Διακρινοντας

3' 28" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Δεν θα μπορούσαμε να πούμε ότι η ελληνική πεζογραφία έχει στη διάρκεια της ιστορίας της υπάρξει ιδιαιτέρως ευαίσθητη στα καινούργια ρεύματα που έχουν κατά καιρούς σαρώσει την Ευρώπη και την Αμερική, ότι έχει με άλλα λόγια πραγματοποιήσει σε μαζική κλίμακα ιδιαιτέρως τολμηρούς μορφικούς και εκφραστικούς πειραματισμούς. Με ελάχιστες εξαιρέσεις, που μετριώνται στα δάχτυλα του ενός χεριού, ο καλλιτεχνικός μοντερνισμός των αρχών του 20ού αιώνα καθυστέρησε εξαιρετικά να μπολιάσει την ελληνική πεζογραφία ούτε υπήρξαν μετά τον πόλεμο εντατικές αναζητήσεις προς την κατεύθυνση λόγου χάρη του γαλλικής εμπνεύσεως «νέου μυθιστορήματος» ή της σύγχρονης μεταμοντέρνας λογοτεχνικής συνθήκης. «Τα διηγήματα της δοκιμασίας» του Χριστόφορου Μηλιώνη (Κέδρος, α΄ έκδοση 1978, β΄ έκδοση 2001) αποτελούν έτσι μια από τις μεγάλες εξαιρέσεις συνιστώντας ταυτόχρονα εξαίρεση και στην ίδια τη δημιουργία του πεζογράφου, καθώς το υπόλοιπο έργο του Μηλιώνη κινείται στην περιοχή των ρεαλιστικά καταγεγραμμένων βιωματικών εμπειριών των διηγηματογραφικών του ηρώων.

Ο τίτλος του βιβλίου «Τα διηγήματα της δοκιμασίας» είναι δίσημος: Από τη μια συνδέεται με το γιαννιώτικο περιοδικό «Δοκιμασία», στην εκδοτική ομάδα του οποίου ανήκε ο Μηλιώνης και όπου πρωτοδημοσιεύθηκαν τα διηγήματά του κατά τη διάρκεια της δικτατορίας. Και από την άλλη υποδεικνύει τις εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες μέσα στις οποίες τα κείμενα αυτά επεδίωξαν να εκφράσουν το αίσθημα του φόβου, του άγχους, της αβεβαιότητας, της αμφιβολίας, του πνιγμού και της ανασφάλειας σε μια εποχή όπου και η παραμικρή αμφισβήτηση των κρατούντων ισοδυναμούσε ενδεχομένως με φυλάκιση. Αν οι νεαροί Ελληνες πεζογράφοι της δεκαετίας του ’50 και του ’60 θέλησαν να εκφράσουν το αίσθημα του πολιτικού και του κοινωνικού αδιεξόδου της εποχής τους μέσα από ένα λογοτεχνικό ρεύμα στο οποίο επικράτησε ως επί το πλείστον η οργή (Νίκος Κάσδαγλης, Αλέξανδρος Κοτζιάς, Ρένος Αποστολίδης, Μένης Κουμανταρέας, Βασίλης Βασιλικός), ο Χριστόφορος Μηλιώνης θέλησε αντιθέτως να εκφράσει στις αρχές της δεκαετίας του ’70 το ίδιο συναίσθημα αδιεξόδου μέσα από τις σκληρές γραμμές του χώρου απ’ όπου το ανθρώπινο πρόσωπο κυριολεκτικώς ή μεταφορικώς απουσιάζει.

Η ιδιαιτερότητα των δέκα διηγημάτων του Μηλιώνη είναι ότι αναπτύσσονται με τον τρόπο του γαλλικού «νέου μυθιστορήματος» της Ναταλί Σαρότ και του Αλέν Ρομπ-Γκριγιέ. Η πλοκή με άλλα λόγια είναι ανύπαρκτη, ο χρόνος στατικός, τα πρόσωπα δεν συνιστούν παρά αναπόσπαστο κομμάτι του χώρου ο οποίος και αποτελεί τον μεγάλο πρωταγωνιστή: ένα διαμέρισμα, ένα χωριό, ένας αυτοκινητόδρομος, μια παράγκα στη χιονισμένη Κατάρα, ένα εγκαταλελειμμένο δίπατο σπίτι, μια σχολική τάξη γαλλικών. Ο αφηγητής περιορίζεται στο να περιγράψει τα χαρακτηριστικά τους μαζί με τις κινήσεις ανθρώπων που μοιάζουν με αποπροσωποποιημένους θεσμούς καθώς άλλοτε έχουμε να κάνουμε με δύο χωροφύλακες, άλλοτε με δύο φαντάρους, με μια δασκάλα κι έναν σχολικό επιθεωρητή, με δύο ξενόγλωσσους τουρίστες, με έναν οδηγό που φορά μαύρα γυαλιά. Κι ο χώρος στον οποίο κινούμαστε βρίσκεται στην Ελλάδα της μεταβατικής περιόδου: της υπανάπτυξης από τη μια μεριά με τις λάμπες λουξ μέσα στις παράγκες, και του καταναλωτισμού από την άλλη με την καταιγιστική διαφήμιση και την εξιδανίκευση των ηλεκτρικών οικιακών συσκευών.

Οπως έχει παρατηρήσει ο Σπύρος Τσακνιάς, στα «Διηγήματα της δοκιμασίας» ο Χριστόφορος Μηλιώνης πειραματίσθηκε πάνω σε μια εντελώς νέα για τα ελληνικά δεδομένα γραφή, τηρώντας όμως ταυτόχρονα κάποια απόσταση από το κλασικό αντι-μυθιστόρημα καθώς δεν επεδίωξε την πλήρη αποπροσωποποίηση και την ολοσχερώς αντικειμενική παράσταση. Παρά το γεγονός έτσι ότι υποδύεται έναν ουδέτερο παρατηρητή που απλώς περιγράφει και καταγράφει τα πράγματα, ο αφηγητής του Μηλιώνη δεν αποφεύγει εντέλει να αποκαλύψει εν μέρει την εσωτερική του σκοπιά: ο αντίκτυπος που η φυσιολογία του χώρου έχει πάνω στη ματιά του, προδίδει κάποιες από τις συναισθηματικές του διαθέσεις και ο βιωματικός Μηλιώνης κάνει με αυτόν τον τρόπο δειλά δειλά την παρουσία του.

Τον κλασικά βιωματικό, σφιχτά δεμένο με τον χώρο της ιδιαίτερης πατρίδας του Μηλιώνη θα τον συναντήσουμε άλλωστε στο πρόσφατο ανθολόγιο για τα Γιάννενα, που ο πεζογράφος επιμελήθηκε στη σειρά των εκδόσεων «Μεταίχμιο», «Μια πόλη στη λογοτεχνία» (σ.σ. 189). Τουρκοκρατία, νεότερα χρόνια, πόλεμος ’40-’41, Κατοχή, Εμφύλιος και ειρηνική περίοδος μέσα από την πεζογραφία των Κώστα Κρυστάλλη, Χρήστου Χρηστοβασίλη, Τάσου Αθανασιάδη, Λουκή Ακρίτα, Δημήτρη Χατζή, Γιάννη Μπεράτη, Φρίξου Τζιόβα, Κίμωνα Τζάλλα, Γιάννη Δάλλα, Θανάση Τζούλη, Τάτση Αποστολίδη, Στέφανου Σταμάτη, Νίκου Χουλιαρά, Χριστόφορου Μηλιώνη και μέσα από το δημοτικό τραγούδι και την ποίηση των Γιοζέφ Ελιγιά και Μιχάλη Γκανά συνθέτουν μια πανοραμική μέσα στο χρόνο εικόνα του τόπου όπως την αποδίδουν οι πολλαπλές λογοτεχνικές σκοπιές.

Σειρά: Σκέψη, Χρόνος και Δημιουργοί

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή