Και ξαφνικά, η «πρωτεύουσα» του κινηματογράφου κατέβηκε πάλι από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα. Πρώτα πρώτα το μεγάλο αφιέρωμα στον Τζον Μπούρμαν εγκαθίσταται στο «Τριανόν», 14 ταινίες μεγάλου μήκους και δύο μικρές, ανέκδοτες στην Ελλάδα. O Μπούρμαν μπορεί να μην έχει τον αποκλειστικό θεματικό και στυλιστικό κόσμο κάποιων κορυφαίων δημιουργών, είναι όμως ένας θαυμάσιος διαχρονικός Director του αγγλοαμερικανικού κινηματογράφου, από τους τελευταίους εν δράσει, σε εποχή των εφήμερων σκηνοθετών ολίγων χρήσεων. Από τη δεκαετία του ’60, αδιάκοπα έως και σήμερα, έχει προσφέρει πλήθος εξαιρετικών ταινιών, που ορίζουν την πορεία του σινεμά και της απόλαυσής μας, σε όλα τα είδη: «O επαναστάτης του Αλκατράζ», 1967 (Λι Μάρβιν), «Δύο λιοντάρια στον Ειρηνικό», 1968 (Λι Μάρβιν, Τοσίρο Μιφούνε), «Οταν ξέσπασε η βία», 1972 (Γιον Βόιτ), «Ζαρντόζ», 1974 (Σον Κόνερι), «Εξκάλιμπερ», 1981, «Το σμαραγδένιο δάσος», 1986, «Ελπίδα και δόξα», 1987 και τελευταία, «O στρατηγός» 1997 και «O ράφτης του Παναμά», 2000. Εκπληκτική ευκαιρία, για να πρωτο-ξανα-δούμε τέτοια φιλμ.
Δύο άλλες ταινίες, από το βαρύ πυροβολικό του τελευταίου Φεστιβάλ Καννών (οι οποίες παρουσιάστηκαν στους «Νέους Ορίζοντες» στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης), αλλά και η «απόλυτη» πρεμιέρα της νέας δημιουργίας του Νίκου Παναγιωτόπουλου «Beautiful People», συμπληρώνουν το «υψηλό» τοπίο.
Εξουσία και έρωτας
Ο Μίκαελ Χάνεκε κέρδισε με τη «Δασκάλα του πιάνου» το Μεγάλο Ειδικό Βραβείο της Επιτροπής στις Κάννες, ενώ οι πρωταγωνιστές Ιζαμπέλ Ιπέρ και Μπενουά Μαζιμέλ τιμήθηκαν με τα Βραβεία Ερμηνείας, αντίστοιχα.
Ο Χάνεκε είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση. Σκηνοθέτης «πλήρης» ελέγχει απόλυτα τόσο το σενάριο και τη μορφή όσο και τους άξονες ηδονής και σαδισμού στους ήρωες και στους θεατές. Αυτός ο έλεγχος ανοίγει την πόρτα και στο αρνητικό αποτέλεσμα της εννοιολογικής υπερπληρότητας και ακαμψίας. Ετσι συνέβαινε π.χ. στα «Παράξενα παιχνίδια».
Στη «Δασκάλα» στηρίζεται σε ένα απ’ ό,τι φαίνεται, αρθρωμένο μυθιστόρημα της συμπατριώτισσάς του Ελφρίντε Γέλινεκ. Μαζί με το περιρρέον ισχυρό στοιχείο της κλασικής μουσικής και της διδασκαλίας της, εξισορροπεί τα κρίσιμα σαδομαζοχιστικά θέματά του και εμπιστεύεται περισσότερο τη δύναμη της αφήγησης και του μελοδράματος.
Ουσιαστικά τρία πρόσωπα: H 40χρονη καθηγήτρια του πιάνου Ερικα (Ιζαμπέλ Ιπέρ), η συμπληρωματική μορφή και φράγμα της, η εξουσιαστική μητέρα (Ανί Ζιραρντό) και ο νεαρός ταλαντούχος μαθητής και εραστής Βάλτερ (Μπενουά Μαζιμέλ).
Παθιασμένη δασκάλα
Η Ερικα ασκεί με ατσάλινη επιβολή, αλλά και με παθιασμένη αφοσίωση τη διδασκαλία του πιάνου, στο Ωδείο της Βιέννης. Την εκτιμούν και τη φοβούνται. Ομως, εκείνη είναι ανέραστη, συζεί με τη μητέρα της. Οι κρυφές της «διέξοδοι» είναι η παρακολούθηση σκληρών πορνό σε βιντεάδικα, εραστών σε ντράιβ ιν. H «σύγκρουση» με τον Βάλτερ, που κατορθώνει να μετάσχει στο master class της και τη φλερτάρει επίμονα «τινάζει» σιγά σιγά το «καπάκι» της ισορροπίας της. «Επεμβαίνει» με ξυραφάκι στο αιδοίον της και τον απομονώνει – αντιμετωπίζει σεξουαλικά στις τουαλέτες. Πρώτη, θεμελιώδης σκηνή, όπου εκείνη ορίζει το παιχνίδι, σαν να ήταν ο άντρας, διατάσσει συνεχώς και ενεργεί πάνω στο σώμα του Βάλτερ, καθηλώνοντάς τον σε παθητική στάση, χωρίς «ολοκλήρωση», αλλά και χωρίς συμμετοχή των θηλυκών οργάνων της. Δυνάστευση και σχεδόν βασανισμός.
Εκείνος αντιδρά αρνητικά. Τότε η Ερικα περνά στο επόμενο στάδιο. Μέσα στο δωμάτιό της, με τη μητέρα «κλειδωμένη», τον υποχρεώνει να διαβάσει ένα γράμμα, όπου του υπαγορεύει φοβερές σαδιστικές πράξεις πάνω στο σώμα της. O Βάλτερ την απορρίπτει με οξύτητα και όταν εκείνη του προσφέρεται ικετευτικά, αντιδρά με ανδρική βία. Καμιά αληθινή επικοινωνία, ούτε συναισθηματική ούτε σωματική πια. H αυτοκαταστροφή της Ερικα επέρχεται μοιραία.
Ο Χάνεκε παλεύει, αλλά δυσκολεύεται να καταστήσει λειτουργικό, το πολύκλαδο σύστημά του. H αντιστροφή των θέσεων ερωτικής εξουσίας δεν ισχυροποιείται. H Ερικα δεν είναι Αμαζόνα, ισχυρός πόλος. Απωθεί, ψυχικά και σωματικά, τη σεξουαλική της λειτουργία, παραμένει στη διαστροφή, στο φάντασμα. H ηδονοβλεψία, τα σαδομαζοχιστικά παιχνίδια δεν κατατείνουν την εκπλήρωση της ηδονής της, αλλά παρατάσσονται ως απελπισμένο προκάλυμμα και φραγμός. H Ιπέρ, με θαυμαστή τεχνική και διαφάνεια, προτάσσει το λείο πρόσωπο και βλέμμα που αφήνει την υποψία της αόρατης ρωγμής, ώριμη – ανώριμη, με καθυστερημένη παιδικότητα.
Στο πρώτο μέρος, εκφράζεται τόσο η τέχνη ως εξειδανίκευση ψυχοσεξουαλική (ηρώων και θεατών), αλλά και η διδασκαλία της (μουσικής) τέχνης που διολισθαίνει τακτικά στον καταπιεστικό βασανισμό, στην καταστροφή – μετάδοση – τελείωση (ανάλογα με την έκβαση της «μάχης» και την αντοχή του μαθητή).
Ο θεατής πάλι ζει ισχυρά, μαζί με την ηρωίδα, το οξύτατο κοντράστο ανάμεσα στην εξαΰλωση των καθαρών ήχων, Μπαχ, Σούμπερτ και στις σωματικές λειτουργίες, αποχωρητήρια, αίμα, εμετός, εκκρίσεις σεξουαλικές και το αποτέλεσμά τους, ο ρύπος.
Το φωτογραφικό στυλ (σχεδόν σε σέπια) οι οξύτατες φωτιστικές αντιθέσεις και οι εικαστικές συνθέσεις του Χάνεκε υπηρετούν αυτό το σχηματικό, αλλά οπωσδήποτε συναρπαστικό φιλμ.
Πορεία στο Αφγανιστάν
Μακρηγόρησα, από ανάγκη. Αντίθετα θα αναφερθώ σύντομα στην άλλη σημαντική ταινία, το «Κανταχάρ» του Μοχσέν Μαχμαλμπάφ. Οι αρετές και τα ελαττώματα είναι προφανή. O Μαχμαλμπάφ είναι σπουδαίος Ιρανός δημιουργός, με θητεία στον κοινωνιστικό και τον ποιητικό κινηματογράφο. Τους δύο άξονες ενώνει σε αυτό το απλό φιλμ, ένα ταξίδι, σαν ανασυνθεμένο ντοκιμαντέρ. Γυρίστηκε, βέβαια, αρκετά πριν από τα πρόσφατα γεγονότα και τον πόλεμο στο Αφγανιστάν. Ετσι, από μια άποψη, είναι δραματικά προφητικό και επίκαιρο, ενώ διατηρεί ένα ύφος αισθητικό και κάπως αποστασιωμένο, ώστε στο ιδεολογικό «αντιταλιμπανικό» στοιχείο, να μην «πλειοδοτεί» απέναντι στην ανθρώπινη και συμπονετική διάσταση.
«Πρωταγωνίστρια» μια Αφγανή δημοσιογράφος στον Καναδά. H αδελφή της που έχασε τα πόδια της από νάρκη και έμεινε στη χώρα τής έγραψε ότι θα αυτοκτονήσει κατά την ηλιακή έκλειψη και η Ναφάς (Νιλουφάρ Παζίρα) ξεκινάει να τη βρει, με ένα ελικόπτερο του Ερυθρού Σταυρού, ώς λίγο μετά τα σύνορα. Θα συνεχίσει με αυτοσχέδια μέσα, ως «σύζυγος» Αφγανών, με οδηγό ένα αγόρι – κλεφτρόνι, με έναν μαύρο Αμερικανό, αυτοσχέδιο «γιατρό του κόσμου». H Κανταχάρ είναι πολύ μακριά. Θα συναντήσει τον ταπεινωτικό διαχωρισμό των γυναικών, σκεπασμένων με την «μπούργκα», τη φτώχεια, τους ληστές, τους ανάπηρους από τις νάρκες, τους αυστηρούς πολιτοφύλακες, τους στενοκέφαλους δασκάλους του Κορανίου, που διδάσκουν και τη χρήση των Καλάσνικοφ.
Ηρεμη και χωρίς «κραυγές» η κινηματογράφηση με τις απέραντες, αμμώδεις εκτάσεις και τους ανέφελους ουρανούς να λάμπουν πάνω από τον ανθρώπινο πόνο.
Βέβαια, η άποψη είναι υπερβολικά «μερική», η πρωταγωνίστρια υπερβολικά όμορφη και «ανέγγιχτη» από τις κακουχίες. Σχολιάζει αγγλικά και κάπως «φιλολογικά» σε ένα μαγνητόφωνο. Απευθύνεται σε Δυτικούς θεατές. Ομως, η ανθρώπινη τραγωδία παραμένει…
Οι άλλες ταινίες
Υπάρχουν και δύο αμερικανικές ταινίες της σειράς: «H εκδίκηση της ξανθιάς» του Ρόμπερτ Λούκετιτς, σατιρίζει το είδος «Χτυποκάρδια στο Μπέβερλι Χιλς». Μια χαζή, ξανθιά, πάμπλουτη επαρχιώτισσα (η καλή Ριζ Γουίδερσπουν) ακολουθεί τον αγαπημένο της στη Νομική του Χάρβαρντ. Καλό το καλαμπούρι, αλλά στο τέλος η χαζή, θριαμβεύει. Λίγο το θάρρος της σάτιρας, πολλή η κονφορμιστική κομεντί (Λουκ Γουίλσον, Σέλμα Μπλερ).
Το «Σκέτο ζώον» του Λουκ Γκρίνφιλντ, είναι κωμωδία για κάποιον που του εμφυτεύονται όργανα ζώων. Ζωώδης! (Ρομπ Σνάιντερ, Κόλιν Χάσκελ).