Τα σύμβολα της εξουσίας έχουν πολλές σημασίες

Τα σύμβολα της εξουσίας έχουν πολλές σημασίες

4' 37" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Στον τελευταίο κυβερνητικό ανασχηματισμό άλλαξε η ιεραρχική τάξη των υπουργείων και αυξήθηκε ο αριθμός των υφυπουργών. Πολλά μάλιστα υφυπουργεία έχουν και ασυνήθιστες αρμοδιότητες, κάπως εξωτικές, προσθέτοντας έτσι μέσω των κατόχων τους, έναν αυξημένο αριθμό υπηρετών της εξουσίας και διευρύνοντας τους κύκλους της.

Οι μικρές αυτές αλλαγές μάς φέρνουν κατευθείαν σε επαφή με τους ρόλους των ποικίλων αξιωμάτων που στερεώνουν και συμβολίζουν τις κατεστημένες εξουσίες, με τη σημασία της ιεραρχίας τους και του πρωτοκόλλου τους, με τους ανταγωνισμούς που κρύβονται πίσω από τις ορισμένες τάξεις και τα καθορισμένα προβαδίσματα. Τα αξιώματα και τις θέσεις, στην κορυφή της ιεραρχίας, κατά την τάξη που αποφασίζει ο ηγεμών και οι άμεσοι σύμβουλοί του, κατέχουν προσωπικότητες που συνήθως στην ιστορία αποκαλούνταν ευγενείς και παρά τη διαφορετική τους κοινωνική καταγωγή, ενοποιούνταν έστω προσωρινά, υπό την κοινή αποδοχή της αρχής που υπηρετούσαν.

Τίποτα σ’ αυτές τις μικρές και καμιά φορά ανεπαίσθητες αλλαγές δεν στερείται σημασίας, ούτε ο αριθμός των νέων αξιωμάτων ούτε η θέση των αξιωματούχων γύρω από τις τράπεζες των συζητήσεων, ούτε βέβαια η προέλευσή τους. Ολα υπακούουν σε μια κοινωνική λογική, αποδεκτή από τα μέλη αυτής της ομάδας «ευγενών» που αποτελούν τον ενδιάμεσο μεταξύ του ηγεμόνα και των υπηκόων του, και τα οποία διατηρούν ισχυρούς δεσμούς με τις πολυάριθμες σφαίρες επιρροής και εξουσίας του κόσμου της δημόσιας διοίκησης, των νομοθετικών σωμάτων, της Εκκλησίας, των δυνάμεων ασφαλείας, της Δικαιοσύνης, των σπορ κ.ά.

Η συνέλευσή τους έπειτα από πρόσκληση του ηγεμόνα, σε μια αίθουσα συνεδριάσεων, υπόκειται στον ιδρυτικό κανόνα κάθε εξουσίας που είναι η ομόφωνη άσκησή της από θεωρητικά ίσους, και του οποίου ο ρόλος είναι να συγκαλύψει τις συγκρούσεις συμφερόντων και τους ανταγωνισμούς επί μέρους ομάδων ή και οικογενειών. Κανόνας που εύκολα μετατρέπεται σε μύθο, όταν παρουσιαστούν σοβαρά προβλήματα διαδοχής. Ο ηγεμών, καλώντας τους εκλεκτούς να συμμετέχουν στην άσκηση της εξουσίας, τη μοιράζεται μαζί τους, ικανοποιώντας έτσι μια αριστοκρατία που σε διαφορετική περίπτωση θα του έθετε εμπόδια. Το σύνολο αυτών των συνεκτικών συμπεριφορών, νομιμοποιεί η παλαιά αρχή, σύμφωνα με την οποία ένας ηγεμόνας πρέπει να εκλέγεται από τον λαό του και όχι μόνον από την αριστοκρατία του. Ολοι, ηγεμών και ευγενείς, ανταλλάσσουν και δίνουν όρκους μεταξύ τους και προς τον λαό, τελετουργικά και σε τακτά χρονικά διαστήματα, ενώπιον του Θεού και των ανθρώπων, όρκους που πιστοποιεί μάλιστα κι ένας ανώτατος εκπρόσωπος της Εκκλησίας. Ο χαρακτήρας της πολιτείας γίνεται έτσι, συναλλαγματικός.

Η θεμελιώδης πίστη, την οποία ορκίζονται οι υπηρέτες της εξουσίας στην αρχή που τους νομιμοποιεί και μπροστά στην οποία είναι θεωρητικά ίσοι, δεν τους εμποδίζει να θεσμοθετούν πρακτικά ή φαντασιακά, έναν μεγάλο αριθμό αξιωμάτων και κανόνων προβαδίσματος -οι ιστορικοί και οι κοινωνιολόγοι θα άξιζε να τους χαρτογραφήσουν με όλες τους τις λεπτομέρειες- που επιτρέπει στην τάξη τους να λειτουργεί με τους δικούς της κώδικες και ανάμεσα στους οποίους κυριαρχεί το περιθώριο παρέμβασης στον ίδιο τον ηγεμόνα, περιθώριο που επιτρέπει το μέγιστο δυνατό γόητρο. Γύρω απ’ αυτήν τη δυνατότητα, υφαίνονται ανταγωνισμοί που μεταφράζονται στη θέση που κατέχει κανείς, σε σχέση με αυτό το νοητό κέντρο που συνιστά ο αρχηγός της κυβερνήσεως, ο τσάρος, ο βασιλεύς, ο πρόεδρος ή ο πρωθυπουργός. Η εξουσία έτσι, γύρω από ένα κέντρο και σε σχέση μ’ αυτό, οργανώνεται θεατρικά, δημιουργώντας μια δομή που δύσκολα μπορεί κανείς να υπερβεί, χωρίς τον κίνδυνο να ανατρέψει ισορροπίες που θα απειλούσαν τη συνοχή του συστήματος.

Η θεατρικότητα αναλύεται συνήθως σε κύκλους (τριάδες ή πεντάδες, κατά την εκκλησιαστική παράδοση), στους πρώτους από τους οποίους συγκαταλέγονται οι πρίγκιπες εξ αίματος ή εκείνοι που μπορούν να νομιμοποιήσουν μια θέση λόγω εξαιρετικών υπηρεσιών. Ακολουθούν οι κύκλοι εκείνων που χαίρουν μιας προσωπικής εμπιστοσύνης του ηγεμόνα και αναμένουν μια μετακίνηση προς τους πρώτους, οι οποίοι όμως, δεδομένου του συστήματος και του υψηλού βαθμού ομαδοποίησης που παρουσιάζει, δείχνουν μια δυσκολία να τους δεχθούν ανάμεσά τους.

Και, τέλος, ένας τρίτος κύκλος, κατά κανόνα ευγενών της υπαίθρου και έως χθες απομακρυσμένων από το «Παλάτι», που χάρη πάλι στην προσωπική τους πίστη προς τον ηγεμόνα (συνήθως δίνεται με όρκο), καλούνται να προσυπογράψουν τα ηγεμονικά διατάγματα. Οι τελευταίοι προέρχονται από μια διευρυμένη αριθμητικά και γεωγραφικά βάση, γεγονός που επιτρέπει στον ηγεμόνα να «παίξει με τους συσχετισμούς» και να μετατρέψει τον στενό κύκλο της εξουσίας και τον έλεγχο που μπορεί να υφίσταται από τους ισχυρότερους, σ’ ένα σχήμα απλών συμβούλων που τον νομιμοποιούν χωρίς να τον ενοχλούν στις αποφάσεις του.

Αν παρατηρήσουμε τις υπογραφές στα βασιλικά διπλώματα των Γάλλων βασιλέων από το 1060 έως το 1108, θα δούμε όλο και περισσότερο να απουσιάζουν τα μέλη της υψηλής αριστοκρατίας και τη θέση τους να παίρνουν απλοί ιππότες ή προεστοί των χωριών, καμιά φορά και απλοί καλλιεργητές, που όμως όλοι τους, αν και ταπεινοί κοινωνικά, προέρχονταν από τις άμεσα ελεγχόμενες βασιλικές επικράτειες. Αυτοί συνήθως δεν έχουν άλλον τίτλο εκτός από αυτόν τον προσωποπαγή που τους παρέχει ο ηγεμών και μπορούν να ανακληθούν (ανασχηματισθούν) ανά πάσα στιγμή. Υφίστανται δηλαδή μια τυραννία που τους καθηλώνει και τους μειώνει στα μάτια της πρώτης αριστοκρατίας. Μπορούν όμως να επιδείξουν την ταπείνωση προς τους δικούς τους διοικούμενους. Αλλωστε, το σύστημα αναπαράγεται προς τα κάτω, με άλλα θεσμικά σώματα και αξιώματα με δικούς τους αρχηγούς, υπαρχηγούς και υπο-υπαρχηγούς που αλλάζουν με τη σειρά τους, υπακούοντας στην ίδια λογική.

Η σκηνοθεσία των ιεραρχιών δεν είναι βέβαια σ’ αυτόν τον μηχανισμό, μια περιττή ρητορεία, ένας κενός κομπασμός, αλλά όλως αντιθέτως έχει ύψιστη σημασία, αφού αποκαλύπτει την εξουσία, τη δείχνει, επιτρέπει σ’ αυτόν που την υφίσταται, να την θεωρήσει. Μια εξουσία που δεν φαίνεται, που δεν διαθέτει σημεία, σύμβολα και ίχνη, στερείται τον απαραίτητο κώδικα επικοινωνίας της. Τα φαινόμενα διαιωνίζουν την ύπαρξή της. Τουλάχιστον το πιστεύει.

* Ο Ν. Ε. Καραπιδάκης είναι καθηγητής της Ιστορίας στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο, τέως δ/ντής των Γενικών Αρχείων του Κράτους.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή