Το νεοελληνικό όνειρο μέσα από μία εξομολόγηση

Το νεοελληνικό όνειρο μέσα από μία εξομολόγηση

3' 12" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ. Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Σωτήρης Χατζάκης εμπνέεται από ένα λογοτεχνικό έργο για να ζωντανέψει επί σκηνής τη δραματοποιημένη μορφή ενός λογοτεχνικού κειμένου. Από τη δεξαμενή της λογοτεχνίας άντλησε προηγούμενες θεατρικές του παραστάσεις («Φόνισσα», «Νύχτα Τράγου», «Το τραγούδι του νεκρού αδελφού»), από το μυθιστόρημα «Γερνάω επιτυχώς» του Γιώργου Σκαμπαρδώνη καρποφόρησε και η νέα του παράσταση, με την οποία το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος γιορτάζει πανηγυρικά τη 40χρονη πορεία του. Το έργο ανεβαίνει αύριο στο Βασιλικό Θέατρο.

Ο σκηνοθέτης κράτησε απολύτως τη δραματουργική αρχιτεκτονική του μυθιστορήματος και επιχείρησε να ανασυνθέσει «μια εξομολόγηση και συγχρόνως μια μαρτυρία» για να παράξει «ένα λαϊκό θέαμα, ένα πανόραμα του νεοελληνικού και ιδιαίτερα του βορειοελλαδικού βίου», όπως το χαρακτηρίζει ο ίδιος.

Το έργο διατρέχει την ιστορία μιας γυναίκας, η οποία, 40 ημέρες μετά τον θάνατο του άνδρα της, αφηγείται κομμάτια θραύσματα, σπαράγματα της ζωής της. H αφήγησή της όμως αποτελεί το πύκνωμα μιας κοινωνίας, ξεφεύγει από τα όρια του προσωπικού. H ηρωίδα, αφηγούμενη την προσωπική της ζωή, ουσιαστικά μιλάει για την περιπέτεια του νεοελληνικού βίου στη Βόρεια Ελλάδα τα τελευταία πενήντα χρόνια, από την κατοχή ώς το ’85.

«Δεν είναι η ηθογραφική ιστορία μιας γυναίκας ούτε το χρονογράφημα μιας εποχής, αλλά η περιπέτεια του νεοελληνικού βίου, η σπαρακτική απόπειρα του νεοελληνικού ονείρου -με τα γνωστά αποτελέσματα- το οποίο ασφαλέστατα θα τελείωνε με μια πτώση. H γυναίκα ανήκει σε μια γενιά που πίστεψε, προσπάθησε, δοκιμάστηκε, καταστράφηκε, ξαναγεννήθηκε από τη στάχτη, πάλεψε σε μια κοινωνία ενταγμένη σ’ ένα παιχνίδι εκ των προτέρων καταδικασμένο, όπως σ’ αυτό το νεοελληνικό όνειρο της αντιπαροχής», λέει ο Σ. Χατζάκης.

Το σκηνικό (Ερση Δρίνη) είναι ένα τριώροφο γιαπί, χωρίς ρεαλιστική βάση, αλλά απογειωμένο στη σφαίρα της ποιητικής μεταφυσικής. Σ’ αυτό το γιαπί, που συμβολίζει την απόπειρα ανόρθωσης του ονείρου του Ελληνα, συνυπάρχουν οι σημερινοί ζώντες (η ηρωίδα και οι κόρες της), οι νεκροί και οι άνθρωποι του αναμνηστικού χρόνου. «Αυτή και μόνο η συνεύρεση τριών κατηγοριών ανθρώπων καταργεί τον ρεαλισμό. Τα όρια του χώρου και του χρόνου είναι ασαφή, ενώ μετέωρο παραμένει αν έτσι είναι η πραγματικότητα ή αν έτσι την αφηγείται η ηρωίδα. «Εγιναν έτσι ή εγώ τα φαντάζομαι κάπως έτσι; Με πηγαίνουν τα πράγματα όπως εγώ τα πηγαίνω;», αναρωτιέται».

Η ηρωίδα είναι διασπασμένη σε δύο πρόσωπα: σε νεαρή ηλικία (την ερμηνεύει η Ελένη Ουζουνίδου) και σε μέση (την υποδύεται η Εφη Σταμούλη). Οι αφηγήσεις αυτής της γυναίκας ξετυλίγουν τις σκληρές συνθήκες του αγροτικού βίου, το ελληνικό όνειρο στη δομή του, τους σπαραγμούς και τις καταστροφές, τους εμφυλίους, την έλλειψη επικοινωνίας μέσα από τρεις περιόδους αναμνήσεων: του ξάστερου βίου και της ανέμελης ζωής, την περίοδο του έγγαμου βίου που είναι μια κόλαση, τη βουλγαρική κατοχή και τον εμφύλιο, από τον οποίο η ηρωίδα, ως μικρό κορίτσι, θυμάται φρικτές σκηνές.

Τη δραματουργία του έργου «διατρέχει μια βασική σύγκρουση -επίκαιρη όσο και αρχέγονη- εκείνη του θηλυκού με το αρσενικό, της φύσης με την κατασκευή», λέει ο σκηνοθέτης. «H ηρωίδα, μέσα από μια φυσική λειτουργία, περνάει τις διαβατήριες τελετές (από κορίτσι σε ερωμένη, γυναίκα, σύζυγο, μητέρα, χήρα) ως υπνοβάτισσα, χωρίς καμία επαφή, πλην ελαχίστων στιγμών, ως ανεπίδοτο γράμμα. O σύζυγος (Αλέξανδρος Μούκανος) έχει άλλη αντίληψη (κατασκευαστική) του βίου? δουλεύει στα έργα, χειρίζεται τέλεια τα μηχανήματα, σκάβει τα πάντα στη γη (ορυχεία και λιγνιτωρυχεία)».

Αυτή η ανώνυμη γυναίκα, που παραληρεί για την κλεμμένη αγάπη, τις γέννες της, τις ενοχές της, την πρόσκαιρη ευτυχία και επαναστατεί μόνον μέσα από ένα κίτρινο φόρεμα, συμπυκνώνει ουσιαστικά τα μοτίβα των γυναικείων προβλημάτων, παρατηρεί ο σκηνοθέτης. «Περνάει ξυστά μέσα από την τραγωδία και παρ’ όλες τις πληγές στη μήτρα και στη ψυχή της επιβιώνει. Αναγνωρίζεται και απο την ίδια με ενα είδος αυτοσαρκασμού. Ενα είδος επιβίωσης που δεν γνωρίζει τι θα κάνει παραπέρα, αλλά θα ακολουθήσει έναν κανόνα εσωτερικό, που απαιτεί μια μοναχικότητα, συνέχιση μιας ερημίας. Γι’ αυτό και η κατάληξή της έχει μιαν αμφισημία: «Γερνάω επιτυχώς» θα αναφωνήσει. Και ας αποφασίσει ο θεατής πώς εκείνος θα γεράσει».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή