά τους, η Εύα Καμινάρη, η Βέρα Χατζηιακώβου, η Ελένη Κουλουριώτη, η Ευδοκία Σουβατζή, ο Δημήτρης Θεοδώρου, η Ειρήνη Ράπτη, ο Δημήτρης Καραμπέτσης, ο Παύλος Ορκόπουλος).

Ολοι τους σωστά ζυγισμένοι μέσα στο πνεύμα της ηθελημένης υπερβολής και της έντεχνης καρικατούρας. Ο ίδιος ο Μποστ σημείωνε ότι στα έργα του «Το παν δεν είναι οι εξυπνάδες του κειμένου, αλλά το ύφος του ηθοποιού κατά το σερβίρισμα των φράσεων». Εδώ οι φράσεις ήταν σερβιρισμένες ως επί το πλείστον διασκεδαστικά, γρήγορα και σωστά στολισμένες.

Ομως, αυτή η αριστοτεχνικών φωτοσκιάσεων, σηματοδότρια παρουσία του Θανάση Παπαγεωργίου κάπου μας τα χάλασε. Υπενθύμιζε διαρκώς ότι αν ο έξοχος αυτός δημιουργός είχε ψάξει, ως σκηνοθέτης περισσότερο, τότε το έργο θα μπορούσε να μας είχε σερβιρισθεί όχι απλώς σε μια αρκετά συμβατική κεραμική πιατέλα αλλά σε έναν αστραφτερό ασημένιο δίσκο.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή