Προσωπα

6' 18" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Επειδή το παιγνίδι «κλέφτες κι αστυνόμοι» το παίζαμε πολύ μικροί και μάλλον ο κάματος της ηλικίας λειτουργεί αποτρεπτικά πια, επειδή η τρομοκρατία στην Ελλάδα, οι ρίζες της και η εξάρθρωση της θα αποτελούν για καιρό ακόμη δυσεπίλυτο γρίφο, επειδή η λύση των προβλημάτων που απασχολούν όλους εμάς τους «περιθωριακούς» της τρομολαγνείας απέχει πολύ από το να βρεθεί, επειδή όσα μέλλει να ‘ρθούν στο καταχείμωνο, θα χρειαστούν όλες μας τις δυνάμεις, σωματικές και πνευματικές, ας συσσωρεύσουμε στο μισό μιας δημοσιογραφικής σελίδας αποσπασματικές εικόνες, εντυπώσεις και κάποιες σκέψεις μιας καθ’ όλα ανθηρής ελληνικής επαρχίας, με τους κατοίκους της σε ρόλο πρωταγωνιστικό κι εμάς, τους επισκέπτες, σε ρόλο παρατηρητή.

Περπατώντας σύρριζα στο λιμάνι, στη μεγάλη περαντζάδα στο Βαθύ της Σάμου ακούγαμε τις καμπάνες να κτυπούν χαρμόσυνα. Δεν ήταν ακόμη της Παναγιάς. Ούτε καν της Μεταμόρφωσης του Σωτήρα. O κόσμος στριμωγνόταν στους καφενέδες και ο φρέντο διακατεχόταν από αίσθημα υπεροψίας έναντι της κλασικής φραπεδιάς που φέτος μπήκε σε δεύτερη μοίρα. Κι ενώ οι κουβέντες περιστρέφονταν γύρω από ασήμαντα θέματα, με σκόρπια παράπονα για την πτώση του τουρισμού, η μπάντα του Δήμου έκανε από τη γωνιά την εμφάνισή της. Την ακολουθούσαν τα εξαπτέρυγα, οι εικόνες, οι παπάδες, το χριστεπώνυμον πλήθος και φυσικά η πιτσιρικαρία. Μείναμε να αναζητούμε απαντήσεις. Κι εκεί που βάζαμε κάτω τις ημερομηνίες και πασχίζαμε να δούμε τι γιόρταζε η πόλη (τελικά κάτι καλοντυμένες ηλικιωμένες Σαμιώτισσες μας είπαν ότι γιόρταζαν τους Αγίους της Σάμου), ένας μεσήλιξ με ξενική προφορά μας πλησίασε. Φαινόταν ότι ήθελε κουβέντα. Φορούσε μπλουζάκι με το σήμα του 2004 κι είχε τον αέρα κοσμοπολίτη. Το μαλλί του ήταν βαμμένο και με την άνεση του Ελληνα που έζησε χρόνια στην ξενιτειά, μας ρώτησε γιατί κτυπούν οι καμπάνες. «Γιατί», είπε «εκτός από «17 Νοέμβρη» δεν δείχνει τίποτ’ άλλο η τηλεόραση και δεν ξέρω τι γίνεται παρά έξω». Τι ήταν να του απαντήσουμε… Αρχισε να μας απαριθμεί τις διαδρομές της ζωής του, το Τέξας, το Αμέρικα, την Αυστραλία. Ελληνας κατά τα λοιπά, αλλά με εκείνη την απαξιωτική εικόνα για τους γηγενείς. Για τους ντόπιους. Για τις Ελληνίδες. Ηταν της άποψης ότι οι γυναίκες στην Αυστραλία είναι πολύ καλύτερες από τις Ελληνίδες. Το ίδιο και στο Τέξας. Ενας άνθρωπος απόλυτος στις κουβέντες του, με την κλασική σύγχυση που προσδίδει η ελληνική τηλοψία, αυτή που συμβάλλει στη διαμόρφωση του προτύπου της τηλεοπτικής δημοκρατίας. Πώς να προλάβεις να του πεις ότι σφάλλει στις εκτιμήσεις του; Πώς να στριμώξεις στην τυχαία συνάντηση της παραλίας την τοπική γιορτή, τις καμπάνες, τη «17 Νοέμβρη» και την υπεράσπιση του τόπου μας; Μας τα ‘χουν κάνει γης μαδιάμ. Κι όμως….

Στους ορεινούς Μανωλάτες της Σάμου, ανάμεσα σε πλατάνια και χειμάρρους ζουν και αναπολούν το παρελθόν οι λιγοστοί γέροντες κι οι γερόντισες. H άλλη όψη. H απάντηση. Ανθρωποι με κατακάθαρα μάτια που βιάζονται να σου γνέψουν, να ξεφορτωθούν από πάνω τους μνήμες δεκαετιών, να αναζητήσουν την αποδοχή, τον θαυμασμό, τη φιλοφρόνηση. Ανθρωποι σακατεμένοι από τον χρόνο, σαν την πληθωρική φουρνάρισσα, αλλά μ’ εκείνη τη σπάνια αυτοπεποίθηση των επιλογών τους. «E, εσείς, πώς ζείτε στις κολλημένες πολιτείες», ρωτάει η φουρνάρισσα που ‘χει κόρη σε καλή συνοικία της Αθήνας και που κάθε φορά που βρέχει την παίρνει εκατό τηλέφωνα για να βεβαιωθεί ότι επέζησε της βροχής. «Εμείς, εδώ, έχουμε την άπλα μας, σηκωνόμαστε από τα χαράματα για να ψήσουμε τα ψωμιά και τα κουλούρια κι έτσι και βρέξει, να, το νεράκι τρέχει και πάει και γίνεται ένα με τον χείμαρρο στη δημοσιά».

Ανθρωποι που η ζωή τους γέλασε εξ αρχής. Σαν τον 77χρονο κυρ Βασίλη. Εναν γέροντα που έτσι και σε πάρει το μάτι του να κάθεσαι στο καφενείο, δεν τη γλυτώνεις με τίποτα. Φρεσκοπλυμένος, με την παστράδα την παλιά που θέλει το πουκάμισο να ‘χει κολαριστό γιακά, στρογγυλοκάθεται σιμά σου κι αρχίζει. Μιλάει για τον πατέρα που ‘φυγε νιος για την Αμερική, για το καράβι με τις νύφες που ‘φτασε απ’ την Ελλάδα στη Νέα Υόρκη, τον γάμο του πατέρα, τη μάνα του που όντας αμόρφωτη δεν άντεχε την ξενιτειά. Τη μάνα που γύρισε στο πατρικό στους Μανωλάτες κι ανάγκασε και τον πατερα να εγκαταλείψει τα όνειρα, να γίνει αγρότης, να στερήσει απ’ τα παιδιά του το αύριο το καλύτερο. Κι ύστερα ο B΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Το ταξίδι του στρατιώτη Βασίλη στις χώρες της Μέσης Ανατολής. Μνήμες από τα Ιεροσόλυμα. H πρόσβαση σε ιστορικές γνώσεις μέσα από τον κινηματογράφο στο στρατόπεδο. Εικόνες από τον Νείλο, την Αλεξάνδρεια, αλλά και τη Συρία, με ανθρώπους που δήλωναν απόγονοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Συμπιεσμένος χρόνος. Συγκροτημένη μνήμη για κάθε τι που άφησε πίσω του ο κυρ Βασίλης.

Για να τον βρει αργότερα η μεταπολεμική περίοδος να καλλιεργεί τους αμπελώνες της οικογένειας κι ύστερα να ‘ναι αυτός ο κυρίαρχος του καφενείου, ο μάγειρας κι ο καφετζής. Χειμαρρώδης ο γέροντας, αφηγείται δίχως ανάσα πώς έγινε ένα είδος ατραξιόν για τον τουρίστα, τον αλλοδαπό, πουλώντας του ασήμαντες, αλλά πολύτιμες γεωγραφικές και ιστορικές γνώσεις στη γλώσσα του. Μιλάει, λέει, έντεκα γλώσσες ο κυρ Βασίλης και δεν χάνει ευκαιρία να φλερτάρει τις γυναίκες που τον ακούνε. Γίνεται δε αιτία για άλλου είδους ανταγωνισμούς με τον νεώτερο, τον σπουδαγμένο πολίτη του κόσμου που κάθεται στο απέναντι τραπέζι. Αυτόν που ‘φυγε μικρός απ’ το χωριό για να γίνει σήμερα καθηγητής πανεπιστημίου στην Ολλανδία. Αυτόν που δεν αντέχει τις ιστορίες του γέροντα κι αναζητεί τρόπους να τον ανατρέψει, να αναφερθεί στην τρέχουσα πραγματικότητα. Να, στο χωριό που μαραζώνει, στο σχολείο που κλείνει, στα σπίτια που δύσκολα συντηρούνται.

Δύο κόσμοι. O ένας με το ήσυχο πρόσωπο, προορισμένο να κάνει τ’ απόβραδο την προσευχή του κι ο άλλος, ορμητικός, ασυγκράτητος, αποφασισμένος να ρίξει την πραμάτεια σ’ ένα και μόνο καλάθι.

Κι ύστερα τα ‘φερε ο δρόμος για το Καρπενήσι. Κατακαλόκαιρο σ’ ένα αλπικό τοπίο. Με την ελάτη μαγευτική, τις καστανιές, τους ελικοειδείς δρόμους, τη γλυκιά στομαχική αναταραχή της απότομης κλειστής στροφής, τους επισκέπτες του Μεγάλου και του Μικρού Χωριού, τα προϊόντα του Συνεταιρισμού των Γυναικών της Ευρυτανίας, τα γλυκά του κουταλιού, τις γκλίτσες, τον ανταγωνισμό των παραγωγών («ελάτε να δείτε πώς φτιάχουμε τις χυλοπίτες τώρα», «α και τα φασόλια να τ’ αφήσετε όλη τη νύχτα να μουλιάσουν») τις ελάχιστες κρήνες, τα άνυδρα ποτάμια, τα Μοναστήρια, τη Λίμνη των Κρεμαστών, τις Κορυσχάδες -μια πέτρινη ομορφιά- και τον μαγειρευτό τον κόκκορα στους Ξενώνες. Τους περιπάτους δίπλα στα πρόβατα και στον βοσκό, τη γίδα που αρνιόταν να ακολουθήσει το κοπάδι, τον γαϊδαράκο που ‘χασε προς στιγμήν τον δρόμο κι αμολήθηκε στη δημοσιά μονάχος. Εκπληξη.

Τελικά, τι είναι οι διακοπές; Ανάπαυλα; Ευκαιρία για να βγούνε σεργιάνι οι ριζωμένες στο είναι μας περιπέτειες, να δραπετεύσουμε από τη στοά του ερημίτη ανθρώπου και να αφεθούμε στις αχτίνες του ηλίου, αλλά και τον ίδιο τον άνθρωπο από τον οποίον κρυβόμαστε επιμελώς; Τι είναι τελικά οι διακοπές; H τόλμη, ίσως, που μας λείπει τον χειμώνα. H έξοδος από τον εαυτό μας. O αυθορμητισμός. H εγκατάλειψη του καθωσπρεπισμού. H ανάδυση στην ακροκορυφή του εγώ μας όλων των μικρών «ανοσιουργημάτων» που διαπράξαμε τον χειμώνα. O απολογισμός. O ενθουσιασμός. Σχέδια για μια καινούργια αρχή. Να ‘ναι, άραγε, αυτό οι διακοπές;

Μήπως είναι απλά και μόνον ένας περίπατος στην παραλία, το σκύψιμο πάνω από το παλιό πηγάδι και το καθρέπτισμα του καλού εαυτού μας; Μήπως είναι το άγγιγμα της θυμωνιάς και του ασπάλαθου; Μήπως ένας τρελός χορός στο κλαμπ του κοσμικού νησιού; Το νωχελικό γλίστρημα μιας μέδουσας; Ισως να ‘ναι απλά και μόνο η βύθιση στις μυρωδάτες σελίδες ενός βιβλίου, για παράδειγμα σ’ αυτό που περιγράφει τα τερτίπια της Σμυρνιάς της Κατίνας («Οι Μάγισσες της Σμύρνης») και τα μαγικά φίλτρα με τα οποία αιχμαλώτιζε τους άνδρες της ζωής της. Ισως, τέλος, να ‘ναι η ευκαιρία για μια διαπίστωση: ότι είμαστε πλασμένοι για ν’ αγαπάμε, να ρίχνουμε γέφυρες συμφιλίωσης, να γνωριζόμαστε καλύτερα, να συμπορευόμαστε μέσα από ένα πλέγμα στέρεων σχέσεων… Καλό χειμώνα.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή