ΠΡΟΣΩΠΑ

5' 4" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ο φόβος μιας πιθανής σύγκρουσης των πολιτισμών, μιας θρησκευτικής αντιπαράθεσης χωρίς νικητές και ηττημένους, αρχίζει πλεον να λειτουργεί ως ερέθισμα για συζητήσεις, προβληματισμούς, αλλά και έρευνες γύρω από το ρεαλιστικό αυτής της υπόθεσης και των επιπτώσεων που μπορεί να έχει στον σύγχρονο άνθρωπο. Η επιστροφή του Θεού, είτε ως εκφραστού της χριστιανοσύνης είτε του ισλαμισμού είτε του ιουδαϊσμού αποτελεί τη συλλογιστική βάση των σύγχρονων φιλοσόφων, αλλά και τη μαγιά μιας πιθανής νέας φιλοσοφίας που θα ανακύψει ακριβώς μέσα από το προσεκτικό ζύγιασμα των θετικών ή των αρνητικών στοιχείων μιας οποιασδήποτε θρησκείας.

Αυτό είναι σε πολύ γενικές γραμμές το νόημα του βιβλίου του Γάλλου διανοητή Regis Debray (Dieu, un itineraire) ο οποίος εξέπληξε τους Γάλλους δημοσιεύοντας μια μεθοδική έρευνα -μελέτη πάνω στην πίστη του ανθρώπου. «Δεν ξέρω αν υπάρχει Θεός», λέει ο Debray, «προσωπικά δεν τον έχω συναντήσει. Γνωρίζω μόνο πως αυτοί που τον γνώρισαν, διακατέχονται από έναν άνευ προηγουμένου δυναμισμό, συνήθως αποτολμούν πράγματα που υπό διαφορετικές συνθήκες δεν θα διανοούνταν καν να πράξουν και, τέλος, διαθέτουν μια ζωτικότητα πολλές φορές τρομακτική»… «Εκείνο που με απασχολεί και προσπαθώ να το μεταφέρω στο βιβλίο μου είναι η θεία ενεργητικότητα και ποιες είναι οι επιδράσεις που ο Θεός επέφερε διά μέσου των αιώνων. Η απίστευτη δύναμη που αποκτά ο άνθρωπος πιστεύοντας στον Αόρατο Θεό, αυτόν που τον συναντάμε σε όλες τις ιστορικές περιόδους, είτε τους αρχαϊκούς χρόνους, στους χρόνους των Αποστόλων είτε τους Βυζαντινούς είτε στους σημερινούς, έτσι όπως εκφράζονται μέσω της Μητέρας Τερέζας από τη μία, αλλά και του Μπιν Λάντεν από την άλλη».

Ο δημοσιογραφικός χώρος αποδεικνύεται κάθε φορά περιορισμένος για τέτοιου είδους αναφορές. Γι’ αυτό κι εμείς, απλώς μια γεύση σας δίνουμε, ελπίζοντας τα ερεθίσματα να είναι ανάλογα των προβληματισμών σας. Ετσι, λοιπόν, από την αναφορά στο βιβλίο του Γάλλου διανοητή, θα περάσουμε σ’ έναν άλλο διάσημο επιστήμονα, τον Βρετανό καθηγητή του Κέμπριτζ, Στίβεν Χόκινγκ. Οχι για να περιγράψουμε το τιτάνιο θάρρος του και τον τεράστιο δυναμισμό του, αλλά για να σταθούμε, το ίδιο φευγαλέα, στην τελευταία του επιστημονική δουλειά, εκεί όπου ο Θεός είναι ένας απλός παρατηρητής, όπως και ο άνθρωπος άλλωστε.

Ο Χόκινγκ καταφεύγει στον σαιξπηρικό Αμλετ, στο σημείο που λέει: «Θα μπορούσα να είμαι κλεισμένος σ’ ένα κέλυφος καρυδιού και όλοι να με βλέπουν σαν τον βασιλιά ενός ατελείωτου σύμπαντος». Ισως γιατί ο Χόκινγκ επιχειρεί να σπάσει αυτό το κέλυφος και να ορίσει, να καθορίσει τη φύση του σύμπαντος, έχοντας κατά νου να συμφιλιώσει τις δύο μεγάλες θεωρίες, αυτήν της σχετικότητας του Αϊνστάιν και της βαρύτητας του Νεύτωνα. Τίτλος του βιβλίου του Στίβεν Χόκινγκ, «Το Σύμπαν μέσα σ’ ένα κέλυφος καρυδιού».

Και τα δύο βιβλία, εκφράσεις των δύο βασικών συντεταγμένων της ζωής μας, της επιστήμης και της θρησκείας, θα κυκλοφορήσουν κάποια στιγμή στην Ελλάδα και τότε θα ‘χουμε τη δυνατότητα να κατανοήσουμε καλύτερα τη σκέψη δύο ανθρώπων που λειτουργούν προς όφελος των κοινωνιών μας. Ως τότε, όμως, ίσως θα ‘πρεπε να στρέψουμε το βλέμμα στους ξεχασμένους των θρησκειών και της επιστήμης. Τους σύγχρονους Αθλίους που περιδιαβαίνουν τα αρχιπελάγη, όχι ως πολυμήχανοι σύντροφοι του Οδυσσέα, αλλά ως υποτελείς ενός σκληρού βασιλείου που πράγματι κινείται στο όρια ενός κελύφους. Είναι οι λαθρομετανάστες, οι πρόσφυγες, το καινούργιο, απρόσμενου μεγέθους, άγος του πολιτισμού μας. Τα θύματα της υστερίας της τρομοκρατίας, οι μάρτυρες της ρομφαίας και της ισλαμικής σπάθης. Εκεί, ξεχασμένοι στα αρχιπελάγη του κόσμου.

Στα αρχιπελάγη του κόσμου, μέρα τη μέρα παίρνει σάρκα και οστά η επιχείρηση «αγορά των προσφύγων». Οι Αφγανοί και οι Ιρακινοί πρόσφυγες που θαλασσοδέρνονταν στ’ ανοιχτά της Αυστραλίας, τώρα αφουγκράζονται τα μισόλογα της γης που τους φιλοξενεί, στην ατόλη Nauru. Ισως να θέλει να τους παρηγορήσει για τα δεινά που η ανθρωπότητα τους επιβάλλει. Κυρίως όμως θέλει να τους μιλήσει για τις αντοχές που πρέπει να αποκτήσουν, καθώς η μικρή ατόλη οφείλει να γίνει ο νέος μικρόκοσμός τους.

Για τους υπόλοιπους, ακόμη και για τους λαθρομετανάστες της Ζακύνθου, η ανθρώπινη αξιοπρέπεια κρύβεται στ’ αμπάρια των σαπιοκάραβων. Κι εκεί, χωρίς κραυγαλέες κινήσεις στήνει το δικό της ιστό, ίσα στην ευθεία της λήθης και της απαντοχής. Σχεδόν κανείς δεν θα ενδιαφερθεί γι’ αυτούς. Οι περισσότεροι θα πεθάνουν ή θα μετακινηθούν με κάποιο άλλο πλεούμενο στα πέρατα της Γης. Προφανώς για να κρύψουν τις ασχήμιες που οι περιπέτειες χάραξαν στο πρόσωπο και στο κορμί τους. Και είναι σίγουρο πως σ’ αυτές τις ατελείωτες διαδρομές, κανείς δεν θα βρεθεί να τους μεταφέρει λίγη από τη δύναμη ψυχής ενός Λιβανού ποιητή, του Χαλίλ Γκιμπράν. «Η ψυχή μου με συμβούλευσε και μ’ έμαθε να διακρίνω την κρυμμένη ομορφιά του δέρματος, του παραστήματος και του χρώματος. Πριν η ψυχή μου με διδάξει, έβλεπα την ομορφιά σαν ένα τρεμάμενο πυρσό ανάμεσα σε στήλες καπνού. Τώρα που ο καπνός έχει διαλυθεί, δεν βλέπω τίποτ’ άλλο από τη φλόγα», γράφει στο βιβλίο του Σκέψεις και Διαλογισμοί ο Χαλίλ Γκίμπραν. Μόνο που ο ποιητής έζησε και δημιούργησε σε καιρούς εντελώς διαφορετικούς, τότε που ένα σπυρί σιτάρι άξιζε χίλια πράγματα μπροστά σ’ ένα δεμάτι άχυρο.

Σήμερα, ο σύγχρονος κόσμος παρεκκλίνει της σημασίας του σιταριού, αναλώνοντας την ύπαρξή του σε ακρότητες, όπως αυτή του εκπροσώπου μιας ομάδας ισλαμιστών φονταμενταλιστών στη Βρετανία που είπε πως ο αγώνας θα συνεχιστεί μέχρις ότου δούμε τη σημαία του Ισλάμ να κυματίζει στην πρωθυπουργική κατοικία της Ντάουνινγκ Στριτ στο Λονδίνο. Ή, όπως αυτή μιας Αυστραλής, μόλις 26 χρόνων, της Σάντι Κανέσκο, η οποία, έχοντας χάσει τον σύζυγό της, αποφάσισε να φυλάξει τη στάχτη του στα επιθέματα σιλικόνης με τα οποία μεγάλωσε τα στήθη της! Είναι καιρός που η ανθρώπινη κοινωνική πυραμίδα πλαταίνει τις βάσεις της, αλλά χαμηλώνει την κορυφή της. Τίμημα αναπόφευκτο, αλλά σταθερό. «Πυραμίδα δίχως κορυφή;», αναρωτιέται ο Αγγελος Βλάχος. Είναι, όμως, πράγματι έτσι; Ή μήπως ακριβώς το αντίθετο;

Την ίδια εποχή στρέφεται και προς τη ζωγραφική. Εκθέτει έργα του μαζί με τους ζωγράφους της κίνησης «Ο Γαλάζιος Καβαλάρης». Αργότερα, θα συνεργαστεί με τον Καντίνσκι για τις όπερές του «Προσμονή» και το «Ευτυχισμένο Χέρι». Μετά τον θάνατο του Μάλερ, φεύγει για το Βερολίνο. Στο πλευρό του στέκεται τώρα ο συνθέτης Φερούτσιο Μπουζόνι. Γράφει τον «Φεγγαρίσιο Πιερότο» (1912), ένα σταθμό για τους συμβολιστές του μοντερνισμού. Στο έργο αυτό η ανθρώπινη φωνή δεν τραγουδά ούτε απαγγέλλει, αλλά επιχειρεί κάτι ενδιάμεσο, που ο ίδιος ο Σένμπεργκ βαπτίζει Sprechgesang, δηλαδή «ομιλούν τραγούδι».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή