«Πατρίδα πια η νοσταλγία της εξορίας»…

«Πατρίδα πια η νοσταλγία της εξορίας»…

5' 24" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Και στη νέα του συλλογή, «Στα ξένα» ο τίτλος της, ο Γιάννης Βαρβέρης, ποιητής, κριτικός του θεάτρου και μεταφραστής (οι μεταφραστικές του προσεγγίσεις τα τελευταία χρόνια σε έργα του Αριστοφάνη και του Μένανδρου απέφεραν κείμενα όχι μόνο σκηνικώς άρτια, αλλά αξιανάγνωστα και εκτός παράστασης), μας εισάγει με οδηγό μια φράση του Λεό Φερρέ, όπως και στις εφτά προηγούμενες? οι εμμονές δεν είναι για να απωθούνται αλλά για να προμηθεύουν μια πέτρα για να οξύνουμε πάνω της όλο και περισσότερο τις λέξεις που ενδέχεται να διασώσουν κάτι από τα πάθη της σκέψης μας.

«Ενας άνθρωπος δεν ξαπλώνει παρά για να πεθάνει», λέει λοιπόν ο Γάλλος τροβαδούρος, και στον τόνο της απόφανσής σου, στον τόνο μιας καρτερικής ειρωνείας, ρυθμίζονται εν πολλοίς τα ποιήματα που ακολουθούν. O θάνατος άλλωστε είναι ένα από τα σταθερότερα «σημεία» της ποίησης του Βαρβέρη, η φωνή του οποίου συγκαταλέγεται στις πιο χαρακτηριστικές και ισχυρές της γενιάς του? ο θάνατος σαν απολύτως ξένος και ταυτόχρονα σαν απολύτως οικείος, ο θάνατος και η μέγιστη πρόκληση: πώς θα μπορέσουμε με τον στοχασμό να σταθούμε απέναντί του, όρθιοι, όταν το αίσθημά μας μας βεβαιώνει ότι βρισκόμαστε ανήμποροι κάτω από τα πόδια της αδιάφορης παντοδυναμίας του.

Μόλις δίστιχο το πρώτο ποίημα του βιβλίου, «Στην υγειά σας / πεθαμένοι», λειτουργεί σαν ενδεικτική προκαταβολή του πνεύματος που διέπει τη σαρκαστικά μελάγχολη ποίηση του Βαρβέρη και σαν δείκτης της συνέχειάς της, εφόσον αναλαμβάνει και χρησιμοποιεί σαν σκυτάλη την τελευταία λέξη της προηγούμενης συλλογής του («Ακυρο θαύμα», 1996): «Χιόνια πολλά / λεν οι ζωντανοί. / Χρόνια πολλά / απαντούν οι πεθαμένοι».

Δεν πρόκειται για λογοπαίγνια (στα οποία ούτως ή άλλως συχνάζει ο Βαρβέρης, ακόμη και στα προφανέστερα) ακκιζόμενα με την ευρηματικότητά τους. O καρυωτακισμός του ποιητή, που διασταυρώθηκε έγκαιρα με τον ώριμο υπερρεαλισμό, δεν τον οδηγεί σε αποστροφές όπως εκείνες που, μάλλον άδικα, θεωρήθηκαν τεκμήρια του μισανθρωπισμού του Κώστα Καρυωτάκη (λόγου χάρη το συχνά αναφερόμενο δίστιχο των «Υποθηκών» «Ρίξε το όπλο και σωριάσου πρηνής, / όταν ακούσεις ανθρώπους»). O Βαρβέρης, κι ας ειρωνεύεται σκληρά, κι ας ξηλώνει τις αυταπάτες, κι ας επιτίθεται και στα παραμύθια ακόμη για να τα αναποδογυρίσει, κι ας ορίζει τον θάνατο σαν πρόβα της ζωής και αντιστρόφως, δεν καταλήγει στην απάρνηση του κόσμου των ζώντων και στην έντρομη παράδοση στην αγκαλιά των φαντασμάτων, εφόσον γνωρίζει ότι η αγκάλη αυτή ενδέχεται να αποβεί βρόχος.

Αν, ας πούμε, βλέπαμε τον στίχο «μόνο αυτοί που έχουν πεθάνει μας αγάπησαν» παλαιότερου ποιήματός του («Οι γραβάτες των πεθαμένων», στη συλλογή «O θάνατος το στρώνει», 1986, και τώρα στη συγκεντρωτική έκδοση «Ποιήματα 1975-1996, «Κέδρος», 2000) αποσπασμένο από το περιβάλλον του, μπορεί να συμπεραίναμε πως εχθρεύεται και απεχθάνεται το νυν, το υπάρχον, προκρίνοντας το εκλιπόν, το νεκρό, και την εξιδανικευμένη ή μη καλοσύνη του. Το σύνολο όμως των στίχων, όχι μόνο αποσαφηνίζει πόσο επικίνδυνη είναι η καθήλωση στην επικράτεια των φασμάτων, αλλά και στοιχειοθετεί ένα αίτημα αγάπης που προβάλλεται σε όλη την ποίηση του Βαρβέρη: «Γιατί για μιαν αγάπη ζούμε σ’ αυτή τη ζωή / την περιμένουμε χρόνια / και μόνο αυτοί που έχουν πεθάνει μας αγάπησαν / κι αλίμονο αν δεν έχουμε στενή επαφή μαζί τους / αν δεν μπορέσουν κάποτε που πολύ / πολύ θα τους έχουμε λείψει / να σφίξουν τη γραβάτα τους / στο λαιμό μας.»

Η αγάπη δηλώνεται είτε διαψευσμένη είτε ανέφικτη, έτσι ώστε οι τωρινοί στίχοι «Τρόπο δεν έχουμε γι’ αγάπη» και «στο τέλος βλέπεις / ότι στα μάτια των ανθρώπων / πρωτοκουράζεται η αγάπη» ν’ ακούγονται σαν να ξανατονίζουν κάποιους παλαιότερους, της συλλογής «Πιάνο βυθού» του 1991 («πριν γίνει λίγο λίγο / μόνη αγάπη μας / η πίκρα / όταν σκεπτόμαστε / πως πάει / δεν αγαπάμε πια»). Κι ίσως ακριβώς γι’ αυτό ο Βαρβέρης δεν αρνείται τον τρόπο της παραίνεσης, που αποκτά μια από τις ωραιότερες «εφαρμογές» του στο ποίημα «Ωδή στη χαρά»: «Τους φίλους σας να σκέφτεστε / χωρίς αιτία και μνήμη, έτσι / αμίλητους σκυφτούς να περπατούν / πάντοτε να τους σκέφτεστε να κλαίτε / μόνο και μόνο γιατί υπάρχουν και δεν ξέρετε / πώς τον κοιτούν τον κόσμο αυτή την ώρα. // Αυτή την ώρα που δεν κάνετε άλλο / παρά μονάχα σκέφτεστε τους φίλους / είναι όπως απερίσπαστοι / ακούτε μουσική: / αλλά όταν σκέφτεστε τους φίλους απερίσπαστοι / χωρίς να κάνετε άλλο / ακούγεται σιγά / μουσική». Ας αντικρίσουμε αυτή τη θερμή προτροπή με το αποκαρδιωμένο και αποκαρδιωτικό καρυωτακικό πόρισμα «Με χρήμα παίρνεται η καρδιά κι αποτιμάται ο φίλος».

Εκτός από τη λέξη-σήμα «θάνατος», οι άλλοι αρμοί της συλλογής, οι λέξεις που καθοδηγούν την έμπνευση, είναι το «αίμα», η «νοσταλγία», η «πατρίδα»? μάλιστα το δίστιχο «Γιατί μας έδιωξαν απ’ την πατρίδα / διόλου δεν πέθαναν γι’ αυτό οι αφές» ανατυπώνει ευκρινώς τον Καβάφη, οικείο του ποιητή, και το γνωστό «Γιατί τα σπάσαμε τ’ αγάλματά των, / γιατί τους διώξαμεν απ’ τους ναούς των, / διόλου δεν πέθαναν γι’ αυτό οι θεοί» (ένας άλλος ποιητής που ακούγεται επίσης ευκρινώς είναι ο Νίκος Φωκάς, μέσα από τον στίχο «το μέτρο της κραυγής σου», που αναπαράγει τον τίτλο «Το μέτρο της κραυγής μας» της τελευταίας συλλογής του Φωκά). Αξονας βέβαια είναι το ζεύγος «στα ξένα», που τιτλοδοτεί τη συλλογή αλλά και δύο ποιήματα, τη δεύτερη φορά με την προσθήκη ενός ερωτηματικού (ας προστεθεί και το ποίημα «Οι δικοί μας στα ξένα»), και επιπλέον σφηνώνεται και σε έξι-εφτά ακόμη ποιήματα, σαν άλλη μία εμμονή. Στον «ξένο» άλλωστε αφιερώνεται ρητά το βιβλίο.

Η ξενότητα

Ποιον τόπο ορίζει άραγε ο δείκτης «στα ξένα»; Οι δυο λέξεις συνάπτονται σε ένα ζεύγος που ανήκει στην τάξη του αισθήματος μάλλον παρά της γεωγραφίας. H ξενότητα εδώ δεν είναι τόσο εκείνη η προφανής του μετανάστη, του πρόσφυγα, όσο μια άλλη, ριζικότερη, πανανθρώπινη και σχεδόν νομοτελειακή. «Τα ξένα» είναι ο θάνατος (ανοίκειος και απολύτως γνώριμός μας ταυτόχρονα, όπως ήδη σημείωσα), αλλά και η ίδια η ζωή, σαν δεινός απερημωτής, σαν ακάματος παραγωγός χωρισμών και αποξένωσης απ΄ ό,τι θεωρούμε απολύτως και τελεσίδικα δικό μας. H βαθύτερη ξενιτιά δεν προϋποθέτει καμία απομάκρυνση από γενέθλιους τόπους, άρα δεν είναι και ιάσιμη διά της επιστροφής, ούτε καν μπορεί να μετριαστεί με το γιατρικό της νοσταλγίας. Ως προς αυτό, άλλωστε, δεν αφήνει περιθώρια αμφιβολίας το ποίημα «H νίκη του νερού πάνω στο αίμα»: «Την είχα φέρει τότε απ’ την πατρίδα / νομίζω πως τη λέγαν νοσταλγία. […] πατρίδα πια / η νοσταλγία της εξορίας».

Ασκημένος σε έναν σαρκασμό που δεν αφήνει αλώβητο τον σαρκάζοντα στο ύψος κάποιας αυθεντίας, ο Γιάννης Βαρβέρης εκτοπίζει «στα ξένα» τον μελοδραματικό τόνο, ελέγχει την πολλή ρητορεία που έλκουν οι εμμονές και οργανώνει άξια ποιήματα που η παραδοξολογική τους προφάνεια δεν επισκιάζει την ενοχλητική τους σαφήνεια και την αυστηρή λογική τους.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή