Ενα Βλεμμα

3' 13" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ο λοκληρώνοντας την επισκόπηση του πολιτιστικού 2002 αισθανόμουν ότι παραήμουν αισιόδοξος, απλόχερος. Σαν να το παράκανα. Το σκέφτηκα μόνος, το συζήτησα και με τους απαραίτητους φίλους, κατέληξα επί τα αυτά: καλύτερα σπάταλος, παρά τσιγκούνης. Ας μην τσιγκουνευόμαστε τον καλό λόγο, ας παίρνουμε το ρίσκο της επισήμανσης, του επαίνου, της προτροπής επί τα βελτίω… Ας μην γκρινιάζουμε. Και ό,τι βγει.

Θα βγει. Στο μέλλον. Αλλά για τα τωρινά τι λέμε; Καλά να δοξάζουμε τον μέλλοντα, με τον ενεστώτα τι λες; Θυμώνω. Αλλά δεν θυμώνω όπως παλιά, με θυμό ζωηρό, απόλυτο, καθαρό, που εξατμίζεται ακαριαία άπαξ και κερδίσεις ένα βλέμμα, ένα χάδι, ένα γέλιο, από το άλλο φύλο ή από τον φίλο. Τώρα, στη μέση ηλικία, ο θυμός έχει την ίδια εναρκτήρια ένταση, αλλά διαρκεί? και δεν εξατμίζεται, απλώς βουβαίνεται, φωλιάζει βουβός και φιδοσέρνεται… Το έλλογο της ηλικίας μετατρέπει την οργή σε παραμένουσα πίκρα, αφήνει ταγγίλα στο στόμα -και τα βλέμματα και τα χάδια είναι σπανιότερα.

Κι έχουμε τόσους λόγους να θυμώνουμε… Τον εξής ένα: εξαχρείωση του δημόσιου χώρου. Διαπιστώνω το γνωστό, ό,τι διατρέχει το πετσί μας καθημερινά: τη νευρασθενική ένταση της μεγαλούπολης, το κυνηγητό του μεροκάματου, του χρήματος και της καριέρας (αξεδιάλυτα – ένα), το άδειασμα της προσωπικής ζωής, την υπερεπικοινωνιακότητα που οδηγεί στην α-κοινωνία, τις φθαρμένες και εχθρικές δημόσιες υπηρεσίες, τη διαφθορά των δημόσιων λειτουργών, την απληστία των μεγαλοεπιχειρηματιών, τη φετιχιστική λατρεία της αγοράς, τον αχαλίνωτο ατομικισμό. Επ, νάτο! γλίστρησα πάλι στην ηθικολογία… απαριθμώ την κοινότοπη μιζέρια της χαμηλής ζωής.

Ξανά από την αρχή. Να πω για τα υψηλά.

Δεν μπορώ. Η γλώσσα με πάει εκεί, στη θεμιτή σβουνιά της καταγωγής, στον πηλό. Λαϊκίζω: O μανάβης μου παραμονές Πρωτοχρονιάς μου αφηγήθηκε ένα μεταμοντέρνο μελό: πώς τον έσφαξε μες στο 2002 ένας ελεγκτής της εφορίας. «Μπήκε με ένα χαρτί για κλείσιμο βιβλίων. Νάτο. Μου έβγαλε οχτώ εκατομμύρια για να καθαρίσω… Με τα πολλά, με πήγε να δώσω δύο εκατομμύρια σε αυτόν και δυόμισι στην εφορία… Ολη η συνεννοήση γινόταν με το κινητό. Δουλεύω δεκάξι-δεκαοκτώ ώρες, όλο τον χρόνο, γι’ αυτόν τον φόρο. Μου ‘ρχεται να βάλω τα κλάματα…».

Λαϊκισμός. Να όμως που θεωρώ το κλάμα του μανάβη μείζον γεγονός για τον πολιτισμό της ευρωπαϊκής Ελλάδας του 2003. O μανάβης κλαίει γιατί δεν αντέχει να δουλεύει άλλο σαν δουλοπάροικος, κλαίει γιατί συγκρίνει: σχετικά πρόσφατα ένιωσε λίγο και σαν απελεύθερος. Κλαίει γιατί νιώθει στο πετσί του μονομερή την αδικία? γιατί ο κόσμος των άνετων κι ωραίων δεν ταιριάζει με αυτά που ζει κάθε μέρα, γιατί στα 55 του δεν μπορεί να αλλάξει επάγγελμα όπως τον παροτρύνουν οι ειδικοί της εργασίας, δεν προλαβαίνει να μυηθεί στις χαρές της νέας επιχειρηματικότητας. Κλαίει, αυτός ο ατσίδας της αγοράς, ο μετεμφυλιακός επιβιωτής της ανοικοδόμησης, γιατί από νοικοκύρης και μικρομεσαίος, βλέπει να κυλάει στα χαμηλά: από τη μια, η μεγάλη Αγορά, από την άλλη, η Αλβανία. Ανάμεσά τους, μια χαραμάδα. Ολοι οι νοικοκυραίοι, οι μικρομεσαίοι, οι επιβιωτές, στριμώχνονται τώρα σ’ αυτή τη χαραμάδα.

Είπα νωρίτερα, μεταμοντέρνο μελόδραμα. Πράγματι. Στον υλόφρονα καιρό μας, η αδικία ζυγίζεται με χρήμα, ο δημόσιος χώρος μετριέται με χρήμα. Ακριβώς όπως στην «Κάλπικη λίρα» του τόσο μακρινού ’50, του φολκλορικού παρελθόντος μας.

Ποιος την κατέχει τη λίρα, ποιος την έχει ανάγκη, ποιος κυριαρχεί πάνω σε ποιον. Οταν όλη η κοινωνία κυλά πειθήνια στον ιμάντα των αγορών και των δανείων, το ήθος της, η ανάσα της ισορροπεί στη λίρα? η λίρα στέκεται όρθια, έτοιμη να πέσει από ‘δω ή από ‘κει, και να αλλάξει ζωές. Τώρα τα δάκρυα κυλούν για λίρες.

Φταίει ο διεφθαρμένος εφοριακός που πλουτίζει με τον στεναγμό του βιοπαλαιστή; Φταίει το σύστημα που τρέφει φοροεισπράκτορες και τελώνες; Φταίει το θύμα, που συντηρεί τον θηρευτή του συμμεριζόμενο την ίδια πίστη, το ίδιο ήθος; Που κλαίει μόνο αν του αρπάξουνε τη λίρα κι όχι γιατί έγινε δούλος της;

Δεν ξέρω. Στο μεταμοντέρνο μελόδραμα, το κλάμα είναι βουβό, cool. Οι μεταμοντέρνοι είλωτες κλαίνε στεγνά, ιδιωτικά, μόνοι. Ξέχασαν να συνυπάρχουν, να πενθούν μαζί, να γελούν, να διεκδικούν. Τώρα κλαίνει μόνοι.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή