Φυλαχτείτε γιατί έρχεται μαινόμενος!

Φυλαχτείτε γιατί έρχεται μαινόμενος!

7' 12" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

H καλλιτεχνική και εισπρακτική επιτυχία της όπερας «Ξέρξης» του Χέντελ τον περασμένο Ιανουάριο υπήρξε καθοριστική: η Εθνική Λυρική Σκηνή απέδειξε πως με έξυπνες επιλογές μπορεί να αντεπεξέλθει στην πρόκληση του μπαρόκ, παρότι δεν διαθέτει την σχετική παράδοση. Ηταν δε τόσος ο γενικός ενθουσιασμός για τον «Ξέρξη», ώστε φέτος το θέατρο να προχωρήσει στην παρουσίαση μιας ακόμα όπερας της ίδιας εποχής και μάλιστα σε πανελλήνια πρώτη: πρόκειται για τον «Μαινόμενο Ορλάνδο» του Αντόνιο Βιβάλντι, που κάνει πρεμιέρα στις 10 Ιανουαρίου. Τον ρόλο του τίτλου ερμηνεύει η μεσόφωνος Μαρίτα Παπαρίζου, διευθύνει ο Βασίλης Χριστόπουλος και σκηνοθετεί η Μαρία Γυπαράκη. Αρχιμουσικός και σκηνοθέτρια ξεδιαλύνουν απορίες.

– Πόσο καθοριστικό είναι σήμερα το οπτικό μέρος στην πρόσληψη μιας όπερας μπαρόκ;

Μ. Γυπ.: Απολύτως καθοριστικό. Σε αντίθεση προς την όπερα του 19ου αιώνα, το μπαρόκ έχει πολύ έντονα θεατρική διάσταση. Μπορεί κανείς να δουλέψει με τους τραγουδιστές σα να πρόκειται για έργο πρόζας. Επιπλέον, όπως και στην εποχή του Βιβάλντι, έτσι και σήμερα υπάρχει ανάγκη το κείμενο να συμπληρώνεται από την αισθητική της παραγωγής.

– Πόσο εύκολα μπορούμε σήμερα να αντιληφθούμε τις αρχές που διέπουν τον κόσμο του μπαρόκ;

Μ. Γυπ.: Σε σχέση με την τέχνη άλλων εποχών, το μπαρόκ είναι πολύ εύπλαστο, ξαναφτιάχνεται, ξανακαλουπώνεται, τόσο ως προς το κείμενο όσο και ως προς τη μουσική. Λόγου χάριν, τα ρετσιτατίβι (σ.σ. μέρη δραματικής απαγγελίας με συνοδεία μουσικής) είναι εύπλαστα όσο και η τζαζ: εάν πλατειάσει κανείς χρονικά σε ένα σημείο, μπορεί να «κερδίσει» τη διαφορά στη συνέχεια. Αντίστοιχα, αν στην παράσταση χρειαστεί να μπει κάποιο στοιχείο που να θυμίζει έντονα το σήμερα, δεν αισθάνομαι ότι δημιουργείται αντίφαση.

Βενετσιάνικη τρέλα

– Το έντονο στυλιζάρισμα που χαρακτηρίζει την αισθητική του μπαρόκ σήμερα δεν ξενίζει;

Μ. Γυπ.: Πράγματι, αλλά εγώ δεν πιστεύω στο απόλυτο στυλιζάρισμα. Μάλιστα, θεωρώ ότι μπορεί να γίνει επικίνδυνο. Επιπλέον, πιστεύω ότι στην Ελλάδα δεν θα μπορούσε να σταθεί μία απόλυτα στυλιζαρισμένη παραγωγή, διότι δεν γνωρίζουμε τους κώδικες. Δεν ζήσαμε την Αναγέννηση, δεν περάσαμε από τον 18ο αιώνα με τον τρόπο που πέρασε η υπόλοιπη Δύση, κατά συνέπεια είναι κάτι που απουσιάζει από το πολιτιστικό μας τοπίο.

– Τι σημαίνει για μας σήμερα ο κόσμος των παρεξηγήσεων του μπαρόκ και πόσο προσπελάσιμος είναι;

Μ. Γυπ.: Ως προς την πολυπλοκότητα, σε πρώτη ανάγνωση ίσως θυμίζει τις σαπουνόπερες της τηλεόρασης, που όμως είναι επίπεδες: είναι αυτό που βλέπεις. Αντίθετα, το μπαρόκ αναπτύσσεται με σπειροειδή τρόπο, υπάρχει η ιδέα του χρόνου που καθρεφτίζεται και προχωρεί σε μία άβυσσο δίχως τέλος. Είναι λίγο σαν τις ταινίες του Χίτσκοκ, όπως ο «Ιλιγγος» λόγου χάριν, όπου η σπείρα πάνω στην οποία αναπτύσσεται η υπόθεση διαρκώς προχωρεί, αποκτώντας βάθος. Αν το κοινό αφεθεί στο σασπένς του μπαρόκ, τότε όλα θα λειτουργήσουν μια χαρά.

– Η παράσταση που θα δούμε σε ποια εποχή διαδραματίζεται;

Μ. Γυπ.: Επιθυμώντας να αποδώσουμε το φανταστικό στοιχείο του πρωτοτύπου και ταυτόχρονα να αποφύγουμε τον ρεαλισμό που θα ήταν εκτός τόπου, επιλέξαμε από κοινού με τον σκηνογράφο Φραντσέσκο Τσίτο έναν μαγικό κόσμο, μία διάσταση παραμυθιού. Ολη η παράσταση διαδραματίζεται σε ένα cabinet de curiosite, ένα «μαγικό κουτί» με καθρέπτες, αντικείμενο χαρακτηριστικό του 19ου αιώνα.

– Τι κάνει τον «Μαινόμενο Ορλάνδο» ενδιαφέροντα;

Μ. Γυπ.: Κατ’ αρχήν το λιμπρέτο, που -έστω χαλαρά- βασίζεται στο ενδιαφέρον ποιητικό κείμενο του Αριόστο. Βεβαίως, στην όπερα, το αναγεννησιακό κείμενο προσαρμόζεται στην εποχή του μπαρόκ, στην εποχή του Βιβάλντι. Αποδίδει την τρέλα της Βενετίας με τα καρναβάλια, με τις πόρνες που βασίλευαν τη νύχτα, με τις ιστορίες του θεάτρου.

Το καλό και το κακό

– Πόσο κοντά είναι σε έναν 27χρονο αρχιμουσικό ο κόσμος του μπαρόκ;

Β. Χρ.: Νομίζω ότι είναι πολύ μακριά από οποιονδήποτε ζει στον 21ο αιώνα, είτε νέο είτε μεγαλύτερο! Οσο απομακρυνόμαστε χρονικά από την εποχή μας, τόσο πιο δύσκολα γίνονται τα πράγματα. Για να μπορέσει κανείς να προσεγγίσει ερμηνευτικά το μπαρόκ, χρειάζεται μουσικολογική και ιστορική έρευνα.

– Ολοκληρώνοντας σπουδές στην Ελλάδα και στο εξωτερικό σας δόθηκαν τα εφόδια για την προσέγγιση αυτού του ρεπερτορίου;

Β. Χρ.: Οσο δεν υπάρχει μουσική ακαδημία, όσο δεν υπάρχει δυνατότητα για κάποιον να σπουδάσει οπουδήποτε διεύθυνση ορχήστρας, όσο οι σπουδές είναι αδιαβάθμιστες, είναι αστείο να μιλάμε για μουσικές σπουδές στην Ελλάδα. Στο εξωτερικό, στα τέσσερα ή πέντε χρόνια που διαρκούν οι σπουδές διεύθυνσης σε μία ακαδημία, θα πρέπει κανείς να καλύψει όλο το φάσμα του ρεπερτορίου. Οπότε και πάλι τα εφόδια δεν αρκούν. Μου δόθηκαν όμως κάποιες βασικές αρχές, η μέθοδος και οι αφετηρίες των δρόμων, ώστε να μπορέσω να εμβαθύνω.

– Μουσικά, ποια είναι τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης όπερας;

Β. Χρ.: Σχηματοποιώντας θα έλεγα ότι υπάρχουν δύο πρόσωπα-πόλοι, γύρω από τα οποία αναπτύσσεται το έργο: ο χριστιανός ήρωας Ορλάντο και η κακιά μάγισσα Αλτσίνα.

Μ. Γυπ.: Είναι λίγο σαν την πάλη του καλού με το κακό.

Β. Χρ.: Περίπου δεκαπέντε χρόνια νωρίτερα ο Βιβάλντι είχε καταπιαστεί με το ίδιο θέμα στο πλαίσιο μιας άλλης όπερας, του «Ορλάνδου ψευδο-παράφρονα», που όμως δεν γνώρισε επιτυχία. Προφανώς ασχολήθηκε εκ νέου διότι έκρινε πως το θέμα ήταν πολύ σημαντικό. Κράτησε αρκετές άριες από την παλαιότερη όπερα, διασκεύασε κάποιες άλλες και προσέθεσε ορισμένες νέες. Επομένως, ουσιαστικά πρόκειται για ένα καταστάλαγμα, ένα αρκετά ώριμο έργο που ξεφεύγει από αυτά που ο συνθέτης έκρινε ως λάθη του παρελθόντος. Το τελικό αποτέλεσμα θα πρέπει να ήταν εξαιρετικά μοντέρνο στην εποχή του. Υπάρχουν διάφορες ιδιαιτερότητες, όπως η σημαντική θέση που κατέχουν τα ρετσιτατίβι, στα οποία εξελίσσεται η πλοκή ή ότι ο πρωταγωνιστικός ρόλος δεν έχει τις περισσότερες άριες.

Το μπαρόκ είναι άφυλο

– Σε ένα έργο με έξι γυναικείες φωνές σε ανδρικούς και γυναικείους ρόλους, πώς διαχωρίζει ο συνθέτης μία γυναίκα κοντράλτο από έναν άνδρα κοντράλτο;

Β. Χρ.: Δεν υπάρχει συγκεκριμένος κώδικας γι’ αυτό. Ενας άνδρας μπορεί να τραγουδάει πιο ψηλά, επίσης πιο λυρικά από μία δυναμική γυναίκα. Εξαρτάται από τον χαρακτήρα.

Μ. Γυπ.: Το μπαρόκ είναι άφυλο. Χαρακτηρίζεται από καθοριστική αμφισημία.

– Πόσο σημαντική είναι η απόδοση του ύφους στην μουσική;

Β. Χρ.: Καταλυτική! Η μουσική του μπαρόκ, όπως έχει καταγραφεί στις παρτιτούρες, είναι ένα είδος παλαιογραφίας. Εχει ανάγκη αποκρυπτογράφησης με βάση τον «σκελετό» που μάς έχει παραδώσει ο κάθε συνθέτης. Αν προσπαθήσουμε να αποδώσουμε πιστά απλώς αυτό που γράφει η παρτιτούρα, σίγουρα θα είναι εκτός ύφους. Πρέπει να ανασκευάσουμε το ύφος με βάση τις μουσικολογικές μας γνώσεις για την εποχή, προσθέτοντας ποικίλματα, δουλεύοντας την άρθρωση κ.λπ. Σε σχέση με τον ρομαντισμό, το ύφος ήταν πιο λιτό ως προς την ποιότητα του ήχου αλλά ταυτοχρόνως πιο διανθισμένο ως προς την μελωδική γραμμή. Εάν παίξουμε το μπαρόκ με ρομαντικό τρόπο, μπορεί να προκύψει ένα άλλο έργο.

– Τότε ο συνθέτης αποδεχόταν τις προτάσεις περί διανθισμάτων, που είχαν οι εκάστοτε τραγουδιστές. Σήμερα ο αρχιμουσικός κάνει το ίδιο;

Β. Χρ.: Στην Ελλάδα υπάρχουν πολύ λίγοι άνθρωποι που έχουν ασχοληθεί με το μπαρόκ. Προϋπόθεση για να έχει κανείς άποψη είναι να διαθέτει τις ειδικές γνώσεις. Σήμερα, οι τραγουδιστές καλύπτουν ένα ρεπερτόριο τριών αιώνων μουσικής και είναι συνηθισμένοι να τραγουδούν πιστά αυτό που διαβάζουν στις παρτιτούρες. Ωστόσο, φέτος όπως και πέρυσι, είχαμε πολύτιμο αρωγό τον Αρη Χριστοφέλλη, διακεκριμένο κόντρα-τενόρο που έχει ασχοληθεί επί δεκαετίες με το μπαρόκ και οποίος ανέλαβε την μουσική διδασκαλία των τραγουδιστών, καθοδηγώντας τους ως προς τα ποικίλματα και την ερμηνεία.

– Γιατί να δει κανείς την παράσταση;

Β. Χρ.: Διότι είναι μία ευκαιρία να μάθει ότι υπάρχει Βιβάλντι και πέρα από τις «Τέσσερις Εποχές», για να ανακαλύψει το συγκεκριμένο έργο και διότι μπαρόκ όπερα ανεβαίνει εξαιρετικά σπάνια στην Ελλάδα.

Το έργο

Drama per musica σε τρεις πράξεις, ο «Μαινόμενος Ορλάνδος» βασίζεται σε λιμπρέτο του Γκράτσιο Μπρατσόλι, εμπνευσμένο από το ομώνυμο ποιητικό κείμενο που έγραψε ο Λουντοβίκο Αριόστο ανάμεσα στα 1516 και 1532. Η υπόθεση αφορά τον έρωτα του χριστιανού ήρωα Ορλάντο για την εξωτική βασίλισσα Αντζέλικα, που όμως παντρεύεται τον αγαπημένο της Μεντόρο. Πληροφορούμενος το γεγονός, ο Ορλάντο χάνει παροδικά τα λογικά του. Οταν συνέρχεται, συγχωρεί το ζευγάρι. Στην υπόθεση εμπλέκεται επίσης ένα δεύτερο ζευγάρι, η Μπρανταμάντε με τον Ρουτζέρο, οι οποίοι όμως δεν σχετίζονται άμεσα με την κυρίως πλοκή. Αντίθετα, η μάγισσα Αλτσίνα επηρεάζει τα πράγματα, χωρίς όμως να μπορεί να τα καθορίσει, ενώ η απλώς υποστηρικτική παρουσία ενός ακόμα χαρακτήρα, του Αστόλφο, συμβάλλει στη γεωμετρία της πλοκής, που τόσο ενδιέφερε την εποχή του μπαρόκ. Η όπερα παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο Teatro Sant’ Angelo της Βενετίας, το φθινόπωρο του 1727.

Οι συντελεστές της παράστασης

Ο «Μαινόμενος Ορλάνδος» παρουσιάζεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα. Την παράσταση θα διευθύνει ο Βασίλης Χριστόπουλος. Σκηνοθετεί η Μαρία Γυπαράκη ενώ σκηνικά και κοστούμια είναι του Φραντσέσκο Τσίτο. Τον ρόλο του τίτλου ερμηνεύει η Μαρίτα Παραρίζου και αυτόν της μάγισσας Αλτσίνα η Μαρίνα Φιδέλη. Τους Μεντόρο και Αντζέλικα υποδύονται αντίστοιχα η Μαργαρίτα Συγγενιώτου και η Μάτα Κατσούλη, ενώ τον Ρουτζέρο και την Μπρανταμάντε ο Νίκος Σπανός και η Μαίρη Ελεν Νέζη. Αστόλφο είναι ο Πέτρος Μαγουλάς. Η πρεμιέρα είναι στις 10 Ιανουαρίου και ακολουθούν παραστάσεις στις 12, 15, 17 και 19 Ιανουαρίου.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή