Διαβάζουν τελικά λίγο οι Ελληνες; Το ευρωβαρόμετρο που μετράει ευρωπαϊκές συμπεριφορές αποφαίνεται ότι οι Ελληνες διαβάζουν λιγότερο απ’όσο καθορίζει ο δείκτης της μέσης ευρωπαϊκής ευπρέπειας (επειδή είναι ευπρεπές το διάβασμα τελικά). Μια «πολιτισμένη διασκέδαση» που πάντοτε απασχολούσε τις μειοψηφίες και ως τέτοια δραστηριότητα ανατέμνεται στο χειρουργείο των αριθμών.
Οι έρευνες διηγούνται με αριθμούς, σωστούς ή λιγότερο σωστούς, την ιστορία των στερεοτύπων. Να εδώ, ας πούμε, ο Ελληνας, έξω καρδιά, δεν μπορεί να περιοριστεί στο σχήμα μιας εσωτερικής περιπέτειας που διατυπώνεται σε ένα μυθιστόρημα, αλλά προτιμάει κάτι που να δηλώνει παραστατικά την εξωστρέφειά του: τραγούδια και άσκοπες βόλτες.
Αλλά ούτε και με τη μέθοδο των στερεοτύπων βγαίνουν συμπεράσματα. Στο μετρό, το καλύτερο βαρόμετρο πολιτιστικής διαφοράς, οι έξω καρδιά Ελληνες κοιτάζουν κατάματα το απόλυτο κενό. Χάνονται σε ένα άλλο είδος απόλυτης εσωστρέφειας, παρατηρώντας με ένταση το σκοτάδι του τούνελ έξω από το παράθυρο ή το παπούτσι του διπλανού τους. Πράγματι, δεν διαβάζουν. Είναι τόσο σπάνια η ανάγνωση ως δημόσια ενασχόληση που όταν τη συναντάς κινδυνεύεις να φανείς ανάγωγος σκύβοντας πάνω απ’ τον ώμο του άλλου για να δεις τι διαβάζει στη μέση μιας εργάσιμης μέρας, μιας διαδρομής, μιας μαζικά ηττοπαθούς πορείας προς την επόμενη στάση.
Με τα σταθμά της λογοτεχνίας είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα απογοητευτείς.
Οι λιγοστοί που διαβάζουν έχουν ανοιγμένο στα πόδια τους ένα βιβλίο που δεν θα διάλεγες εσύ, ο αυτόκλητος κριτικός λογοτεχνίας των τρένων.
Βασικό κριτήριο στις συζητήσεις αυτές αναδεικνύεται όχι το εάν ή το πόσο, αλλά το τι ενός θολού λογοτεχνικού κανόνα.
Οσοι γράφουν για τα θέματα αυτά, (πόσο διαβάζουν οι Ελληνες και γιατί κ.λπ.) γράφουν συνήθως από τη θέση του αυστηρού αναγνώστη, με μια υποψία ειρωνείας και πατερναλισμού για τους αναγνώστες που δεν διαβάζουν διαρκώς και αποκλειστικά Γκαίτε, Ρώσους κλασικούς και έμμετρη ποίηση. Βρίσκουν την ευκαιρία να μιλήσουν για την κατάπτωση του αναγνώστη και της λογοτεχνίας συλλήβδην. Σου δημιουργούν την εντύπωση ότι αν δεν διαλέξεις το «σωστό» βιβλίο κινδυνεύεις να αρρωστήσεις από μεγάλες ποσότητες σύγχρονης δηλητηριασμένης λογοτεχνίας που κυκλοφορεί ανενόχλητη στα σημερινά βιβλιοπωλεία και άλλων δύσοσμων παραπροϊόντων της παραπολιτιστικής ζωής. Κάπως έτσι μας κοίταζε ένας «άνθρωπος των γραμμάτων» τις προάλλες, την ώρα που διαβάζαμε με πάθος τα αστυνομικά μας. Στο βλέμμα του διέκρινες την κατάταξη: αυτά τα παιδιά δεν διαβάζουν κάτι σοβαρό, αναλώνουν τον χρόνο τους στα βιβλία τσέπης κ.λπ. κ.λπ.
Η γνώμη μου είναι ότι όσο δυσκολευόμαστε να δεχτούμε την ανάγνωση ως μια απολύτως διεστραμμένη όρεξη για διάβασμα -ο αναγνώστης διαβάζει τα πάντα- θα χάνουμε τον χρόνο μας με νουθεσίες σ’ έναν κατ’ εξοχήν δημοκρατικό χώρο επιθυμίας. Εχω δει ανθρώπους που περνάνε από τον Κάφκα στα κόμικς κι από κει στην εφημερίδα τους με απόλυτη φυσικότητα. H εστέτ ανάγνωση αλλά και οι αριστοκρατικές αναγνωστικές συμπεριφορές (δεν τσακίζουμε τις σελίδες, δεν υπογραμμίζουμε) μοιάζουν με καρικατούρα των προθέσεων της υγιούς ανάγνωσης και της αληθινής ζωής που κουβαλάει μαζί της τη φθορά, το λάθος, τη δυνατότητα να αφήσεις κάτι μισοκαμωμένο, μισοδιαβασμένο.
Δεν χρειάζεται να εμπιστευόμαστε τόσο τις στατιστικές. Δεν μας οδηγούν σε ασφαλή συμπεράσματα για ζητήματα και συμπεριφορές που δεν μετρούνται τόσο απλά όσο καταφέρνει να μετράει το μηχανάκι της τηλεθέασης. O τρόπος που διαβάζουμε, ο τρόπος που μαθαίνουμε, ο τρόπος που γοητευόμαστε από μιαν αφήγηση παραμένει ανεξήγητο μυστικό. Αλλωστε ακόμη κι αν διαβάζαμε όλοι ταυτοχρόνως, σαν καλοί μαθητές, το «σωστό» βιβλίο, κατά την προσδοκία του εστέτ επιφυλλιδογράφου, θα καταλήγαμε σε τόσο διαφορετικά συμπεράσματα, σε τόσο διαφορετικές απόψεις για την τέχνη και τη ζωή, ώστε τελικά θα ήταν σαν να διαβάζαμε διαφορετικά βιβλία.
Ωρες ώρες έχω την εντύπωση ότι όσοι γράφουν με τόση μανία για την έκπτωση του πολιτισμού θέλουν απλούστατα να δηλώσουν ότι, όπως και οι κατασκευαστές πλυντηρίων στην παλιά διαφήμιση, έτσι κι εκείνοι, κατασκευαστές πολιτισμού, «συνιστούν και ξέρουν» -και λυπούνται ειλικρινά που είναι οι τελευταίοι εναπομείναντες σοφοί.