Υποθεσεις

5' 30" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Είμαστε λοιπόν «λαός ευλογημένος». Την πιο πρόσφατη διαβεβαίωση, η οποία ήρθε να μας υπενθυμίσει τις μυριάδες προηγούμενες, μάς την προσέφερε ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών σε μία από τις αλλεπάλληλες ομιλίες του τις ημέρες της Μεγάλης Εβδομάδας. Ανθρωποι είμαστε, και δεν μπορούμε να ξέρουμε αν ο κ. Χριστόδουλος διεκδικεί τη διαρκή δημοσιότητα πεπεισμένος από τους επικοινωνιολόγους του ή καθοδηγημένος από τη φιλαυτία που βρίσκει τρόπο να αλώνει ακόμη και των κληρικών την ψυχή (είδαμε και στον Πανάγιο Τάφο, Μεγάλο Σάββατο, πόσο τρωτοί είναι στα θλιβερότερα των ανθρωπίνων παθών οι ποιμένες). Είναι όμως στ’ αλήθεια παράδοξο το φαινόμενο ενός ιερωμένου που όχι μόνον δεν ενοχλείται όταν το πλήρωμα τον χειροκροτεί μέσα στο ναό, εισάγοντας κοσμικά δαιμόνια σε χώρους λατρείας, αλλά επιχειρεί συνειδητά να εκμαιεύσει αυτό το χειροκρότημα, χρησιμοποιώντας όλα τα τρυκ της λαϊκιστικής ρητορείας – και ακριβώς ένα τέτοιο τρυκ, ιδιαιτέρως επικίνδυνο, είναι το σλόγκαν σύμφωνα με το οποίο «οι Ελληνες είναι λαός ευλογημένος», ξεχωριστός στο βλέμμα του Θεού, το οποίο πάντως, όπως διδασκόμασταν κάποτε, είναι το μοναδικό που μπορεί να μοιράσει δίκαια και αμερόληπτα τη στοργή του και δεν «φυλοκρινεί», δεν χαρίζει την προστασία του ανάλογα με την φυλή του καθενός.

Είναι παράδοξο το φαινόμενο ενός ιερωμένου που πολιτεύεται με τον πιο απροκάλυπτο τρόπο και στον πιο αταίριαστο τόπο, την εκκλησία, χρησιμοποιώντας τον άμβωνα σαν εξώστη, για να εξαπολύσει από εκεί τις επιθέσεις του εναντίον των «ειδωλολατρών» που ανακαλύπτει η φαντασία του – γιατί αν δεν επινοήσεις εχθρούς, πώς θα νιώσεις δικαιωμένος στο έργο του ιεραποστόλου που ανέλαβες σε μια χώρα προ πολλού εκχριστιανισμένη; Είναι παράδοξο το φαινόμενο ενός ιεράρχη που δεν μπορεί να εμπιστευτεί ούτε καν το πένθος και την κατάνυξη της Μεγάλης Παρασκευής, δεν μπορεί να εμπιστευτεί ούτε καν τα συγκλονιστικά Εγκώμια και το φρόνημα του κόσμου, γι’ αυτό και αποφασίζει ότι οι πιστοί χρειάζονται και ημίωρη (τουλάχιστον) ομιλία, ώστε να κατανοήσουν αυτό που ή το νιώθουν μέσα τους ή δεν εμφυτεύεται με κανέναν τρόπο. Και, τιμώντας το έθιμο που εγκαινίασε ο ίδιος αφότου ανέλαβε προ τετραετίας τα ηνία της Εκκλησίας, μετέρχεται απολύτως κοσμικές τεχνικές για να σκηνοθετήσει το πλήθος της πλατείας Συντάγματος, το οποίο υποχρεώνεται να ακούσει όχι ένα λιγόλογο κήρυγμα ταπεινοφροσύνης αλλά μια εξουθενωτικά σχοινοτενή και κατά βάση πολιτική ομιλία, σαν εκείνες που ακούει στις προεκλογικές περιόδους στον ίδιο χώρο και από άλλης κατηγορίας δημαγωγούς. Αλλά φαίνεται πως ο Αρχιεπίσκοπος πιστεύει ότι βρίσκεται σε διαρκή προεκλογική περίοδο – με αντίπαλο ίσως τις δημοσκοπήσεις.

Είναι παράδοξο το φαινόμενο ενός ιεράρχη που αντί να συνομιλεί ταπεινά με τον Θεό ή με τους πιστούς του, συνομιλεί με την κάμερα και την εικόνα του στην οθόνη. Είναι παράδοξο το φαινόμενο ενός ιεράρχη που ενώ διαλαλεί ότι χάνονται τα πάντα, ανάμεσά τους και η γλώσσα μας και η πίστη στην παράδοση, λέει πέντε φορές λάθος το «Αι γενεαί νυν πάσαι». Και εντάξει, ακόμη κι αν συγχωρήσουμε (παρότι σαν λαϊκοί δεν έχουμε το δικαίωμα μιας τέτοιας συγχώρησης») το γεγονός ότι λέει «Αι γενεαί αι πάσαι» και όχι «Αι γενεαί ν υ ν πάσαι» (όπως πάρα πολλοί άλλωστε, λαϊκοί και κληρικοί), πώς να ερμηνεύσουμε τη βιασύνη του να εκτοπίσει την προφανέστατη και αναντικατάστατη δοτική του εγκωμίου («τη ταφή σου») και να βάλει στη θέση της μια συντακτικά και εννοιολογικά ανάρμοστη αιτιατική, φτάνοντας τελικά να ψάλει «Αι γενεαί αι πάσαι, ύμνον την ταφήν σου προσφέρουσι, Χριστέ μου»; Ναι, να μην ασχολούμαστε με το γράμμα όταν τα προβλήματα απορρέουν από το πνεύμα αλλά, εν πάση περιπτώσει, πόσο νοητό είναι να προσφέρουν οι γενεές στον Χριστό την ταφή, και όχι τον ύμνο τους κατά την ταφή;

Είναι παράδοξο, τουλάχιστον, το φαινόμενο ενός ιεράρχη που, δημοκοπώντας, καταλήγει να βλάψει και να μειώσει το οικουμενικό μήνυμα που μάθαμε παιδιόθεν ότι κομίζει ο χριστιανισμός. Δύο χιλιάδες χρόνια μετά τις ενδοχριστιανικές αντιμαχίες για τον προορισμό της νέας θρησκείας, για το αν δηλαδή θα παραμείνει προσκολλημένη στην ιουδαϊκή φύτρα της ή θα επεκταθεί απευθυνόμενη και στους «εθνικούς», ο κ. Χριστόδουλος διατείνεται σε κάθε ευκαιρία πως ο Θεός μεροληπτεί υπέρ των Ελλήνων, οι οποίοι και αποτελούν τον «ευλογημένο του Κυρίου λαό», έναν λαό περιούσιο λοιπόν, ο οποίος εμφανίζεται σαν ο μοναδικός αποδέκτης μιας Διαθήκης (της Καινής υποθέτουμε, αφού σαν μοναδικός αποδέκτης της Παλαιάς αυτοπροσδιορίζεται ο εβραϊκός λαός, το «βασίλειον ιεράτευμα» και «έθνος άγιον» των Γραφών) η οποία, ωστόσο, ή διασώζει ακέραιη την οικουμενικότητά της ή ακυρώνεται. Ενας Θεός που προστατεύει κατ’ αποκλειστικότητα το δικό μας γένος είναι άραγε ίδιος με τον Θεό των Ευαγγελίων ή εκπίπτει σε είδωλο που το χρησιμοποιούν οι θνητοί κατά τη βούλησή τους, οπότε εγείρεται το ερώτημα ποιοι είναι εντέλει οι ειδωλολάτρες;

Στ’ αλήθεια, πόσο βαρύτερα βλασφημούν οι προπονητές και οι πρόεδροι αθλητικών ομάδων όταν ισχυρίζονται ότι θριάμβευσαν «με τη βοήθεια του Χριστού», ακόμη κι όταν τυχαίνει να αγωνίζεται ο σύλλογός τους τη Μεγάλη Παρασκευή, οπότε μάλλον άλλες είναι οι προτεραιότητες και όχι η νίκη κάποιας «χριστιανικής» ομάδας, και μάλιστα επί άλλης επίσης «χριστιανικής»; Κι αν απλώς γελάμε πικρά όταν ακούμε από το στόμα των λαϊκών τέτοιας λογής διαβεβαιώσεις περί των φιλελληνικών φρονημάτων του Χριστού, ποια πρέπει να είναι η στάση μας όταν ανάλογοι ισχυρισμοί (οι οποίοι σε άλλες εποχές θα χαρακτηρίζονταν αιρετικοί) διακινούνται από τα επισημότατα ιεραρχικά χείλη, η δημαγωγική ικανότητα των οποίων είναι εκ προοιμίου πολύ μεγαλύτερη;

Πιθανότατα, τίποτε άλλο δεν έχει βλάψει σοβαρότερα την αυτοσυνειδησία και τη νοοτροπία μας απ΄ όσο αυτός ο ακατάπαυστος φενακισμός που μας περιλαβαίνει από τα πρώτα χρόνια μας. Είτε «εκλεκτούς της Ιστορίας» είτε «ευλογημένο λαό» μάς αποκαλούν οι αξιωματούχοι της Πολιτικής και της Εκκλησίας αλλά και κάμποσα από τα είδωλα που κατασκευάζει η δημοσιότητα (είτε για τραγουδιστές πρόκειται είτε για πανεπιστημιακούς που προτιμούν να ξημεροβραδιάζονται στα κανάλια παρά στις αίθουσες διδασκαλίας ή στη βιβλιοθήκη τους), η ψυχική και πνευματική ζημιά είναι η ίδια – κι είναι τεράστια. Με την εμφυτευμένη, πάντως ακράδαντη πεποίθηση ότι η δική μας μοίρα δεν είναι σαν των άλλων λαών, των «παρακατιανών», αφού η Κλειώ (σαν μούσα της Ιστορίας) και οι Ουρανοί μάς προσέφεραν από κοινού κλήρο ζηλευτό, τον κλήρο του ανώτερου, καταλήγουμε να θεωρούμε ότι και η αγένειά μας ακόμη και η μαγκιά μας (με την οποία όλο και συχνότερα ταυτίζεται το πατροπαραδότως φημισμένο «ελληνικό φιλότιμο») είναι αδιάσειστο τεκμήριο της κληρονομημένης ανωτερότητάς μας. Καταδημαγωγημένοι, αλλά με τη συναίνεσή μας, χρησιμοποιούμε τη «θεϊκή ευλογία» ή την «ευγενή καταγωγή» σαν άλλοθι για κάθε απρέπειά μας. Κι όταν ελέγχει κάποιος τη φαντασίωσή μας, τον στέλνουμε στο πυρ το εξώτερον, τον άπιστο.

H Γαλλία μας είπε κατά πρόσωπό αυτό που μερικά βράδια μας λέει ο καθρέφτης μας: ότι δεν ζούμε πια όπως ονειρευόμασταν, ότι φοβόμαστε τον διπλανό μας και το μόνο που ζητάμε από το κράτος πρόνοιας είναι αστυνομική ασφάλεια, ότι στην Αθήνα του εκσυγχρονισμού ένας χυμός πορτοκάλι κάνει τέσσερα ευρώ, ότι το μόνο που μας έμαθε η τηλεόραση είναι πως απειλούμαστε από μετανάστες.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή