H φιλοσοφία της αρχαίας τέχνης

H φιλοσοφία της αρχαίας τέχνης

3' 25" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ζωή Αντωνοπούλου – Τρεχλή: «H πολιτική φιλοσοφία της αρχαιοελληνικής τέχνης (H πολιτική ως τέχνη – η τέχνη ως πολιτική στην Αρχαία Ελλάδα)». Εκδόσεις Λιβάνη, 2001, σελ. 370.

Ελειπε από την ελληνική βιβλιογραφία ένα καλό βιβλίο με αυτό το θέμα. (Το καλύτερο που ξέρω και που περιέργως απουσιάζει ολωσδιόλου από το παρόν πόνημα, είναι του αλησμόνητου Αλέξη Διαμαντόπουλου, αλλά και αυτό κάλυπτε ένα μόνο είδος τέχνης, τη λογοτεχνία και μάλιστα την τραγωδία.)

Αλλά, σύμφωνα με τον τίτλο, η μελέτη αυτή πραγματεύεται την πολιτική ιδεολογία που γεννά την αρχαιοελληνική τέχνη. O υπότιτλος ορίζει ότι η έμφαση πρέπει να δοθεί στην εκλαμβανόμενη ως βέβαιη αλληλεπίδραση, αλληλεξάρτηση και αλληλουχία τέχνης και πολιτικής. Τελικά, όμως, αδυνατεί να ανταποκριθεί στις ορισθείσες από το θέμα απαιτήσεις. H ατυχής αντιμετώπιση του θέματος, που οφείλεται στο ότι το έργο είναι κραυγαλέα μεγαλεπήβολο και η συγγραφέας δεν κινείται «ένθεν των ορίων της», γίνεται αντιληπτή ευθύς εξ αρχής από την επιλεγείσα διάρθρωση των ενοτήτων. Τίτλος και υπότιτλος προϊδεάζουν για την ύπαρξη τριών ενοτήτων, αυτοτελών: α) Ορισμός της πολιτικής (υπό την οπτική της τέχνης), β) ορισμός της τέχνης (υπό την οπτική της πολιτικής) και γ) Σύνθεση. Αντίθετα, ακολουθείται η διάκριση δύο μόνο ενοτήτων, που όμως, περιέργως, φέρουν και οι δύο τον ίδιο τίτλο (H πολιτική τέχνη), μόνο που την πρώτη φορά είναι εντός εισαγωγικών ο όρος τέχνη και τη δεύτερη ο όρος πολιτική.

Αλλά και πάλι οι δύο ενότητες έχουν αναπτυχθεί κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να αποτελούν δύο ατελή δοκίμια πάνω σε δύο εντελώς διακριτά και αυτοτελή θέματα, καθιστώντας έτσι ανέφικτη την απαιτούμενη σύνθεση.

Πιο συγκεκριμένα: Στην πρώτη ενότητα διαπιστώνεται ένας συμφυρμός πολιτικής φιλοσοφίας και πολιτειακής ιστορίας, πράγμα που οδηγεί σε μια αυθαίρετη, αφηρημένη και γενικευμένη αντίληψη για το φαινόμενο της πόλης-κράτους, που μακράν απέχει της πραγματικότητας, όπως τη διαμορφώνουν οι ίδιες οι πηγές και οι αρχαίες μαρτυρίες. Εδώ η πόλη-κράτος αντιμετωπίζεται ως ανεξάρτητο και αυτοδύναμο πολιτικοκοινωνικό φαινόμενο και όχι ως χώρος γένεσης και τέλεσης του ιδεολογικού πλαισίου, που ορίζει την τέχνη. H δε σποραδική, ασύνδετη και συχνά αδικαιολόγητη επίκληση πλατωνικών και αριστοτελικών παραθεμάτων μάλλον επιτείνει τη μεθοδολογική σύγχυση παρά ξεκαθαρίζει την κατάσταση.

Ως προς τη δεύτερη και τελευταία ενότητα, στα τρία πρώτα κεφάλαια παρατηρείται μια σπασμωδική απόπειρα να καταδειχθεί η σημασία της πόλης-κράτους ως απαραίτητου όρου για την ύπαρξη τέχνης. Συμφύρει έτσι σε μικρή έκταση αυτό που θα έπρεπε να αποτελεί τρίτη ενότητα, χωρίς όμως να έχει ορισθεί καν ο δεύτερος συντελεστής του θέματος, που είναι η τέχνη.

Ούτως ή άλλως πάντως, η ισχύς των επιχειρημάτων ακυρώνεται από την αφαιρετική και γενικευτική μέθοδο πραγμάτωσης του θέματος. H σύγκριση π.χ. ελληνικής και αιγυπτιακής τέχνης (κεφάλαιο 3.5, σελ. 196-200) με την προσπάθεια ορισμού των πολιτικών συμφραζομένων καθίσταται εντελώς ανεδαφική.

Στα επόμενα πέντε κεφάλαια (4-8, σελ. 211-320), με τον ίδιο αφαιρετικό και ασαφή τρόπο προσέγγισης, επιχειρείται μια αισθητική ερμηνεία της τέχνης, αυτής καθ’ αυτής και για μία ακόμη φορά καθίσταται ανέφικτη η κατάδειξη της άμεσης συνάρτησης πόλης και τέχνης, κάτι που άλλωστε είχε ήδη ακυρωθεί από το πρωθύστερο περιεχόμενο των τριών προηγούμενων κεφαλαίων. Οπως και στην προηγούμενη ενότητα (σελ. 22-157) έτσι κι εδώ ο αναγνώστης πελαγοδρομεί μαζί με τη συγγραφέα και ευρίσκεται σε παρόμοια σύγχυση.

Δεν παρέχεται μια εναργής και στέρεη αντίληψη για το τι είναι πραγματικά η τέχνη και πώς αυτή συναρτάται με την πόλη-κράτος. H διατύπωση γενικών αρχών περί τέχνης, μάλλον συσκοτίζει παρά διαφωτίζει ένα θέμα, που ούτως ή άλλως, ορίστηκε και αντιμετωπίστηκε ατυχώς λόγω μεθοδολογικής ανεπάρκειας.

Αποκορύφωμα της ατυχούς οργάνωσης του υλικού και της ατυχούς μεθόδου αντιμετώπισης του θέματος, αποτελεί το τελευταίο κεφάλαιο (8.7, σελ. 318-320), όπου ρηχά και επιφανειακά επισημαίνεται η τελευταία φάση της αθηναϊκής πόλης-κράτους και, μαζί με αυτήν, ανεξήγητα πώς, της τέχνης. Το κεφάλαιο με τίτλο: «H τέχνη του στιγμιαίου και ο θάνατος της πόλεως» αρχίζει με τη δήλωση ότι «ατενίζοντας τα ύστερα κλασικά γλυπτά νιώθει κανείς θλίψη»(!) – εξαρτάται βέβαια από το ποιος είναι ο «κανείς». Ενα θέμα για το οποίο έχουν χυθεί ποταμοί τυπογραφικού μελανιού, και όχι λιγότερο από τη Jacqueline de Romilly και τις μαθήτριές της, αντιμετωπίζεται ανυποψίαστα σε δυόμισι ισχνές σελίδες.

Οντως, έλειπε από την ελληνική βιβλιογραφία ένα καλό βιβλίο με αυτό το θέμα. Δυστυχώς, λείπει ακόμη.

(1) O Ανδρέας Παναγόπουλος είναι καθηγητής της Κλασικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Πατρών.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή