Τρία βλέμματα στον σύγχρονο κόσμο

Τρία βλέμματα στον σύγχρονο κόσμο

4' 58" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τρεις Ελληνες σκηνοθέτες μονοπωλούν το κινηματογραφικό ενδιαφέρον της εβδομάδας, καθώς η ξένη παραγωγή είναι κυρίως εμπορική και κοινότοπη (όπως δηλώνει παραπλεύρως ο Γιάννης Μπακογιαννόπουλος). Αντιθέτως. O Κωνσταντίνος Γιάνναρης με τον «Δεκαπενταύγουστο», ο Φίλιππος Τσίτος με το «My sweet home» (επίσημη γερμανική συμμετοχή στο περσινό Φεστιβάλ του Βερολίνου) και ο Στέλιος Χαραλαμπόπουλος με το ντοκιμαντέρ «Ημερολόγια καταστρώματος – Γιώργος Σεφέρης» συνθέτουν μια παρουσία δυναμική, πολυφωνική, με αντιθέσεις, αποκλίσεις και διαφορές, που προσφέρουν τη δυνατότητα για εκτιμήσεις και επισημάνσεις. O ορμητικός και συναισθηματικά φορτισμένος Γιάνναρης, ο μινιμαλιστικός και επεξεργασμένα ρεαλιστικός Τσίτος και ο μεθοδικός και συνάμα ευαίσθητος Χαραλαμπόπουλος διαθέτουν, ο καθένας, ένα σοβαρό, πειστικό -λιγότερο ή περισσότερο, δεν έχει σημασία- επιχείρημα για να προσελκύσουν τον υποψήφιο θεατή.

Ο «Δεκαπενταύγουστος» των καταφρονεμένων

Σε αυτήν την άτυπη «κούρσα» των τριών, ο Γιάνναρης έχει με το μέρος του δύναμη και εμπειρία. Και ταυτοχρόνως, ανατροπή. O σκηνοθέτης, στην τρίτη μεγάλου μήκους ταινία του, βάζει τα δάχτυλά του εις τον τύπον των ήλων και, ως άλλος άπιστος Θωμάς, πιστεύει στο θαύμα. Αυτός, ο ορκισμένος άθεος. Πιστεύει, με τον τρόπο του βέβαια. Χωρίς να προδώσει το ύφος του, συνθέτοντας ένα αμάλγαμα κυνισμού και παραμυθίας, έντονης συγκίνησης και μεταμοντέρνας ειρωνείας. Εισβάλλει σε τέσσερις διαφορετικούς «κόσμους», τους απογυμνώνει, οδηγεί τους ήρωες στα άκρα, τους σπρώχνει στον γκρεμό και, λίγο πριν τσακίσουν, με μια θεαματική κίνηση τους γραπώνει στον αέρα.

Ο Γιάνναρης επιλέγει τρία ζευγάρια, μια τοιχογραφία της ελληνικής κοινωνίας: Οι γιάπηδες, Κάτια (Αμαλία Μουτούση) και Κώστας (Αιμίλιος Χειλάκης)? οι μικροαστοί, Μορφούλα (Ελένη Καστάνη) και Φάνης (Ακύλας Καραζήσης)? οι περιθωριακοί, Μιχάλης (Μιχάλης Ιατρόπουλος) και Σάντρα (Θεοδώρα Τζήμου). Δραπετεύουν από μια πόλη που «αχνίζει», παραμονές Δεκαπενταύγουστου, ένοικοι της ίδιας τριώροφης μονοκατοικίας. Στα άδεια διαμερίσματά τους εγκαθίσταται ένας νεαρός διαρρήκτης, που γεύεται τις ζωές τους: Φοράει τα ρούχα τους (θα παγιδευτεί μέσα σε ένα νυφικό), τρώει τα φαγητά τους, παίρνει τα ναρκωτικά τους, διαβάζει τα γράμματά τους. Παράλληλα, οι υπόλοιποι πορεύονται «κουβαλώντας» φαντάσματα, ενοχές, τρόμους, δεινά και δαίμονες: Το παιδί που δεν έρχεται για την Κάτια, το παιδί που πεθαίνει για τη Μορφούλα, η ανθρωποκτονία εξ αμελείας για τον Μιχάλη και τη Σάντρα. O σκηνοθέτης πορεύεται μαζί τους, πλάι τους. Συμπάσχει, αφουγκράζεται, αγωνιά και στο τέλος, σαν τον καλό μάγο ή τον από μηχανής θεό, τους λυτρώνει. H Παναγία -κατακερματισμένη σε όλη την ταινία σε διαφορετικά πρόσωπα, μητέρας, τιμωρού, ελεούσας- κάνει τα πολλαπλά θαύματά της. Σώζει ζωές ή λυτρώνει από ζωές εύθραυστες, δυσβάστακτες.

Ο K. Γιάνναρης υπογράφει την πιο ώριμη ταινία του. Μεστή και ειλικρινής, απείθαρχη στους -αναμενόμενους- κανόνες (γι’ αυτό δημιουργεί και ένα αίσθημα μετεωρισμού, εκεί που σε αγγίζει εκεί και σε εγκαταλείπει), απρόσμενη, «άβολη», εκτεθειμένη -σε ερμηνείες, κρίσεις και κατακρίσεις- με αισθήματα βαθιά, εν πολλοίς ανεπεξέργαστα, και για τούτο ο ουμανισμός της είναι γήινος και κάποτε τραχύς. Στον «Δεκαπενταύγουστο» ο K. Γιάνναρης αποδεικνύεται και εξαιρετικός σκηνοθέτης ηθοποιών, με την Ελένη Καστάνη να προπορεύεται αισθητά και να κερδίζει τις εντυπώσεις.

Οπου καημός και πατρίδα…

Ο Φίλιππος Τσίτος είναι στον αντίποδα του Γιάνναρη, αλλά διακατέχεται από την ίδια ειλικρίνεια, ενώ διαθέτει και μια, ανακουφιστική στους καιρούς μας, αυθεντικότητα. Το «My sweet home» είναι η «διπλωματική» του, η ταινία που γύρισε αποφοιτώντας από την Ακαδημία Κινηματογράφου και Τηλεόρασης του Βερολίνου. Μοιάζει και με αποχαιρετισμό σε μια πόλη-εστία οικονομικών μεταναστών απ’ όλον τον κόσμο. O νεαρός σκηνοθέτης αξιοποιεί με τον καλύτερο -υποδειγματικό- τρόπο τον χαμηλό προϋπολογισμό του. «Home» είναι με την ευρύτερη έννοια η πατρίδα αλλά και το μπαρ που φιλοξενεί αυτούς τους απρόσκλητους και αταίριαστους θαμώνες, σε μιαν αυτοσχέδια γιορτή, παραμονή ενός γάμου. Ενας Αμερικανός και μια Γερμανίδα πρόκειται να παντρευτούν (αυθόρμητη, όπως και το γλέντι, η πρόταση γάμου). Την αιφνίδια απόφαση μοιράζονται με τους παρευρισκομένους εκείνης της βραδιάς στο βερολινέζικο μπαρ: Δύο Ρώσους μουσικούς του δρόμου, έναν Βραζιλιάνο φοιτητή, μια Ελληνίδα, έναν Μαροκινό εργάτη κοκ. Ετερόκλητη σύναξη που καταλήγει συντροφιά, σε μια ατμόσφαιρα διονυσιασμού που εμπνέει ένα συγκρότημα τσιγγάνων. Από την έκρηξη κεφιού στις απόλυτες σιωπές, στο βουβό δράμα. O ένας άνεργος, ο άλλος πρόκειται να απελαθεί, ο τρίτος θέλει να φύγει αλλά δεν τα καταφέρνει… Και το στοίχημα στο οποίο υποβάλλονται: Ποιος τολμάει να πάρει τηλέφωνο σπίτι του και να παραδεχτεί στους γονείς του ότι απέτυχε; Μπροστά σε μια τηλεφωνική συσκευή παίζονται, εκ περιτροπής, αδιέξοδα, ανικανοποίητα, φόβοι, αποτυχίες και μαζί η κορυφαία σκηνή της ταινίας. H οικονομία και η ευρηματικότητα με την οποία ο σκηνοθέτης θέτει, λακωνικά και ευθύβολα, ερωτήματα ζωής και σχέσεων.

Φάρσα και μικρά καθημερινά δράματα, αναποφασιστικότητα, ναυαγισμένα οράματα, επιθετικότητα, κακεντρέχεια, απογοήτευση, αλλά και ένα δαιμονικό κέφι. O Φ. Τσίτος ρυθμίζει τη «θερμοκρασία» του μπαρ με εντάσεις και σιωπές, χειρίζεται δεξιοτεχνικά την κάμερα στον κλειστό χώρο, οδηγώντας τους ήρωες από την ασφυξία στην αποσυμπίεση και αντίστροφα. Το «βλέμμα» του καθαρό, ευαίσθητο, εξασκημένο, αντιλαμβάνεται, συνθέτει, προτείνει. Μια πολύ καλή πρώτη ταινία, που γεννά προσδοκίες.

Οι περιπλανήσεις του ποιητή

Τα κινηματογραφικά πορτρέτα καταλήγουν συχνά αγιογραφίες ή αδιάφορες βιογραφίες. Πόσο μάλλον όταν το πρόσωπο με το οποίο ασχολούνται είναι εμβληματικό, θαυμαστό και αγαπημένο. Πολύ εύκολα ο Στέλιος Χαραλαμπόπουλος θα μπορούσε να υποπέσει σε άκρατη σεφερολαγνεία διανθισμένη με στίχους, κομμάτια και αποσπάσματα από κείμενα και αφηγήσεις. O βραβευμένος σκηνοθέτης, όμως, αποφάσισε να δυσκολέψει το έργο του, καταβάλλοντας διπλή προσπάθεια: να επιλέξει με μεγάλη προσοχή το υλικό του, να ανασύρει και να φωτίσει πλευρές λιγότερο γνωστές και για τούτο περισσότερο θελκτικές (για εικονογράφηση) του ποιητή.

Ο Γιώργος Σεφέρης του Στ. Χαραλαμπόπουλου είναι ταξιδευτής και φωτογράφος. Μέσα από το δικό του «βλέμμα» περνούν γεγονότα της προπολεμικής και μεταπολεμικής Ελλάδας και Ευρώπης, ξετυλίγεται ο «κόσμος» του νομπελίστα, οι αναφορές του, οι σχέσεις του με πρόσωπα και με τοπία. O σκηνοθέτης προστατεύει το θέμα του. Δεν το αφήνει εκτεθειμένο στην αδηφάγο συναισθηματολογία ή στη λυγμική ευκολία. Και ο λυγμός που πνίγει στο τέλος, προέρχεται από την παρουσία των λίγων πολιτικών κρατουμένων της χούντας, που απέμειναν, και οι οποίοι, με την παρότρυνση του πρόωρα χαμένου φίλου και συγκρατούμενού τους Νίκου Γιανναδάκη, συνέγραψαν το 1972, ως ετήσιο μνημόσυνο του ποιητή, το χειρόγραφο «Τετράδιό» τους. Παρατεταγμένοι διαβάζουν, οι φωνές τους αλληλοδιαπλέκονται και το αποτέλεσμα, λιτό, ανεπιτήδευτο, αβρό, κορυφώνει το ήθος και την υπόγεια ένταση του ντοκιμαντέρ. H αφήγηση του Δ. Καταλειφού συμβάλλει και στα δύο.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή