H νέα γερμανική τέχνη δεν είναι πολιτική

H νέα γερμανική τέχνη δεν είναι πολιτική

5' 0" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Ηδουλειά μου ζει μέσα από το παιχνίδι του τυχαίου και μιας καλά υπολογισμένης πρόθεσης. Οι πινακές μου είναι τα μοντέλα του προσωπικού μου παρόντος», λέει ο Τομπίας Λένερ, απόφοιτος της Σχολής Καλών Τεχνών της Λειψίας.

Ο Τομπίας Λένερ είναι ένας από τους 46 απόφοιτους των 23 Σχολών Καλών Τεχνών της Γερμανίας που συμμετείχε στην έκθεση που διοργανώνεται κάθε δύο χρόνια στο Μουσείο Τέχνης της Βόννης. H έκθεση στο Μουσείο της Βόννης διοργανώνεται σε συνεργασία με το υπουργείο Παιδείας, το οποίο απένειμε φέτος 20.000 ευρώ συνολικά και μια σειρά υποτροφιών αξίας 3.800 ευρώ σε πέντε νέους καλλιτέχνες, των οποίων το έργο ξεχώρισε.

Το Μουσείο Τέχνης της Βόννης είναι ένα από τα πιο όμορφα της Γερμανίας και οι απόφοιτοι έχουν τη δυνατότητα κάθε δύο χρόνια να παρουσιάζουν το έργο τους με επαγγελματικούς όρους. Η έκθεση αυτή είναι ένα είδος βαρόμετρου για το τι απασχολεί τους σύγχρονους Γερμανούς καλλιτέχνες, ποια είναι τα μέσα τους, ποια είναι τα θέματά τους;

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή και να δούμε τι τους απασχολεί ή καλύτερα τι δεν τους απασχολεί. Δεν τους απασχολεί λοιπόν καθόλου η πολιτική κατάσταση γύρω τους. Βρισκόμαστε εν όψει ενός πολέμου στο Ιράκ και δεν υπήρξε ούτε ένα έργο που να έχει μια οποιαδήποτε πολιτική αναφορά. Η πολιτική δεν τους αφορά. Δείγμα αδιαφορίας ή παραίτησης; Οποια και να είναι η απάντηση, η πολιτική δεν αποτελεί άμεσα μέρος του προβληματισμού τους.

Περιήγηση στην έκθεση

Η έκθεση παρουσιάστηκε στον πρώτο όροφο του Μουσείου. Μόλις μπαίνεις, στην αριστερή πλευρά σε υποδέχεται μια ξύλινη κατασκευή. Πολύχρωμα κομμάτια ξύλου, σε διάφορα σχέδια και μεγέθη απλώνονται στον τοίχο. Αντικριστά βρίσκονται μια σειρά σχεδίων ενός γυμνού σώματος που κείτεται, ίσως όμως και να αιωρείται. Η πλάτη είναι τεράστια και καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Ενα έργο με μεγάλη ευαισθησία και ταυτόχρονα απελπισία.

Σε ένα ξεχωριστό δωμάτιο παρουσιάζονται μια σειρά από εγκαταστάσεις, αναμεσά τους και του Τόμας Σαρακένο που πήρε το πρώτο βραβείο, το οποίο συνοδευόταν με το ποσό των 10.000 ευρώ. Ο Σαρακένο αναπαρήγαγε ένα χώρο. Ενα γραφείο, μια καρέκλα, ένας ανεμιστήρας δαπέδου που πάνω του στριφογύριζε ένα κόκκινο μπαλόνι, μια κατασκευή από φούξια καλαμάκια. Το έργο πραγματευόταν την έννοια της ελαφρότητας και έπεισε την τριμελή επιτροπή πως άξιζε το πρώτο βραβείο.

Ενα άλλο έργο που κατά τη γνώμη μας άξιζε περισσότερο τη βράβευσή του ήταν της Γιάνα Γκούνστχαϊμερ. Η ίδια παρουσιάζεται σε μια φωτογραφία να αγκαλιάζει μια τούρτα. Ακουμπάει το μάγουλό της πάνω στη λευκή σαντιγί και αποκοιμιέται. Τη φωτογραφία πλαισιώνουν μια σειρά από σχέδια που μοιάζουν παιδικά. Ενα αγοράκι και ένα κοριτσάκι κάνουν βόλτα πάνω σε δύο δελφίνια. Κάτω από τα σχέδια έχει φτιάξει τρεις τούρτες από μικρά, μακρόστενα τελάρα που χρησιμοποιούν οι ζωγράφοι. Πάνω τους έχει ζωγραφίσει την επιφάνεια ροζ ή άσπρη, έχει χρησιμοποιήσει ζάχαρη αλλά και ψεύτικα κερασάκια. Το αποτέλεσμα είναι πραγματικά γλυκύτατο και παρ’ όλη τη φαινομενική του αφέλεια κρύβει μια σιγουριά και μια βεβαιότητα που το κάνουν τελικά πειστικό.

Πιο άγρια είναι μια άλλη κατασκευή του Μπένετικτ Εντερ, ο οποίος έχει μαζέψει κάθε λογής σκουπίδια και έχει φτιάξει μια σειρά από γλυπτά. Χαρτιά, μπουκάλια, κουτάκια από αναψυκτικά, πλαστικοί σωλήνες, φώτα, καφάσια από μπίρες, πυροσβεστήρες, οθόνες ξεχαρβαλωμένων τηλεοράσεων, είναι τα υλικά του.

Στην έκθεση υπήρχε και ζωγραφική. Αλλοτε άγρια, με έντονα χρώματα και βίαιες πινελιές, άλλοτε πιο εσωστρεφής και χαμηλών τόνων. Οι τελευταίες πλημμύρες στη Δρέσδη ήταν το θέμα του Κλάους Γκέγκλε από την Ακαδημία της Δρέσδης. Τα σπίτια έχουν χαθεί μέσα σε μια καφέ παχιά λάσπη.

Οι δυνατότητες

Οι Σχολές Καλών Τεχνών στη Γερμανία έχουν μεγάλες ελευθερίες και πολλά μέσα. Οι φοιτητές έχουν στη διάθεσή τους μεγάλες βιβλιοθήκες, ειδικά εργαστήρια που μπορούν να προμηθευθούν και να επεξεργαστούν γυαλί, μέταλλο, ξύλο, γύψο για τις κατασκευές τους. Δίνεται επίσης μεγάλη βαρύτητα στη θεωρητική τους κατάρτιση, ενώ σύμφωνα με έναν ανώτερο υπάλληλο του υπουργείου Παιδείας, το γερμανικό κράτος επιδοτεί, θέλοντας να αναδείξει, τη χρήση των νέων μέσων από τους καλλιτέχνες, κάτι άλλωστε που φάνηκε και από την έκθεση. Τον τελευταίο καιρό όμως πολλοί φοβούνται ότι με τις περικοπές των προϋπολογισμών που γίνονται στα διάφορα ομόσπονδα κρατίδια, στη δικαιοδοσία των οποίων υπάγονται οι σχολές, θα υπάρξουν αρνητικές επιπτώσεις όσον αφορά τη λειτουργία τους.

«Αοσμη»

Η έκθεση πάντως στο Μουσείο της Βόννης δεν έκρυβε εκπλήξεις. Μπορεί οι Γερμανοί φοιτητές να διαθέτουν τα μέσα και ένα καλύτερο θεωρητικό υπόβαθρο από ό,τι ίσως συμβαίνει με τους φοιτητές άλλων χωρών, το τελικό προϊόν όμως στο σύνολό του ήταν μάλλον άψυχο και χαμηλού επιπέδου. Πρόκειται για μια τέχνη που απασχολείται πολύ με τον εαυτό της, μια τέχνη για την τέχνη. Εχεις την αίσθηση πως δεν τους ενδιαφέρει να επικοινωνήσουν κι ας εκτίθεται η δουλειά τους σε ένα μεγάλο μουσείο, κάτι που θα σε έκανε να πιστέψεις ότι υπάρχει τουλάχιστον η πρόθεση της επικοινωνίας.

Κάποτε συζητώντας με τον Γιάννη Κουνέλλη τον ρώτησα πώς ξεχωρίζει έναν καλλιτέχνη από έναν μη καλλιτέχνη και μου απάντησε ότι τον πραγματικό καλλιτέχνη τον «μυρίζεις». Η έκθεση αυτή λοιπόν, αν αποτελεί μια γεύση για την τέχνη σήμερα, είναι μάλλον «άοσμη».

Δεν πρόκειται όμως για μια ευθύνη μόνον των καλλιτεχνών αλλά και των τεχνοκριτικών, των γκαλερί, των μουσείων.

Υπάρχει σχεδόν ένας ψυχαναγκασμός στην αναζήτηση του νέου, του καινούργιου, του πρωτότυπου. Μια τακτική που έχει οδηγήσει σε ακρότητες με αποτέλεσμα συχνά να χάνεται η ουσία. Και η ουσία δεν βρίσκεται στον εφήμερο εντυπωσιασμό και στην επιφανειακή πρόκληση αλλά στη διάρκεια.

Αλλο κλίμα στο Ντίσελντορφ

Ισως πάλι, όμως, να είναι άδικο και υπερβολικό η έκθεση αυτή των αποφοίτων να αποτελεί το βαρόμετρο για το τι απασχολεί τους νέους Γερμανούς καλλιτέχνες σήμερα. Λίγες ημέρες μετά την επισκεψή μας στο Μουσείο της Βόννης, επισκεφθήκαμε την ετήσια έκθεση των φοιτητών στην Ακαδημία του Ντίσελντορφ. 629 φοιτητές είναι εγγεγραμμένοι και προέρχονται απ’ όλα τα μέρη του κόσμου. Κάθε χρόνο για τέσσερις μέρες καθηγητές και φοιτητές ανοίγουν τα εργαστήριά τους στο κοινό και η προσέλευση του κόσμου είναι πραγματικά εντυπωσιακή. Αν και πρόκειται για μια έκθεση-μαμούθ στους τέσσερις ορόφους του μεγαλοπρεπούς κτιρίου που λειτουργεί από το 1773, η γεύση που αποκομίσαμε ήταν όχι μόνον πιο δροσερή και ανάλαφρη, αλλά συχνά πολύ επαγγελματική. Ομως και σε αυτήν την περίπτωση επιβεβαιώθηκε η έλλειψη πολιτικού προβληματισμού και συχνά μιας τέχνης λίγο «αυτιστικής».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή