H ομορφιά και η οδύνη του κόσμου

H ομορφιά και η οδύνη του κόσμου

5' 6" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Λευτέρης Πούλιος: «Μωσαϊκό». Με τέσσερα σχέδια του Δημήτρη Γέρου. Εκδόσεις «Κέδρος», 2001, σελ. 48

«Ακατάστατο δωμάτιο, / γύρω μου τόμοι λογοτεχνίας / μη οδηγώντας πουθενά, / ό,τι αξίζει λάμπει μες στο μυαλό μου». Με αυτούς τους τέσσερις στίχους του «Μωσαϊκού», της νέας του συλλογής, ο Λευτέρης Πούλιος (γ. 1944) κωδικοποιεί δύο αποφάσεις του. Πρώτη: H λογοτεχνία, άρα και η ποίηση, δεν οδηγεί πουθενά (τον αναγνώστη της, πιθανόν και τον δημιουργό της). Απόφαση δεύτερη: O νους μόνο από τον ίδιο του τον εαυτό μπορεί να εφοδιαστεί, να συγκρατηθεί, να παρηγορηθεί. Υπό το καθεστώς μιας τέτοιας νοησιαρχίας -που έρχεται να αποδείξει ότι δεν είναι τόσο εύκολο να γίνει πράξη η παλαιότερη προτροπή, στη συλλογή «Τα επουσιώδη» του 1988, «γδύσου το σώμα σου / το μυαλό σου / μπες μέσα σου»-, το «έξω» δεν μπορεί να γονιμοποιηθεί (από τη γραφή, λόγου χάρη) επειδή δεν μπορεί πια να γονιμοποιήσει, δεν μπορεί να μας αλλάξει επειδή εμείς πια δεν μπορούμε να το αλλάξουμε.

Σημαίνει άραγε αυτό ότι ένας ποιητής, όπως ο Πούλιος (η τέχνη του οποίου, από το ξεκίνημά της, απευθύνθηκε θαρραλέα στον κόσμο, αντιδίκησε μαζί του, του επιτέθηκε με μια αμφισβητησιακή ορμή που διατηρούσε την ιθαγένειά της παρά την έλξη που της ασκούσε το παράδειγμα των Αμερικανών μπήτνικ) αποσύρεται τώρα από τα εγκόσμια και «κλείνεται στις λέξεις του», με μοναδική πλέον επιθυμία και ενασχόληση να «εξερευνώ τοπία της ψυχής μου / στον χρυσελεφάντινο πύργο μου», όπως ευθέως δηλώνεται στο πρώτο κιόλας ποίημα της συλλογής; Ή μήπως πρόκειται για κάποιο ρητορικό σχήμα, που ακριβώς με την υπερβολή του, θέλει να υποδηλώσει ότι συμβαίνει το αντίθετο; Το γεγονός ότι ύστερα από τον στίχο-διαθήκη, «τώρα γυρίζω στη σιωπή», που υπήρχε στη συλλογή «Το αλληγορικό σχολείο» του 1978, ο Πούλιος ετοίμασε και εξέδωσε άλλα έξι βιβλία, μαζί με το τωρινό (αθροίζω και το εύγλωττα τιτλοφορημένο «Αντί της σιωπής» του 1993, παρότι δεν αναφέρεται στη σελίδα του «Μωσαϊκού» όπου καταγράφεται η ποιητική του παραγωγή), μάλλον υποδεικνύει ότι η ποίηση δεν έχει την πρόθεση να αυτοφιμωθεί, όσο κι αν κομπιάζει πια, όσο κι αν έχει χάσει τις βεβαιότητές της και την καταγγελτική της ευχέρεια, για να γίνει έτσι λιγότερο σίγουρη για τον εαυτό της, και κατά συνέπεια περισσότερο λογοτεχνικά ενδιαφέρουσα πλέον παρά κοινωνικά. Και δεν αυτοφιμώνεται επειδή «δεν πεθαίνει η ποίηση / όσο κι αν γίνει σιωπή / όσο κι αν προστεθεί κι άλλη σκουριά / πάνω στ΄ άνθη», όπως διαβάζουμε τώρα.

Ναι, ο κόσμος πικραίνει. Κι όχι μονάχα τους ποιητές, τους λογοτέχνες εν γένει, που καμιά φορά αφήνονται να ηττηθούν στον πόλεμο της ουσίας αυτοσκηνοθετούμενοι στο μελόδραμα μιας μελαγχολίας που υποτίθεται ότι ανήκει μόνο σ΄ αυτούς, γιατί μόνο αυτοί, καθώς θρυλείται, μπορούν να τη νιώσουν με όλη τους την ευαίσθητη ψυχή και ίσως και να της αντισταθούν, να ανασκευάσουν τις εντολές και τις υπαγορεύσεις της. Κι ο καιρός -κάθε καιρός- είναι μικρόψυχος. Και πάλι, όχι μονάχα για τους ποιητές, που οφείλουν να μην καταντούν αιχμάλωτοι της πεποίθησης πως είναι οι προνομιούχοι των ευγενών αισθημάτων και των υψηλών διανοημάτων, ακόμη κι αν τυχαίνει κάποτε να είναι. Εκείνο που αλλάζει, με τον καιρό, είναι η σχέση μας με τον κόσμο, η σκοπιά μας, άρα, για τους γραφιάδες, και η σχέση τους με την τέχνη τους.

Κι ο Λευτέρης Πούλιος, ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι ο στίχος του «ακίνητος μέσα στην αλλαγή» ενδέχεται να αφορά την ποιητική του, δεν έμεινε ασάλευτος στα κεκτημένα του, στη θυμωμένη κάποτε ποίησή του που απολάμβανε την κρημνιστική της ορμή και τα οξύτατα, χλευαστικά της ρήματα. Κατά κάποιον τρόπο η αμφισβητησιακή ποίησή του κατέβαλε ανάλογο κόστος με το κόστος που πλήρωσε η υψηλόφωνα αιρετική ποίηση ενός άλλου, προγενέστερου, αμφισβητία, του Μιχάλη Κατσαρού. Και στις δύο περιπτώσεις -και δεν είναι οι μόνες- οι λέξεις, που κάποτε φαίνονταν ισοδύναμες της πυρκαγιάς, γύρισαν προς τα μέσα, φαρμακωμένες, κι όχι επειδή αστόχησαν αλλά επειδή η πραγματικότητα, αυτή η κατά Πούλιο «συρρικνωμένη πραγματικότητα», έστησε βλοσυρή απέναντί τους τα τείχη της.

Και στο «Μωσαϊκό» λοιπόν, μια συλλογή που θεμελιώνεται στις λέξεις-έννοιες νους/γνώση/θεός (ένας θεός αρκετά διαφορετικός από εκείνον του παλαιού ποιήματος, στον «Γυμνό ομιλητή» του 1977: «Θεέ / όχι εσύ των παπάδων / όχι εσύ των φαρισαίων / όχι εσύ των αποκαμωμένων γραφών / Θεέ […] του αλήτη με την τρύπια κάλτσα […] με το περίστροφο του Μαγιακόφσκι στην τσέπη του σακακιού σου»), οι λέξεις είναι στραμμένες προς τα μέσα, και, όπως στα τελευταία βιβλία του Πούλιου, επιλέγουν χαμηλότερους τόνους και δεν αφήνονται στη γλωσσική ωμότητα με τον ενθουσιασμό της πρώτης εποχής. Τα ποιήματα, που συχνά εξαρτώνται από δυο-τρεις στίχους γνωμικής πρόθεσης επιχειρώντας να συνθέσουν εικόνες που δεν κατακτούν πάντοτε τη διαύγειά τους, σπάνια υπερβαίνουν τους δέκα στίχους. Το εκτενέστερο είναι το τριακοστό έκτο και τελευταίο, η τρυφερά αυτοαναφορική «Πικρία», οι τέσσερις έμμετρες και ομοιοκατάληκτες στροφές της οποίας, με το θαλασσινό σκηνικό τους, μνημονεύουν τον τρόπο του Νίκου Καββαδία: «Αχ, τόσα ακόμα μπόραγα να πω. […] Ωραία λοιπόν κι όλα καλά, μονάχα, / οι στίχοι μου περήφανοι αλαργεύουν / γλάροι στα ποντοπόρα φορτηγά, σαν τάχα / μες στη βροχή και στα νερά να με ξοδεύουν».

Για «να τραγουδήσει την πραγματικότητα», από την οποία και δηλώνει ότι «κατάγεται» (άρα λοιπόν όχι από το όνειρο και την ουτοπία), ο Πούλιος ξέρει ότι πρέπει να αρκεστεί στο ελάχιστο («αρκεί ένα κάτι, / μια ασήμαντη στιγμή/ ν΄ αγγίξει τον ποιητή / κι αμέσως γόνιμο φως / γοητεύει τα τραγούδια του»), αν όχι στο ίδιο το τίποτα: «Το λαμπερό γλυκύτατο τίποτα, / που με παρασέρνει». Πολιορκημένος από «νεκρές λέξεις», «θρυμματισμένες ελπίδες», φάσματα φίλων που αποδήμησαν και μνήμες που φυλλορροούν, εμπιστεύεται άλλη μια φορά την ομορφιά, με την προσδοκία πως δεν είναι άκυρος όπως τόσες και τόσες επαγγελίες ο παραμυθητικός λόγος (του Ντοστογιέφσκι; του Νίτσε; ποια η σημασία, ή ποια η διαφορά;) ότι ακριβώς η ωραιότητα θα σώσει τον κόσμο. Κι αν στη συλλογή του «Το διπλανό δωμάτιο», του 1998 ήλπιζε πως η ομορφιά μπορεί να λειτουργήσει σαν αντιφάρμακο στην ανθρώπινη ανοησία, όταν έγραφε «Μέχρι να μάθει ο άνθρωπος / ότι δεν είναι λύκος. / Και με την ομορφιά / να βάλει τέλος στη βλακεία», τώρα καταθέτει την τρίτη απόφασή του: «H ομορφιά θα σηκώσει την οδύνη / του κόσμου». Και πρόκειται πια για απόφαση παρηγορητική…

3) Απόστολος Δούρβαρης «O Αριστείδης Κυριακός και το λαϊκό ανάγνωσμα», εκδ. Στιγμή, Αθήνα 1992, σ. 27.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή