Διακρινοντας

3' 24" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Αρκετοί αναγνώστες κι αναμφισβήτητα ακόμα περισσότεροι συγγραφείς θεωρούν τους κριτικούς ανθρώπους άχαρους και στριφνούς και ενδεχομένως να ‘χουν και δίκιο. Τι όμως πρέπει να πράξει κανείς όταν διαβάζει σε ένα μυθιστόρημα ανακολουθίες τόσο τερατώδεις που, αν τις είχε διαπράξει στο δικό του επάγγελμα ένας γιατρός ή ένας πολιτικός μηχανικός, θα οδηγείτο πιθανόν ενώπιον της Δικαιοσύνης, ενώ σε αντίστοιχες ενέργειες δημόσιων υπαλλήλων ή δημοσιογράφων συχνά αποδίδουμε την κακοδαιμονία ολόκληρης της νεοελληνικής δημόσιας ζωής; Ή μήπως οι απαιτήσεις μας από ένα μυθιστόρημα θα πρέπει εντέλει να ελαχιστοποιηθούν, θεωρώντας τη δημιουργία του σαν μια λίγο ή πολύ εύκολη και ανεύθυνη υπόθεση;

Δυστυχώς μιλώ για το μυθιστόρημα της Σοφίας Νικολαΐδη «Πλανήτης Πρέσπα» («Κέδρος», σ.σ. 329) και με το παράδειγμα που ακολουθεί θα αποδείξω, ελπίζω, τι εννοώ: «Ζει», διευκρινίζει στη σελίδα 186 ο Αντώνης για τη γιαγιά Τασούλα. «Εχει φυράνει όμως. Ολα στο μυαλό της, παλιά-μελλούμενα, ένα πράμα. Δεν την καταλαβαίνει ούτε η μάνα μου. Συνέχεια μουρμουρίζει ονόματα και ιστορίες ξεχασμένες… Ενενήντα εφτά χρονών, καταλαβαίνεις…». Για να συναντήσουμε στις αμέσως παρακάτω σελίδες 192-194 την ίδια τη γιαγιά Τασούλα, μια πανέξυπνη και δραστήρια γυναίκα που δεν αφήνει τίποτα ασχολίαστο: «Τα ξέρεις τα Γιαννιτσά; ρώτησε (την Ευδοκία) η Τασούλα. – Εχω πάει δυο φορές. Θάψαμε τη γιαγιά μου εκεί… – Πώς την έλεγαν τη γιαγιά σου; – Ελισάβετ Κατσιμίδη. – Βρε Ευδοκία, είσαι η εγγόνα της Λισάφ; έκανε η Τασούλα και ένα μόριο σάλτσας λέκιασε το τραπεζομάντιλο». Και λίγο αργότερα: «Πλάγιασε το μαχαίρι της στο πιάτο… – Δόξα φέρε ρετσέλι στα παιδιά, πρόσταξε η Τασούλα και σηκώθηκε». Και την επομένη: «Πώς και ξύπνησες τόσο πρωί; η Τασούλα ακούμπησε το δίσκο στο τραπέζι. – Ο ύπνος μου το βράδυ είναι λίγος. Η Ευδοκία ρούφηξε μια γουλιά απ’ το φραπόγαλο. Το μεσημέρι τον ευχαριστιέμαι. – Στο χωριό λέμε ότι «οι πεθαμένοι κλέβουν τον ύπνο». Στέκουν πλάι στον κοιμισμένο και μασουλάνε το όνειρο αλλά δεν χορταίνουν, είπε η γιαγιά».

Μια αβλεψία θα μπορούσε να ξεφύγει στον καθένα – ακόμα και σε εμάς τους παντογνώστες κριτικούς. Ανακολουθίες έχουν εντοπιστεί μέχρι και στους κλασικούς χωρίς ουδόλως να επηρεάζεται το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα. Στον «Πλανήτη Πρέσπα» όμως, τα προβλήματα είναι τόσο σοβαρά όσο μεγάλες είναι οι φιλοδοξίες του έργου, αλλά και η απουσία κάθε επίγνωσης για τον τρόπο που μπορεί να δημιουργηθεί «Μια μεγάλη ιστορία», όπως η Σοφία Νικολαΐδου επιγράφει το βιβλίο της.

Ηυπόθεση εκτυλίσσεται σε δύο χρόνους: στις μέρες μας και στον 11ο αιώνα στην περιοχή της λίμνης Πρέσπας. Ηρωίδες είναι η νεαρή υποψήφια διδάκτωρ της μεσοβυζαντινής αρχαιολογίας Ευδοκία και η συνονόματή της Βυζαντινή αρχόντισσα της Πρέσπας. Η πρώτη προσπαθεί να ολοκληρώσει τη διδακτορική της διατριβή αναζητώντας ταυτόχρονα τη χαμένη στα βάθη του χρόνου ιστορία της προσωπικής της καταγωγής. Η δεύτερη, διαβόητη για την ομορφιά και την ανδρεία της, στρέφει τον στρατό της κατά του Αυτοκράτορα, ηττάται και έκτοτε το όνομά της διαγράφεται από κάθε επίσημη ιστορία.

Εξυπνη επινόηση του έργου δείχνει το ότι τη σύγχρονη ιστορία αφηγείται το φλύαρο, παιχνιδιάρικο βακτήριο Serratia Rubinea που σκάλωσε στην Ευδοκία στις ανασκαφές της Πρέσπας. Πολύ γρήγορα το εύρημα αρχίζει, ωστόσο, να κουράζει καθώς το ελαφρώς μάγκικο, ανέμελο, νεανικό γλωσσικό ιδίωμα του βακτηρίου αδυνατεί να αποδώσει το εξ ορισμού λόγιο περιβάλλον των βυθισμένων σε παλαιά χειρόγραφα αρχαιοδιφών του μυθιστορήματος. Εχοντας εξ αιτίας τής κατά Νικολαΐδου μεταγραφής στερηθεί τον παλαιικό γλωσσικό του χαρακτήρα, το βυζαντινό χρονικό στο οποίο θα προσφύγει η αρχαιολόγος Ευδοκία στερείται παρομοίως οποιασδήποτε αληθοφάνειας: για να απομείνει ύστερα από τη συνολική αυτή ισοπέδωση γλώσσας και ρυθμών μια απλοϊκή, παλαιότερη και νεότερη μυθιστορηματική υπόθεση, διανθισμένη με ποικίλα μαγικής προελεύσεως περιστατικά από τα οποία απουσιάζει κάθε ίχνος γοητείας.

Στο τρίτο της βιβλίο, η Σοφία Νικολαΐδου (γεν. 1968) θέλησε να διασταυρώσει τα έργα και τις ημέρες μιας φιλέρευνης, εξαιρετικά ζωηρής, όμορφης νεολαίας με τον τεράστιο πλούτο της μακράς παράδοσης ελληνικών λαϊκών δοξασιών. Εκείνο ωστόσο που δεν φαίνεται να αντιλαμβάνεται είναι ότι για την καλλιέργεια της τέχνης του λόγου δεν αρκούν εφηβικής εμπνεύσεως εκφράσεις του τύπου «η ζέστη ήταν πηχτή σαν το καϊμάκι στην τουλούμπα» ή «στις βλεφαρίδες του πετάριζαν μπουρμπουλήθρες κεφιού», με ανακολουθίες στη σύνθεση και απλοϊκά τεχνάσματα εύπεπτων ρομάντζων, όπως ότι η γιαγιά Τασούλα και η νεραϊδόμορφη Ευδοκία αποτελούν εντέλει απευθείας απογόνους των Βυζαντινών.

Οι εκδόσεις

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή