«Κρείσσον καλώς θανείν»

4' 48" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ευριπίδου: «Ιφιγένεια εν Αυλίδι»

Σκηνοθεσία: Κώστας Τσιάνος

Θέατρο: Εθνικό (στην Επίδαυρο)

«Αν είσαι θηρίο ανήμερο

μείνε θηρίο ανήμερο (…)

Μείνε γίγαντας, όχι ποντίκι

στρατηγός, όχι πρόσκοπος»

Σωτ. Κακίσης «Ποιήματα I», 1997

Το οργισμένο τετράστιχο του ταλαντούχου της γενιάς μου Σωτήρη Κακίση ξέρω ότι πολύ θα δυσαρεστήσει τις σκιές των μηχανορράφων του επεκτατισμού προς Τροία Αγαμέμνονος, Μενελάου και Αχιλλέως, ενώ αντίθετα θα δροσίσει την εξαγριωμένη «αυτοκτόνο» Ιφιγένεια (στην παράσταση Τσιάνου), εξασφαλίζοντας και την εύνοια της προστάτιδός της θεάς Αρτέμιδος. Οι Ολύμπιοι μεθ’ ημών!

Αυτόν τον αποτροπιασμό της Ιφιγένειας και άρα τον ευριπίδειο σαρκασμό της πολεμοκαπηλίας και της στρατοκρατικής συνωμοσίας ψήφισε η εργασία του Εθνικού. H ηρωίδα προ του βωμού δεν μεταστρέφεται υπέρ πατρίδος, αλλά υπέρ μιας χλευάζουσας αισθητικής. H εθελοθυσία της, λέει η πολύ σεβαστή άποψη, δεν μοιάζει να απορρέει από άλλο συγκεκριμένο λόγο, όπως πολλές στον Ευριπίδη: H Πολυξένη της «Εκάβης» προτιμά τον θάνατο από τη δουλεία και την ταπείνωση. H Μακαρία στους «Ηρακλείδες» θωρακίζει την ειρήνη με τον θάνατό της. H Φαίδρα του «Ιππόλυτου» αισχύνεται για τις ερωτικές της ανομίες. Και η παραμυθένια Αλκηστις προτιμάει να ζήσει ο άντρας της αντί για κείνην. H Ιφιγένεια όμως; Ενώ ξεκινά με το «κακώς ζην κρείσσον ή καλώς θανείν» (Κάλλιο ζωή άθλια παρά ο τίμιος θάνατος), το αντιστρέφει αιφνίδια, όπως το σκάρωσε και η δειλή παράφραση του τίτλου μου.

Είναι άκρως ενδιαφέρον το χρονικό της διαμάχης των μελετητών και ιδίως η καπηλεία των μετέπειτα ελληνοχριστιανών χρηστών της πασίγνωστης θυσίας. Πρόκειται για το κλασικό πατριωτικό «δίδαγμα» της Ιφιγενείας που μας παιάνιζαν στα ψυχωφελή σχολεία μας; Οχι λοιπόν. Πρόκειται για το ειρωνικό ξύπνημα ενός ασίγαστου εφηβικού αποτροπιασμού απέναντι στη συμπαιγνία των -και συγγενών της- ισχυρών. H Ιφιγένεια μοιάζει να εξομολογείται ημικαρυωτακιστί: «Αν εγώ επέθαινα από αηδία / θα διασκεδάζατε όλοι στη θυσία».

Το έργο ξέρουμε ότι έχει αμφισβητηθεί ήδη από τον Αριστοτέλη για το «ανώμαλο ήθος» του. H ελληνική σκέψη απαιτεί σταθερότητα χαρακτήρων, ενώ εδώ και οι άλλοι ήρωες, αλλά ιδίως η Ιφιγένεια, «ουδέν γαρ έοικεν η ικετεύουσα τη υστέρα». Ακόμη ο μέγας Κίττο θεωρεί την τραγωδία αυτή δεύτερης σειράς (τη χαρακτηρίζει… «μισοτραγωδία του Γουέστ Εντ») και έχει κάποιο δίκιο, ειδικά όταν παρατηρεί ότι ο Ευριπίδης θα μπορούσε να πλάσει έναν τραγικό Αγαμέμνονα, αλλά τον άφησε στα πρόθυρα.

Οπως και να ‘ναι ο K. Τσιάνος, στα στρωτά, κυριολεκτούντα νέα ελληνικά που παρέδωσε, σκηνοθέτησε μια παράσταση της «αιρετικής» αντίληψης. Ετσι είχε σκεφθεί και ο Ντουφεξής το ’79 στην Καισαριανή, έτσι και ο Ευαγγελάτος στην Επίδαυρο το ’85. Επιπροσθέτως, ο Τσιάνος είχε την αγαθή πρωτοβουλία να «ρίξει» στην ορχήστρα σχετικά νέους ηθοποιούς, ήδη δοκιμασμένους με επιτυχίες στο δραματολόγιο του κλειστού θεάτρου. Πράξη επαινετέα, που όμως ευκταίο θα ήταν να την προετοιμάσει κανείς σταδιακά, ώστε ούτε τους καλούς ηθοποιούς ούτε την παράστασή του να θέσει σε κίνδυνο. Ρόλοι τέτοιου μεγέθους νομίζω ανατίθενται αφού γαλβανιστούν πρώτα οι ηθοποιοί σε δευτεραγωνιστές αγγελιοφόρους, κορυφαίους. Ας είναι.

Το επιτυχέστερο στοιχείο της παράστασης ήταν ο άδων Χορός της (των γυναικών, γιατί των ανδρών ήταν αδύνατος). Παρά την πολυφωνική αντίληψη του Δ. Παπαδημητρίου, που απειλεί την ευκρίνεια του λόγου, τα ελληνικά του παραδοσιακά μοτίβα, μελωδικά, πολυσυλλεκτικά, αν και ίσως υπερπαρόντα, εξασφάλισαν στα λυρικότατα στάσιμα την ευφρόσυνη συνοδεία τους. Πάνω σ’ αυτούς τους ήχους και με διακριτικές άρα όχι έντονα ηθογραφίζουσες, εξελιγμένες μνήμες από την Ντόρα Στράτου, ο Τσιάνος σχεδίασε «πραϋντικές» φιγούρες στα σύνολά του, δημιουργώντας ορθά μια ρομαντική αντίστιξη απέναντι στα φαύλα ήθη των ηρώων. Και πράγματι, γι’ αυτούς τους ανενδοίαστους, μανιασμένους στρατηλάτες, ο Τσιάνος δίδαξε μια υπογράμμιση εξαχρείωσης, την οποία όμως οι ηθοποιοί του άφησαν στο πρώτο επίπεδο των φωνών, της οξυθυμίας, της κινησιολογικής εκζήτησης. Εμεινε μόνο η εξαγρίωση, που αν μπορούσε να είχε μεταφερθεί στο εσωτερικό επίπεδο το συναισθήματος, θα είχε δικαιολογηθεί, όπως υπήρξε σχέδιο, και η αηδιασμένη μεταστροφή της Ιφιγένειας.

Ο Ακ. Καραζήσης έδωσε βέβαια κάποια ανθρώπινη διάσταση διλημματικής οδύνης στον Αγαμέμνονα, αλλά με μέσα κάπως κραυγαλέα. O Αιμ. Χειλάκης ήταν θετική παρουσία και λαγαρή φωνή Αχιλλέως, δίχως όμως να μπει στο βαθύτερο ήθος του. O Φ. Μουρατίδης (Μενέλαος) παρίστανε τον οργίλο με ψευδοκινητική άνεση και με ανέμελη εξωτερικότητα. Ερώτημα σοβαρό η πολύ καλή ηθοποιός M. Κεχαγιόγλου. Εκείνη ή ο σκηνοθέτης επέλεξε την κατάργησή της πίσω από ένα αυστηρό, ισότονο φωνητικό στυλιζάρισμα που εξουδετέρωσε το θυμικό σθένος της Κλυταιμνήστρας; Ποιος από τους δύο φοβήθηκε -όχι άλλο- την ηλικιακή απόσταση από την Ιφιγένεια; O N. Χατζόπουλος έδωσε ένα πολύ μετρημένο πρεσβύτη. Το σημαντικότερο ήταν πως είχε αίσθηση και έλεγχο του χώρου που έπαιζε και του είδους. Εμπειρη φιγούρα τροφού η M. Λιαπίκου.

Αφησα στο τέλος τη M. Σκουλά-Ιφιγένεια, επειδή «σαν έτοιμη από καιρό» για τον ρόλο, μαγνήτισε την αισθητική συγκίνηση του θεατή με την αρχική ευγένεια και την αγνή ικεσία της παρθένου και με την επιθετικά απεγνωσμένη της έξοδο στο τέλος και έτσι δικαίωσε ως προς το μέρος της τις σκηνοθετικές προσδοκίες.

Πάντως, η παράσταση του Τσιάνου είχε ρυθμό, οργάνωση, ήταν αποφασισμένη στο θεωρητικό μέρος. Αλλά… «ου παντός πλειν εις Αυλίδα»… (Το Θέατρο Τέχνης έκανε χρόνια για να προσαρμοστεί στο κύρος, και στην υποκριτική του ανοιχτού αυτού χώρου). Υστερα, υπήρξε και η όψη. O Γ. Μετζικώφ σχεδίασε βαριά και ειρωνικά, όλα σημαίνοντα κοστούμια – η εργασία του λαμπρή. Την κατακόρυφη αναίδεια όμως των τριών πανύψηλων αντιτορπιλικών με τα περίπου σύγχρονα γρανάζια να χάσκουν ή τη δέχεσαι ως ακραίο και «κεραμεούντα» νατουραλιστικό χειρισμό ή… την πετάς στη θάλασσα της Αυλίδας. Δίπλα σε αυτήν την τερατεία είχε στηθεί σαν σπιτάκι του Πινόκιο ένα παταράκι με μπερντέ στυλ κομέντια όπου ετελείτο η μισή δράση – προφανώς με τη συναίνεση του σκηνοθέτη που ήθελε έτσι να λοιδορήσει την πατριωτική μαθητική χρήση του μύθου. Προσωπικά θεώρησα αυτήν τη όλη ζεύξη κατανοητή ίσως στην αφετηρία, αλλά τελικά πληθωρικά αντιαισθητική ως αποτέλεσμα. Να μην ξεχάσω το έξοχο φινάλε με την Κλυταιμνήστρα να βαστά το προφητικό μαχαίρι του μελλοντικού φόνου.

Σας μίλησα για μια έντιμη σπουδή σε δυσχερές, αντιφατικό και, πάντως, αμφίθυμο κείμενο, σπουδή που κυρίως σκάλωσε στον ίδιο της το γενναιόδωρο φιλονεϊσμό.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή