Τι βρήκα στο ψυγείο

2' 14" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Ψυγεία» λέγονται τα κείμενα που διατηρούν χαλαρή, αν και ίσως βαθύτερη, σχέση με την επικαιρότητα. Το καλοκαίρι, χρησιμεύουν. Ομως, φέτος το καλοκαίρι, όλα τα κείμενα είναι «ψυγεία», εφόσον δεν αναφέρονται στη «17 Νοέμβρη». Κι αυτή είναι η μεγαλύτερη ζημιά που έγινε – αν εξαιρέσουμε τις βλάβες στα δικαιώματά μας, στη χαλαρή έστω σχέση μας με την Ιστορία και στο νόημα της πολιτικής. Με τρομάζει περισσότερο κι απ’ τη σονάτα των φαντασμάτων στα κανάλια: την επανεμφάνιση, τάχα δικαιωμένων, κάθε λογής φασιστών. N’ αλλάξεις θέμα, έστω βεβιασμένα; Προσπάθησα δυο φορές – κι έχω τύψεις: Γιατί, απ’ την άλλη, επείγει ν’ αντιπαραθέσουμε κάτι στην παραγωγή ανθρώπων που είναι ικανοί «με το πρώτο σινιάλο, να διαδώσουν τις φήμες που βολεύουν», και που αποκορυφώνουν έτσι «την οργανωμένη πρακτική της φημολογίας, που υπήρξε εξαρχής ένα είδος βαρέος τιμήματος της θεαματικής πληροφόρησης» (Ντεμπόρ)… Οπότε ας δούμε αν γίνεται να μιλήσουμε για το θέμα που καίει, αλλά σημαδεύοντας το ψυχρό, ανεπίκαιρο κέντρο του: αυτό που και αύριο θα μετράει. Ενας τρόπος είναι ν’ ανασύρω διαβάσματα που, όσο ήμουν στο ψυγείο, τα φρεσκάρισα…

Για την επαύριο της εξάρθρωσης των Ερυθρών Ταξιαρχιών, ο Giorgio Αgambeέγραφε: «H ιταλική πολιτική τάξη ποτέ δεν αναγνώρισε στη σύρραξη εκείνων των μολυβένιων χρόνων αυθεντικά πολιτικό χαρακτήρα. Τα αδικήματα που διαπράχθηκαν τότε ήσαν λοιπόν αδικήματα του κοινού ποινικού δικαίου. Αυτή η θέση, συζητήσιμη στο ιστορικό πεδίο, θα μπορούσε ωστόσο να περάσει για απολύτως νόμιμη αν δεν είχε διαψευστεί από μια προφανή αντίφαση: Για να καταστείλει αυτά τα αδικήματα του κοινού ποινικού δικαίου, η ίδια πολιτική τάξη προσέφυγε σ’ έκτακτους νόμους που περιόριζαν τις συνταγματικές ελευθερίες. Το απίστευτο όμως είναι ότι οι ίδιοι νόμοι βρίσκονται πάντα σε ισχύ, ρίχνοντας θλιβερή σκιά στους δημοκρατικούς θεσμούς μας. Ζούμε σε χώρα που ισχυρίζεται ότι είναι κανονική, αλλά στην οποία, όποιος δέχεται κάτω από τη στέγη του έναν φίλο χωρίς να καταγγείλει την παρουσία του στην αστυνομία, υπόκειται σε βαριές ποινικές κυρώσεις…».

Την εξήγηση του φαινομένου, ο Tonio Negri την εντοπίζει στα συμφραζόμενα του θριάμβου «της ευτελισμένης, γιάπικης δημοκρατίας του Κράξι και του Αντρεότι, που η λαμπερή της πρόσοψη έκρυβε το σκάρτο μέταλλο της απληστίας για δημόσιο χρήμα και της διαφθοράς, η οποία έθιγε όλο το φάσμα των σχέσεων του πολίτη. Ηταν η αρχή του μεγάλου μετασχηματισμού, τον οποίο ανέλαβαν να καθοδηγήσουν με τρόπο διπολικό οι τηλεοπτικοί σταθμοί του Μπερλουσκόνι και μια κυνική, γραφειοκρατική σοσιαλδημοκρατία. Διακήρυξαν ότι πολιτική ήταν η απλώς διαχείριση της χρηματοπιστωτικής και κοινωνικής λογιστικής του συστήματος. Γι’ αυτήν την μπαρόκ, κενόδοξη χώρα, ένας πόλεμος ψεύτικος, σαν θέατρο με μαριονέτες, αντιπροσώπευε την εγγύηση της κοινωνικής συνοχής…».

Φυσικά, όλ’ αυτά πρέπει να τα διαβάσουμε λοξά: επειδή οι κατ’ ευθείαν αναγωγές καταντούν ανιστόρητες αλλά κι επειδή, στην Ελλάδα, το θέατρο μαριονετών αποθεώθηκε – και άπλωσε παντού μια χροιά παρωδίας.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή