H ελληνική λογοτεχνία στα χρόνια του Μεσοπολέμου

H ελληνική λογοτεχνία στα χρόνια του Μεσοπολέμου

3' 43" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Αλέξανδρος Αργυρίου: «Ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας και η πρόσληψή της στα χρόνια του Μεσοπολέμου (1918-1940)». Τόμοι 2, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2001.

Με τον εντυπωσιακό όγκο των 1.164 σελίδων τους οι δύο πρώτοι τόμοι της «Ιστορίας» του Αλέξανδρου Αργυρίου, ενός από τους αξιολογότερους μεταπολεμικούς κριτικούς και ιστορικούς της λογοτεχνίας, εξετάζουν την περίοδο του Μεσοπολέμου (1918-1940) και αποτελούν μέρος ενός ευρύτερου συγγραφικού σχεδίου που, διαρθρωμένο σε επτά τόμους, θα καλύψει τη λογοτεχνική ιστορία μας από το 1880 έως το 2000. Οι σελίδες των παλαιότερων Ιστοριών νεοελληνικής λογοτεχνίας κατανέμονται με τέτοια αναλογία κατά περιόδους και έργα, ώστε να απηχείται ο ισχύων σήμερα λογοτεχνικός κανόνας και να αναπαράγεται η επικρατούσα ιστορικογραμματολογική θεώρηση των λογοτεχνικών εξελίξεων. Αντιθέτως, η «Ιστορία» του Αργυρίου, καθώς στον πρόλογό της προσδιορίζεται με χαρακτηρισμούς όπως «δοκίμιο ιστορίας της λογοτεχνίας», «(εξ)ιστόρηση της λογοτεχνίας», «γραμματολογία της λογοτεχνίας» και «διεξοδικό χρονικό της λογοτεχνίας» (με το βάρος εντέλει να πέφτει στον τελευταίο χαρακτηρισμό), υιοθετεί ένα σχήμα οργάνωσης των κεφαλαίων κατά αυστηρά χρονολογική τάξη. Ετσι η ύλη του πρώτου τόμου (556 σελ.) κατανέμεται σε πέντε κεφάλαια που εξετάζουν, κατά σειρά, τη λογοτεχνική και κριτική παραγωγή των ετών 1918-1922, 1923-1926, 1927-1930, 1931-1933 και 1934-1935, ενώ η ύλη του δεύτερου τόμου (608 σελ.) αναφέρεται στην περίοδο 1936-1940, πολύ πιο διεξοδικά (και πάντως σε ποσότητα σελίδων που υπονομεύει το σκεπτικό του «χρονικού»). Σύμφωνα με το παραπάνω οργανωτικό σχήμα, η «Ιστορία» του Αργυρίου συγκροτείται ανεξάρτητα από τον ισχύοντα λογοτεχνικό κανόνα, δεν ιεραρχεί δηλαδή την αναφορά της στο παρελθόν με κριτήριο ποια έργα ή συγγραφείς υπήρξαν περισσότερο ή λιγότερο σημαντικοί ως προς την αισθητική αξία τους. Εξετάζονται λοιπόν εξίσου τόσο οι μείζονες όσο και οι ελάσσονες. Μέσα από την εξέταση του συνόλου των συγγραφέων αναδεικνύεται με παραστατικό τρόπο η ανταπόκρισή τους στις αισθητικές τάσεις και στις ιδεολογικές ζυμώσεις της νεοελληνικής κοινωνίας.

Δύο καίριες καινοτομίες της «Ιστορίας» είναι αφενός η συστηματική εξέταση και αποτίμηση της λογοτεχνικής κριτικής ως βασικού διαμορφωτικού παράγοντα της λογοτεχνίας, αφετέρου η διεξοδική καταγραφή και ο σχολιασμός μεγάλου μέρους της ύλης των λογοτεχνικών περιοδικών, σύμφωνα με το σκεπτικό ότι αυτά είναι το πραγματικό πεδίο όπου εκτυλίσσεται το λογοτεχνικό και το κριτικό γίγνεσθαι. Το δίτομο έργο διανθίζεται από πλήθος κριτικών και ποιητικών κειμένων, που συνοδεύονται από παρατηρήσεις ενδοκειμενικού χαρακτήρα. O Αργυρίου εστιάζει, με ισορροπημένο τρόπο, τόσο στα αισθητικά γνωρίσματα αυτών των κειμένων, όσο και στο ιδεολογικό πλαίσιό τους.

Σε σχέση με τις υπάρχουσες ιστορίες της νεοελληνικής λογοτεχνίας η «Ιστορία» του Αργυρίου μπορεί να κριθεί ως μια τολμηρή εναλλακτική πρόταση. H διαπίστωση ότι από το μεγαλύτερο μέρος του έργου λείπει ο συνθετικός χαρακτήρας μπορεί να αρθεί με το σκεπτικό ότι στόχευσή του είναι η ανάδειξη της λογοτεχνικής εξέλιξης, μέσα από την αναλυτική έκθεση του πρωτογενούς υλικού της.

Παρά τις επιμέρους επιφυλάξεις (π.χ. η παράθεση ορισμένων πολύ γνωστών ποιητικών και κριτικών κειμένων προσθέτει περισσό όγκο, ενώ η ασχολίαστη καταγραφή της ύλης των περιοδικών έχει μόνο καταλογογραφική λειτουργία), δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πρόκειται για έργο βασισμένο σε μια επίμοχθη προσπάθεια να αξιοποιηθεί η πρωτογενής έρευνα μιας ολόκληρης ζωής, αφιερωμένης, με σχεδόν μοναστική εμμονή, στην αναδίφηση και μελέτη περιοδικών και βιβλίων. Οφείλω, πάντως, να επισημάνω ως κύρια επιφύλαξη το γεγονός ότι στην «Ιστορία» του Αργυρίου δεν υπάρχει ούτε μια παραπομπή ή σχόλιο στη φιλολογική βιβλιογραφία των τελευταίων δεκαετιών με θέμα τη μεσοπολεμική λογοτεχνία και κριτική (γίνονται μόνο ελάχιστες παραπομπές σε Ιστορίες λογοτεχνίας). Με άλλα λόγια, ο Αργυρίου επέλεξε, κατά τρόπο παράδοξο, να μη διαλεχθεί με τα πρόσφατα πορίσματα ή τις υποθέσεις εργασίας της νεοελληνικής φιλολογικής επιστήμης, παρότι, από τη δική μου, μοιραία προσωποπαγή σκοπιά, κάνει αρκετές επιμέρους εύστοχες παρατηρήσεις και γόνιμες προτάσεις έρευνας. Πιστεύω ότι αν ο συγγραφέας υιοθετούσε την επιστημονικά εγκυρότερη μέθοδο να εμπλουτίσει το πρωτογενές λογοτεχνικό και κριτικό υλικό που κατέγραψε και επεξεργάστηκε με το υλικό το οποίο συνεισέφεραν οι πολλές φιλολογικές εργασίες υποδομής που εκπονήθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες με θέμα τη μεσοπολεμική λογοτεχνία και αν διασταύρωνε τις δικές του κρίσεις με εκείνες των φιλολόγων νεοελληνιστών, θα είχε οδηγηθεί σε καλύτερο αποτέλεσμα. H σημερινή πρόοδος των νεοελληνικών φιλολογικών σπουδών επιβάλει και στον κλάδο της ιστορίας της λογοτεχνίας να «είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας». Πάντως, η όποια βασιμότητα των επιφυλάξεων απέναντι σε ένα τόσο πολύμοχθο έργο δεν κυρώνει τον πλούτο των πληροφοριών που μπορεί να αντλήσει ο ειδικός μελετητής και τις πολλές εύστοχες κρίσεις που μπορεί να διαβάσει ο μη ειδικός αναγνώστης.

Τέλος, η «Ιστορία» του Αργυρίου, εξαντλώντας σχεδόν τις δυνατότητες ενός προσωπικού έργου, δίνει το έναυσμα για την, επιβεβλημένη πλέον, συγγραφή μιας ιστορίας της νεοελληνικής λογοτεχνίας από πολυμελή ομάδα ειδικών συνεργατών, με βάση ένα νέο σχεδιασμό, προσαρμοσμένο σε σύγχρονα θεωρητικά δεδομένα της ιστορίας της λογοτεχνίας.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή