Ενας Δον Ζουάν άσφαιρων πυρών

Ενας Δον Ζουάν άσφαιρων πυρών

4' 48" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Παντελή Χορν

Ο Σέντζας

ΣκηνοΘ.: Κ. Τσιάνος

Νέα Σκηνή Εθνικού

«Αλλά στοχαζόμουν (…)

πως αδυνατώντας να εκπληρώσω τον έρωτα

θα λυτρωνόμουν κι απ’ τις πληγές του».

ΑΡΗΣ ΔΙΚΤΑΙΟΣ, «Ο ευνούχος», 1980

Πολυσχιδής και άκρως ευγενής και δημοκρατική προσωπικότητα, «με τολμηρά φτερά κι αληθινή ανθρωπιά» κατά τον Πέτρο Χάρη, ο πατέρας του Τάκη και του Γιάννη Χορν, ο Παντελής Χορν (1881-1941). Θεατρικός συγγραφέας, χρονογράφος, πεζογράφος, υψηλόβαθμος αξιωματικός του Ναυτικού, μετά την αποστρατεία του και ηθοποιός, έταμε δρόμους στη νεοελληνική δραματουργία με τα πολυάριθμα όσο και άνισα δράματα και τις κωμωδίες του που υπηρετήθηκαν από υποκριτικά μεγέθη όπως η Κυβέλη, η Κοτοπούλη, ο Βεάκης, η Κατερίνα, η Παπαδάκη, ο Αργυρόπουλος και ο Νέζερ, κατά το πρώτο ήμισυ του εικοστού αιώνα. Οι «Πετροχάρηδες» (1908), το «Φυντανάκι» (1921), η «Φλαντρώ» (1925), το «Μελτεμάκι» (1927) είναι κυρίως τα έργα με τα οποία θριάμβευσε στις σκηνές της εποχής του, βαθαίνοντας τη ρομαντική ηθογραφική κομψότητα του επίσης πρωτοπόρου Ξενόπουλου με το νυστέρι της οξείας κοινωνικής του ματιάς. Τολμητίας στη διερεύνηση των ψυχολογικών συμπεριφορών, με αγνή, ενίοτε έως και αφελή, ποιητική διάθεση υπνοβατούντος, κοντά σε στέρεες όμως ιδέες, δυνατούς θεατρικούς διαλόγους αλλά και κάπως ασταθή γλώσσα, απογείωσε αυτό που στενόκαρδα αποκαλούμε «ηθογραφία». Την απογείωσε στην κριτική εμβάθυνση των αιτίων ηθικών και οικονομικών εμπλοκών του καιρού του. Στον Χορν η αθηναϊκή αυλή ή η νησιώτικη επικράτεια των λαϊκών ή και λούμπεν στρωμάτων μεταμορφώνονται σε γόνιμα θερμοκήπια που, ως κεντρομόλοι χώροι, θα εκθρέψουν και θα εξηγήσουν τις ηθικές αξίες και απαξίες της πολυκοσμίας τους. Ο Χορν «υπέδειξε» σοφούς τρόπους, ερείσματα για τη μεταπολεμική δήλωση του αύλιου κόσμου, διδάγματα που πήραν ο Τερζάκης, ο Καγιάς, μετά ο Καμπανέλλης, ο Κεχαΐδης και τόσοι άλλοι.

Κωμωδία αλλά και δράμα

Ο «Σέντζας» (1925) ονοματίζεται κωμωδία. Είναι όμως και δράμα. Ο κεντρικός ήρωας, πλούσιος τραπεζίτης και γητευτής γυναικείων ψυχών αλλά σεξουαλικά ανίκανος, εξαγοράζει με το χρήμα τις συνειδήσεις της φαύλης επαρχιακής μικροκοινωνίας στην οποία εισελαύνει, αποκρύπτοντας με κάθε μέσον την αναπηρία του πίσω απ’ τις παροχές, τις υποσχέσεις και την εικόνα του καρδιοκατακτητή. Αυτά, για να περισωθεί εντέλει κάτω απ’ τις συναινετικές φτερούγες του λευκού γάμου μ’ ένα απ’ τα ερωτευμένα κορίτσια, στο οποίο θα εξασφαλίσει όλες τις πολυτέλειες, μέχρι και την κάλυψη, μέσω πρόθυμων επιβητόρων, της δικής του τραυματικής «ατέλειας».

Η πλειονότητα των κριτικών της εποχής -πλην του δίκαια υμνητικού Αλκη Θρύλου- είχε μιλήσει για παταγώδη αποτυχία μέχρι… μαξιλαρώματος. Ο συγγραφέας είχε στηλιτευθεί τόσο για την ομολογουμένως πρωτόγνωρη τολμηρότητα ορισμένων ερωτικών σκηνών του όσο και για την κατάδειξη της παραβίασης των ηθικών κωδίκων. Προκάλεσε και αμαύρωσε, υποτίθεται, τους συγκαιρινούς του συνανθρώπους. Ομως, αυτή ακριβώς είναι η αρετή του σκανδαλίσαντος έργου: ένα αλληλοεξαρτώμενο δίπολο ατομικού δράματος και ιλαρών, μέσα στον καιροσκοπισμό τους, μικρόψυχων και υπολογιστικών αντιδράσεων. Ο Σέντζας είναι ο ραγισμένος καθρέφτης πάνω όμως στον οποίο εικονίζονται με σαφήνεια τα τρωκτικά ανθρωπάρια που τον εκμεταλλεύονται. Η κατά βάθος τραγική υφή του ίδιου του Σέντζα παραπέμπει ως σύλληψη σε μορφές παρόμοιες εκείνων που ενοικούν στον «Υπέροχο κερατά» του Βέλγου Κρόμελινκ και στο «Κνοκ» του Ζιλ Ρομέν. Είναι η περσόνα που κρύβεται απ’ τον εαυτό της, φανερώνοντας συνάμα τη διαφθορά των άλλων.

Το δίλημμα του σκηνοθέτη

Η καθήλωση βέβαια του έργου στην εποχή του καθιστά συζητήσιμη, έστω κοντή, τη σημερινή του αναπνοή. Παρά τις ορθά γενναίες -θα μπορούσε και γενναιότερες- περικοπές του, ο Κ. Τσιάνος βρέθηκε προφανώς ενώπιον διλήμματος: να κρατήσει μόνο το χρόνο του «Σέντζα» ή και το τότε υποκριτικό ύφος; Καλώς ή κακώς φαίνεται πως, πέρα απ’ τον φιλολογικό σεβασμό, η εμπλουτισμένη αυτή, χωρίς εισαγωγικά και υποτίμηση, μελοδραματική ιλαρή ηθογραφία ανασαίνει σήμερα μόνον αν κρατηθούν και τα δύο στοιχεία. Στον βωμό ίσως της εμπορικής γελαστικής επιτυχίας, ο σκηνοθέτης (πάνω στις «βαριές» κατασκευές της αυλής και στα πιστά μα δίχως έμπνευση ρούχα της Ρ. Γεωργιάδου) προτίμησε να οδηγηθεί σε ακραίες λύσεις. Ανέβασε μια θορυβώδη, νατουραλίζουσα φάρσα για να αποδειχθεί πόσο ο κοινοτροπισμός κινδυνεύει να πληρώσει σοβαρά διόδια στο καλό γούστο. Ετσι, με εξαίρεση την γ΄ πράξη, όπου πράγματι μετεβλήθη το ύφος και είδαμε να εμφανίζεται το δραματικό κρεσέντο, οι δύο εκτεταμένες πρώτες εξογκώθηκαν με κραυγές, σπρωξίματα, τερτίπια και καμώματα νευρόσπαστων, που αφενός προσανατόλισαν τον θεατή προς την εύκολη γραφικότητα, αφετέρου δε συσκότισαν τα κρίσιμα και πικρά ιδεολογικά φορτία που κομίζει η ψυχογραφική αυτή ηθογραφία.

Οι ηθοποιοί

Η διανομή σώθηκε στο μέτρο της αισθητικής αντίστασης του κάθε ηθοποιού προς τον γκροτέσκο κουβά. Μέσα του πνίγηκαν πρώτες -έτσι διδαγμένες;- οι ερωτιάρες αρχιφωνακλούδες Κλ. Μανιάτη και Β. Ιατροπούλου. Ο Σ. Τζεβελέκος (πραματευτής), μετά από μικρή φρόνιμη ανάπαυλα, επανήλθε λάβρος στα χυδαία καραγκιοζιλίκια των βιντεοταινιών του ’80. Τρ. Παπουτσής (γιατρός) και Γ. Δεγαΐτης (επίτροπος) προσπάθησαν μέσα απ’ τις μανιέρες τους για ένα σχετικό ηθογραφικό μέτρο. Ανασφαλής εδώ ο λαμπρός Π. Καρακωνσταντόγλου φωνασκούσε και πάλευε με μούτες σ’ έναν κόντρα του ρόλο (δάσκαλος). Η Ελ. Βιδάκη ισορρόπησε τελικά στο τεντωμένο σκοινί της ξαναμμένης κόρης και της ερώσας ψυχής. Η κεφάτη Νικ. Βλαβιανού (υπηρέτρια), σκαμπρόζικη λεπτομερής σουμπρέτα, έδωσε ζωηρότατη υπόσταση ρόλου και εντός της εποχής του. Η πολύτιμη καρατερίστα Αλ. Παντελάκη (θεία) φαίδρυνε με εξαιρετική τεχνική και καίριο χιούμορ την παράσταση: μεσήλιξ ερωτικός οίστρος που ρουθουνίζει και μετά τη διάψευση σκληρός κυνισμός που τρομάζει. Ο Τ. Πεζιρκιανίδης (Μαθιός) μυρίστηκε τους κινδύνους και, παρότι επιθεωρησιακά πάνοπλος να υποταχθεί στη φάρσα, συγκρατήθηκε σ’ ένα θεατρικό πρόσωπο που εκτιμούσε τον ρόλο κι όχι τη γενική γραμμή. Ο Τ. Χρυσικάκος, εμφανισιακά κατάλληλος, στάθμευσε στα εξωτερικά κόλπα του Σέντζα χωρίς να φροντίσει τη δραματική φόδρα, σύμφυτη με το πρόσωπο απ’ την πρώτη αρχή. Ηταν ένας πλούσιος Φιάκας, χωρίς την «πληγή», χωρίς «τα σήμαντρα της ερημίας».

Επιτέλους λιτότερο και πιο «χαρμόσυνο» το πρόγραμμα του Εθνικού, αγκάλιασε φωτογραφικά τον μόχθο των ηθοποιών του. Να υποθέσω αυτάρεσκα πως εισακούστηκαν οι προ καιρού επί του θέματος ενστάσεις μου; Η κα Βαφειάδου με τις αναλύσεις της στον Χορν τιμά τη θεατρολογία.

Δυστυχώς, ο κ. Τσιάνος ψήφισε με ταμειακά κριτήρια ελεύθερου (ή ελευθέριου;) θεάτρου. Ξέρω καλά ότι, αν ήθελε, μπορούσε αλλιώς. Αλλ’ «ουκ ηβουλήθη συνιέναι…».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή