Το δέος των κισσοστεφάνωτων ερειπίων

Το δέος των κισσοστεφάνωτων ερειπίων

3' 53" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ενα μικρό και χαριτωμένο κτίσμα στο Μπαθ της Αγγλίας, το Μουσείο Χόλμπερν μοιάζει τις μέρες αυτές με κατακόμβη όπου έχουν αποθηκευθεί μούμιες. H μούμια παρμένη σαν σύμβολο της φθοράς του παρελθόντος που τεχνητά ζει στο σήμερα. Το ένα ερείπιο εκεί ακολουθεί το άλλο. Οι εκκλησιές που βομβάρδισαν τα γερμανικά αεροπλάνα, όπως τις ζωγράφισε καπνίζοντας ακόμη ο Τζον Πάιπερ, οι μαυρισμένοι τοίχοι του Πάνθεον ενός πολυτελούς οίκου απολαύσεων του 18ου αιώνα την επομένη της καταστροφικής πυρκαγιάς, το Κολοσσαίο της Ρώμης, ένα τεράστιο αναποδογυρισμένο κρανίο, έτσι όπως το απέδωσε ο Ουαλός τοπιογράφος Τόμας Τζόουνς μια μέρα του 1776, δίνοντας σχήμα στη σιωπή του. H έκθεση του μουσείου του Μπαθ «Στα ερείπια», είναι μια συγκέντρωση κατεστραμμένων κτιρίων από την εποχή του μπαρόκ έως τον B΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και μια υπογράμμιση ταυτόχρονα, όπως μιας φράσης σ’ ένα παλιό βιβλίο ότι για όλους και ιδιαίτερα για τους καλλιτέχνες, τα χαλάσματα είναι ένα memento mori, υπόμνηση θανάτου.

Μνήμες και φαντασίες

Η έλξη με τη φθορά, με τις φαντασίες που φυτρώνουν ανάμεσα στα ερείπια, άνθισε τον 18ο αιώνα και σημαδεύει την τέχνη του Ρίτσαρντ Γουίλσον, του δασκάλου του Τόμας Τζόουνς. Στον Γουίλσον βρίσκει κανείς κάτι από τον Τζιόρτζιο ντε Κίρικο και τα θρυμματισμένα του αρχαία που μοιάζουν με σπασμένα αισθήματα. Ζωγραφίζει την «Ερειπωμένη αψίδα» (1761-62) στους Κιου Γκάρντενς του Λονδίνου, μια φτηνή απομίμηση του ρωμαϊκών θόλων και αυτό που κάνει είναι φιλτραρισμένο μέσα από τις μνήμες και τις φαντασίες της Ιταλίας όπου έζησε. H αψίδα τυλιγμένη στους κισσούς μεταβάλλεται σε ένα θραύσμα χαμένου κόσμου που μέσα του διακρίνεται το άγαλμα μιας μούσας, λευκής και ψυχρά ερωτικής. Με τον τρόπο που αιωρείται στον χώρο και το φως, αποκτά έναν αλλόκοτο ερωτισμό. Είναι η εικόνα του έρωτα της πέτρας, του παγωμένου πόθου. O Γουίλσον ήταν ένας παράξενος, μελαγχολικός άνθρωπος και στην παραξενιά και τη μεγαγχολία θρέφονται περίεργα πράγματα.

Και σ’ αυτό το ισοδύναμο του Γκραν Τουρ του 18ου αιώνα σύντροφοι του επισκέπτη είναι περίεργοι εραστές και φαντασιοκόποι. Είναι ένας καθρέφτης όπου στην επιφάνεια του βλέπει κανείς να καθρεφτίζεται όχι το πρόσωπό του αλλά στη θέση του αρχαία ερείπια τυλιγμένα στα χόρτα και σπασμένες κολώνες. Ενας καθρέφτης που μοιάζει να προέρχεται από τη ραγισμένη έπαυλη της «Πτώσης του οίκου των Ασερ» του Εντγκαρ Αλαν Πόου. Οι άνθρωποι είναι προεκτάσεις των ερειπιώνων.

Ομως και στα ερείπια δεν υπάρχει ισότης. Καθώς γράφει ο Τζόναθαν Τζόουνς στην «Γκάρντιαν», οι εραστές της γραφικότητας του 18ου αιώνα που στα πάρκα τους έχτιζαν μισογκρεμισμένα (από στυλ) κτίρια και κισσοστεφάνωτους ναούς, ήταν οι ίδιοι με εκείνους που διώχνανε τους μικροκτηματίες από τη γη τους και ισοπεδώνανε τα αγροτόσπιτά τους. Ετσι κι αλλιώς τα σπίτια των φτωχών ήταν ερείπια και η καταστροφή τους δεν έθλιβε κανένα. Αυτό που πονούσε τους ευαίσθητους ταξιδιώτες και τους έφερνε δάκρυα στα μάτια ήταν η καταστροφή ενός μεγάλου κτίσματος, το ένδοξο πτώμα του παρελθόντος.

Οσο επιβλητικότερο και ογκωδέστερο ήταν το αρχιτεκτόνημα, τόσο μεγαλύτερο το δέος που προκαλούσε η φθορά του. Το Κολοσσαίο π.χ. ήταν ο αυτοκράτορας των ερειπίων. Εμφανίζεται σε πίνακες και χαρακτικά: το βράδυ από απόσταση, μεγεθυμένο, με ένα εκκλησάκι κτισμένο στην αρένα και με τουρίστες αργοδιαβαίνοντας στους ματοβαμμένους στίβους του. Ηταν το συναρπαστικότερο των ερειπίων όχι μόνο για τον όγκο του αλλά και για τη σχέση του με τον θάνατο και τους αγώνες των μονομάχων. Οι χριστιανοί το έβλεπαν σαν το ιερό των μαρτύρων που ρίχτηκαν στα θηρία. Αντί να το αποφεύγουν ως θέατρο του κακού, οι ταξιδιώτες από τον μεσαίωνα έως σήμερα, χάσκουν μπροστά στο μέγεθος του μεγαλείου του. Στο Μουσείο Χόλμπερν δεν υπάρχει ο Μπρίγκελ αλλά άλλες παράδοξες και ενίοτε φρικτές εικόνες. Τα οράματα του Πιρανέζι των ερειπίων της Ρώμης έχουν τον ερωτισμό της φθαρμένης ζωικής δύναμης της Ρώμης, η χάρη της Ελλάδος με τις αρμονικές γραμμές, άσπρες στο φως της Μεσογείου του ήταν ξένη, στερούμενη της δύναμης να εξάψει τη φαντασία όπως η φαγωμένη, καφέ μάζα του Κολοσσαίου. Τα ερείπια του Πιρανέζι είναι μια μακάβρια εμπειρία, αποδεικνύοντας την έλξη που ασκούν τα χαλάσματα στους συγχρόνους.

Ενα χαρακτικό του Ματίς Γκέρουνγκ (16ος αιώνας) «H καταστροφή της Καθολικής Εκκλησίας», παρέχει στην προτεσταντική προπαγάνδα βίαιη αρχιτεκτονική μορφή. O καλλιτέχνης την απεικονίζει σαν μια πραγματική εκκλησία που σωριάζεται μέσα σε ένα σύννεφο σκόνης, συντρίβοντας τους ιερείς.

Η ενσυνείδητη καταστροφή

Οι εικόνες των εκκλησιών που κατέστρεψαν τα γερμανικά βομβαρδιστικά έτσι όπως τις απέδωσε ο Τζον Πάιπερ, μοιάζουν με σκηνές εγκλημάτων. Είχε σταλεί ως πολεμικός ζωγράφος να καταγράψει με την τέχνη του επί τόπου τις καταστροφές των βομβών. Τα έργα του έχουν μια έρημη απελπισία και διδάσκουν ότι άλλο είναι ένα ερείπιο δημιουργημένο από το φάγωμα του χρόνου κι άλλο ένα κτίριο που η καταστροφή του γίνεται θεληματικά μέσα σε μια στιγμή. Το πρώτο είναι ο καρπός της φθοράς που επιφέρει ο καιρός και το άλλο προϊόν πράξης εγκληματικής κι ενσυνείδητης.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή