Υποθεσεις

5' 40" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ταραχτήκαμε κάπως με το Ευρωβαρομετρικό «χαμηλό» και με τα ποσοστά του, τα οποία μας αποδίδουν τα πανευρωπαϊκά πρωτεία στην τηλεθέαση αλλά μας κατατάσσουν σε χαμηλότατες βαθμίδες ως προς την ανάγνωση βιβλίων, την επίσκεψη σε μουσεία, την παρακολούθηση θεατρικών έργων και κινηματογραφικών ταινιών και την ακρόαση «καλής» μουσικής (το τελευταίο δωδεκάμηνο, το 54,3% των Ελλήνων δεν διάβασε ούτε ένα βιβλίο, το 63,9% δεν πήγε ούτε μία φορά στον κινηματογράφο, το 80,9% δεν θεατρίστηκε, το 81,2% δεν πήγε σε συναυλία μουσικής, το δε 73,9% απέφυγε την είσοδο σε αρχαιολογικούς χώρους). Και, στην ταραχή μας επάνω, προσφύγαμε ολίγον λαϊκιστικά στην πιο οικεία μας ρητορική, τη ρητορική του ηθικού (πολιτισμικού εν προκειμένω) πανικού. Και, άλλος ωμά, άλλος με κάποια αβρότητα, υπενθυμίσαμε καταρχάς στους «βελανιδοφάγους» της Ευρώπης ότι εμείς εδώ γεννοβολούσαμε τη δημοκρατία, την τέχνη, τον αθλητισμό κτλ. όταν οι δικοί τους πρόγονοι δίσταζαν ακόμη να βγουν από τα σπήλαια, κι αμέσως έπειτα βαλθήκαμε να ελεεινολογούμε το λαό που δεν… (δεν διαβάζει, δεν πάει στον κινηματογράφο, δεν ακούει «καλή» μουσική, «δεν» γενικώς. Τον ίδιο λαό, πάντως, λίγο πριν-λίγο μετά τα αναθέματά μας τον επαινούμε για την «κρίση και τη μνήμη» του, τον δοξάζουμε σαν «ευλογημένο» και «θεοπροστάτευτο», τον εγκωμιάζουμε για το καλό του γούστο, για τη φυσική σοφία του, για την ηθική και πνευματική ποιότητά του.

Εντυπωσιασμένοι εμείς οι ίδιοι από αριθμούς και ποσοστά που μάλλον δεν συνέτρεχε λόγος να τα αντιμετωπίσουμε περιδεείς σαν θέσφατα, επιδιώξαμε να εντυπωσιάσουμε με τη σειρά μας τους άλλους, αυτούς που, όπως υποθέτει η αλαζονεία μας, ενέχονται με την οκνηρία ή την αμουσία τους για τα χαμηλά «πολιτιστικά» μας ποσοστά. Πεπεισμένοι ότι οι άρχοντές μας δεν κολακεύουν αγρίως εαυτούς και αλλήλους αλλά ομολογούν την αυτόφωρη αλήθεια όταν ισχυρίζονται ότι «η βαριά βιομηχανία της Ελλάδας είναι ο πολιτισμός», ταραχτήκαμε επειδή το Ευρωβαρόμετρο μας εμφανίζει καθηλωμένους στη θέση μιας σχεδόν ανυπόληπτης μικροβιοτεχνίας, η οποία υστερεί στην κατανάλωση πολιτισμού. Και δεν υπολογίσαμε ότι ο μη μετρήσιμος πολιτισμός, αυτός που οργανώνει τον ημερήσιο βίο μας, έχει την ίδια τουλάχιστον αξία μ’ εκείνον που εγκλωβίζουμε στα τετραγωνίδια της στατιστικής. Αλήθεια, τι μάς υποχρεώνει να πιστέψουμε ότι όποιος «διαβάζει πολύ» ή έχει διαρκείας για το Μέγαρο ή ακούει μόνο κλασική μουσική και ποτέ Βαμβακάρη, σέβεται τα φανάρια και τους πεζούς περισσότερο από τον «λαϊκό» που την κλασική μουσική την ακούει μόνο κάθε Μεγάλη Εβδομάδα, το δε Μέγαρο το έχει ταυτίσει με το μποτιλιάρισμα που παρατηρείται κατά τις αφιξοαναχωρήσεις όσων πράγματι έχουν αγαθές σχέσεις με την τέχνη αλλά και όσων τη συγχέουν με την κοσμικότητα και φρονούν πως είναι σικ να καταναλώνουν τη μία «μέθεξη» μετά την άλλη;

Δέσμιοι, για μια φορά ακόμη, μιας απολύτως συμβατικής αντίληψης για τον πολιτισμό -η οποία αδιαφορεί παγερά για τον καθημερινό, υλικό πολιτισμό και εξισώνει συρρικνωτικά το πολιτιστικό φαινόμενο με την καλλιτεχνία- σπεύδουμε να δηλώσουμε βέβαιοι ότι όποιος διαβάζει πολλά βιβλία είναι αυτονοήτως ανώτερος πολιτιστικά (τουτέστιν πνευματικά, ηθικά και πολιτικά) από τον μη αναγνώστη, έστω κι αν ο δόλιος έτυχε να γεννηθεί σε μια (όχι και τόσο μακρινή για τον τόπο μας) εποχή που τα γράμματα ήταν προνόμιο των ολίγων. Και φυσικά, εμφανιζόμαστε απολύτως βέβαιοι (τουλάχιστον στους κραυγαλέους τίτλους και στις πρόχειρες «ερμηνείες» μας, που προς στιγμήν αντιγράφουν τη «λογική» των κατά παραχώρηση αποκαλούμενων δελτίων ειδήσεων) ότι όποιος γράφει βιβλία είναι μια φορά ανώτερος από αυτόν που απλώς διαβάζει βιβλία και δύο φορές από αυτόν που δεν διαβάζει καν. Το ενοχλητικό ερώτημα τι είδους βιβλία γράφει αυτός που γράφει και ποια η ακριβής σχέση του με τη γραφή (πόζα ή αρρώστια; ριψοκίνδυνη έκθεση ή αυτάρεσκη εμπλοκή στο παιχνίδι των δημοσίων σχέσεων και της μικροεξουσίας;), όπως και το συναφές ερώτημα τι είδους βιβλία προτιμά να διαβάζει όποιος διαβάζει, δεν χωράει ούτε στη δική μας στενή λογική ούτε στα ποσοστά του Ευρωβαρόμετρου, όπου -γεγονός ελάχιστα πολιτιστικό- η ποιότητα, περιφρονημένη καθότι μη αριθμήσιμη και μη αριθμητέα, τίθεται εκποδών από την ποσότητα. Αραγε, οι λοιποί, φιλαναγνώστες Ευρωπαίοι μελετούν αποκλειστικά Σαίξπηρ και Δάντη ή ενδίδουν και στα Αρλεκιν ημιπολυτελείας;

Η μυθολογικής τάξεως αντίληψή μας για τους συγγραφείς και τους καλλιτέχνες εν γένει, τους «δημιουργούς» ή τους «ανθρώπους του πνεύματος» όπως εθιμικά τους αποκαλούμε, μεταφέρεται ατόφια για να εφαρμοστεί και στους καταναλωτές και χρήστες των προϊόντων τους. Εφόσον κρίνουμε, αγιογραφικά, ότι οι της καλλιτεχνίας και της ιντελιγκέντσιας έχουν «κατοχυρώσει» την πολιτιστική τους ποιότητα, άρα δεν οφείλουν να την αποδεικνύουν στα μικρά και στα μεγάλα, συνάγουμε ότι «εκπολιτίζονται» και όσοι «αγοράζουν» τα ποικίλα καλλιτεχνήματα (από την ίδια λογική δεν εκπορεύεται άραγε και ο παραδοσιακός στόχος των κομμάτων «να ανεβάσουν το επίπεδο του λαού»;) Παγιδευμένοι από τη θρησκεία των αριθμών και των ποσοστών, το δόγμα της οποίας συνοψίζεται στην εξίσωση «πολύ=καλό», καταλήγουμε να πιστεύουμε ότι τα βιβλία, οι ταινίες, οι πίνακες, οι δίσκοι είναι πράγματα αδιαφοροποίητα, εξισωμένα μεταξύ τους και εκ προοιμίου καλά, κατά συνέπεια, καλός είναι (ή μπορεί να γίνει) και αυτός που θα τα καταναλώσει. Αν, ας πούμε, στη χρονική περίοδο που κάλυψε η έρευνα του Ευρωβαρόμετρου, είχαμε άλλα έξι-εφτά γερά μπεστ σέλερ (εισαγόμενα ή ημεδαπά), αν ο Κοέλιο (το έχετε προσέξει; οι μισοί πειραματάνθρωποι του «Μπιγκ Μπρόδερ» πριν κοιμηθούν νανουρίζονται, μπροστά στον πάνθ’ ορώντα φακό βέβαια, με μερικές σελίδες Κοέλιο) είχε πουλήσει στην ενήλικη αγορά όσα ο Χάρι Πότερ στην παιδική, τότε, α, τότε ο δείκτης της ανάγνωσης θα ήταν υψηλός, κι όλοι θα δηλώναμε πεπολιτισμένοι, έστω κι αν κανείς από τους αναγνώστες δεν θα είχε μετακινηθεί (χάρη στην ανάγνωση) ούτε σπιθαμή από τις πεποιθήσεις του, τα «κεκτημένα» του. Και το ίδιο θα δηλώναμε αν μας είχαν προκύψει τρία-τέσσερα «Safe Sex» παραπάνω και δύο επιπλέον «Τιτανικοί» και είχαμε συρρεύσει στις αίθουσες για να τα καταβροχθίσουμε -θαρρείς και έχει ιδιαίτερη σημασία αν βλέπεις τηλεοπτικού ήθους και αισθητικής θεάματα στο σπίτι σου τρώγοντας πίτσα ή σε κάποιο Βίλατζ Σέντερ, κατεβάζοντας ποπ κορν.

Αίφνης, ο μια φορά κι έναν καιρό ατάλαντος ηθοποιός που ένα πρωί ξύπνησε με την πεποίθηση πως είναι διδάσκαλος του γένους και έκτοτε ξημεροβραδιάζεται στα «παράθυρα» κηρύσσοντας τον λόγο της αληθείας, είναι αυτονοήτως από την πλευρά του πολιτισμού, άλλωστε μας βεβαιώνει ότι έχει όλους τους αρχαίους στη βιβλιοθήκη του. Αντίθετα, ο μπάρμπας μου στο χωριό δεν έβγαλε το δημοτικό, άρα είναι «εκπολιτίσιμος», αν όχι απολίτιστος. Κι ας έχει φυτέψει πενήντα ρίζες δέντρα.

Οσοι γράφουν για τα θέματα αυτά, (πόσο διαβάζουν οι Ελληνες και γιατί κ.λπ.) γράφουν συνήθως από τη θέση του αυστηρού αναγνώστη, με μια υποψία ειρωνείας και πατερναλισμού για τους αναγνώστες που δεν διαβάζουν διαρκώς και αποκλειστικά Γκαίτε, Ρώσους κλασικούς και έμμετρη ποίηση. Βρίσκουν την ευκαιρία να μιλήσουν για την κατάπτωση του αναγνώστη και της λογοτεχνίας συλλήβδην. Σου δημιουργούν την εντύπωση ότι αν δεν διαλέξεις το «σωστό» βιβλίο κινδυνεύεις να αρρωστήσεις από μεγάλες ποσότητες σύγχρονης δηλητηριασμένης λογοτεχνίας που κυκλοφορεί ανενόχλητη στα σημερινά βιβλιοπωλεία και άλλων δύσοσμων παραπροϊόντων της παραπολιτιστικής ζωής. Κάπως έτσι μας κοίταζε ένας «άνθρωπος των γραμμάτων» τις προάλλες, την ώρα που διαβάζαμε με πάθος τα αστυνομικά μας. Στο βλέμμα του διέκρινες την κατάταξη: αυτά τα παιδιά δεν διαβάζουν κάτι σοβαρό, αναλώνουν τον χρόνο τους στα βιβλία τσέπης κ.λπ. κ.λπ.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή