Το θέατρο ανθεί στη Γερμανία

Το θέατρο ανθεί στη Γερμανία

5' 39" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

A πό τα μέσα της άνοιξης μέχρι το φθινόπωρο συμβαίνουν πολλά και σημαντικά στο θέατρο, αλλά και στον χώρο των τεχνών γενικότερα στη Γερμανία. Διοργανώνονται μια σειρά από φεστιβάλ όπου συγκεντρώνονται τα μεγαλύτερα ονόματα του διεθνούς και γερμανόφωνου χώρου. Πριν από λίγες εβδομάδες ολοκληρώθηκε το 40ό φεστιβάλ θεάτρου στο Βερολίνο, όπου παρουσιάστηκαν οι δέκα καλύτερες γερμανόφωνες παραστάσεις της περασμένης χρονιάς. Ανάμεσά τους ήταν και η «Ορέστεια» από τα Kammerspiele του Μονάχου.

Πολλά και σημαντικά συμβαίνουν, όμως, αυτό το διάστημα και στο κρατίδιο της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας και συγκεκριμένα στην περιοχή του Ρουρ, όπου φιλοδοξεί από αλλοτινή περιοχή των ανθρακωρυχείων να μετατραπεί σε μητρόπολη των τεχνών.

Με τη «Φαίδρα» του Ρακίνα, σε σκηνοθεσία του Πατρίς Σερό, ξεκίνησε στις 30 Απριλίου η λεγόμενη Ruhrtriennale. Πρόκειται για ένα ευρωπαϊκό καλλιτεχνικό φεστιβάλ-μαμούθ με περισσότερες από 130 εκδηλώσεις έως τις 12 Οκτωβρίου. Ο Πατρίς Σερό, μετά οχτώ χρόνια σκηνοθέτησε και πάλι θέατρο, εγκαινιάζοντας έναν εντυπωσιακότατο χώρο παραστάσεων στο Μπόχουμ, την Jahrhundertshalle, ένα παλιό εργοστάσιο μετάλλου που κατασκεύαζε καμπάνες, η ανακαίνιση του οποίου κόστισε 37 εκατομμύρια ευρώ.

Ο Χανσγκίτερ Χάιμε, βαθύς γνώστης του αρχαίου δράματος και καλλιτεχνικός διευθυντής του φεστιβάλ στο Ρεγκλινγκχάουζεν, παραδίδει ύστερα από δεκατρία χρόνια τη σκυτάλη στον πιο προκλητικό ίσως Γερμανό σκηνοθέτη, τον Φρανκ Κάστορφ, σημερινό διευθυντή της περίφημης Volksbuhne του Βερολίνου. Προσκεκλημένοι του κ. Χάιμε, πάντως, φέτος είναι ανάμεσα σε άλλους ο Πέτερ Στάιν με το έργο «Οι αδελφές της Κούντρι», βασισμένο στην «Πάρσιφαλ» του Βάγκνερ, αλλά και ο Θόδωρος Τερζόπουλος, ο οποίος παρουσιάζει σε ελληνική γλώσσα με γερμανικούς υποτίτλους αποσπάσματα από το έργο του Αισχύλου.

Δύο εξαιρετικές παραστάσεις στο Ντίσμπουργκ

Μεγάλο ενδιαφέρον συγκέντρωσαν και οι εκδηλώσεις του διεθνούς φεστιβάλ στο Ντίσμπουργκ, όπου ανάμεσα στα άλλα παρουσιάστηκαν και δύο εξαιρετικές παραστάσεις. Δύο παραστάσεις γεμάτες δροσιά και γοητεία, που σε κάνουν να ξεχνάς τον χρόνο? δύο παραστάσεις οι οποίες ανατρέπουν τα κλισέ για το τι είναι μοντέρνο και τι όχι.

Στις 13 Μαρτίου του 1772, δόθηκε η πρώτη παράσταση της «Εμιλία Γκαλότι», στο Μπραουνσβάικ, τη γενέτειρα του Γερμανού συγγραφέα και φιλοσόφου Γκότχολντ Εφρεμ Λέσινγκ. 229 χρόνια αργότερα, πριν από δύο χρόνια δηλαδή, ο Μίχαελ Ταλχάιμερ πήρε το υλικό αυτό και το μετέφερε στο Deutsches Theater στο Βερολίνο, δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα μαγική. Πέρυσι η παράσταση αυτή βραβεύθηκε με το βραβείο Νεστρόι ως η καλύτερη γερμανόφωνη παράσταση.

Ο Μίχαελ Ταλχάιμερ είναι σήμερα 38 ετών και θεωρείται ένας από τους πιο ενδιαφέροντες Γερμανούς σκηνοθέτες. Τον περασμένο χρόνο συμμετείχε με δύο σκηνοθεσίες του στο περίφημο φεστιβάλ γερμανόφωνου θεάτρου στο Βερολίνο και φέτος με ένα έργο. Οι γνώμες είναι αντικρουόμενες για τις παραστάσεις του.

Ο Μίχαελ Ταλχάιμερ λαμβάνει εκατοντάδες γράμματα? γράμματα γεμάτα θαυμασμό αλλά και αγανάκτηση με την κατηγορία ότι σπαταλάει άσκοπα το δημόσιο χρήμα, ενώ δέχεται ακόμα και απειλές για τη ζωή του.

«Εμιλία Γκαλότι»

Για την «Εμιλία Γκαλότι», όμως, μόνο θαυμασμό θα όφειλε να εισπράξει. Ο Ετόρε Γκοτζάγκα, πρίγκιπας του Γκουαστάλα, έχει ερωτευθεί απελπισμένα την κοινή θνητή Εμιλία. Από τον οικονόμο του Μαρινέλι μαθαίνει πως σε λίγες ώρες η αγαπημένη του παντρεύεται. Ο παμπόνηρος υπηρέτης δεν αργεί να εκπονήσει ένα σχέδιο για να βγει από τη μέση ο ανεπιθύμητος γαμπρός. Το ίδιο γρήγορα θα αποδεχθεί το σχέδιο και ο κύριός του. Τον βολεύει και ίσως και την Εμιλία. Οσο συνηθισμένο και αν ακούγεται, ο έρωτας θα οδηγήσει και αυτήν τη φορά στον θάνατο. Ο αντίπαλος εραστής θα βγει πράγματι από τη μέση. Ο αγανακτισμένος πατέρας της νύφης, θέλοντας να εκδικηθεί και έχοντας στα χέρια του ένα πιστόλι, που θα του το δώσει η βαρώνη Ορσίνα, η απογοητευμένη ερωμένη του πρίγκιπα, θα σκοτώσει στο τέλος την ίδια του την κόρη «για να μην πέσει στα χέρια του πρίγκιπα».

Ο έρωτας, η εξουσία, η απελπισία, το ανεκπλήρωτο πάθος και στο τέλος ο θάνατος παρουσιάζονται από τον Μίχαελ Ταλχάιμερ με καταπληκτική ελαφρότητα. Το σκηνικό είναι λιτό και φωτεινό. Δύο τεράστιες ανοιχτόχρωμες ξύλινες κατασκευές, σαν τοίχοι, στα πλάγια της σκηνής, συγκλίνουν στο βάθος σε μια μικρή μαύρη πόρτα. Στη σκηνή δεν υπάρχει τίποτα άλλο και σε όλη τη διάρκεια του έργου δεν θα χρησιμοποιηθεί κανένα άλλο αντικείμενο εκτός από το πιστόλι. Ομως και από αυτό δεν ακούγεται κανένας κρότος, κανένας πυροβολισμός. Η Εμιλία στο τέλος του έργου θα σκύψει και θα το πάρει σαν ένα μικρό παιδί γεμάτο περιέργεια και τότε η σκηνή θα πλημμυρίσει από δεκάδες μαυροφορεμένα ζευγάρια που ξεπροβάλλουν από τις πάρα πολλές πόρτες που έχει ανοίξει ο σκηνογράφος Ολαφ Αλτμαν κατά μήκος των δύο ξύλινων τοίχων. Τα μαυροφορεμένα ζευγάρια χορεύουν βαλς στον ρυθμό της ονειρικής μουσικής που βασίζεται στην ταινία του Γουόνγκ Καρ – Βάι «Ithe mood for love». Ο μελαγχολικός ήχος του βιολιού επαναλαμβάνεται για περίπου ογδόντα λεπτά, σχεδόν σε όλη τη διάρκεια του έργου και είναι ένας από τους κύριους πρωταγωνιστές.

Ο Μίχαελ Ταλχάιμερ έκοψε τις τρεις από τις σχεδόν τέσσερις ώρες του πρωτότυπου έργου του Λέσινγκ, έντυσε τους ηθοποιούς του σε απαλά χρώματα και απλά σχέδια που παραπέμπουν στον κόσμο της υψηλής ραπτικής και έδωσε όλη την ένταση μέσα από την κίνηση και την εκφορά του λόγου. Οι ηθοποιοί μιλάνε γρήγορα, εκφέρουν το παλαιό κείμενο με ένα φρενήρη ρυθμό, σχεδόν ακατανόητα. Ο χρόνος τούς πιέζει, όλα πρέπει να γίνουν γρήγορα, όλα εκτυλίσσονται μέσα σε λίγες ώρες. Η κίνησή τους κρύβει απελπισία. Ο πρίγκιπας τρέμει από τον έρωτα, τρέμουν τα πόδια του, τα χέρια του, χαϊδεύει χωρίς να αγγίζει την Εμιλία. Κανείς δεν αγγίζει κανέναν κι όμως αυτό το μη-άγγιγμα είναι τόσο δυνατό.

«Ανατόλ», ξανά η μανία του έρωτα

Η μανία του έρωτα είναι το θέμα και της άλλης περίφημης παράστασης που παρουσιάστηκε στο φεστιβάλ του Ντίσμπουργκ. Πρόκειται για τον «Ανατόλ» του Αυστριακού συγγραφέα Αρθουρ Σνίτζλερ (1862 -1931). Δεκάδες ερωμένες περνάνε από τη ζωή του Ανατόλ. Τις ποθεί όλες, τις διεκδικεί, κάνει σκηνές ζηλοτυπίας, τις εγκαταλείπει ή κάποιες φορές, ίσως τις λιγότερες, τον εγκαταλείπουν. Ο καθιερωμένος Ελβετός σκηνοθέτης Λικ Μποντί έστησε στο περίφημο Burgtheater της Βιέννης μια τρίωρη παράσταση εξαιρετικά λεπτής ψυχολογίας. Τα μέσα που χρησιμοποιεί ο Λικ Μποντί είναι παραδοσιακά, τόσο στα σκηνικά και στα κοστούμια όσο και στο παίξιμο των ηθοποιών του. Μια παράσταση που έχει αρχή, μέση και τέλος, είναι απολύτως κατανοητή και δεν χρειάζεται να καταφύγει σε ακραίους πειραματισμούς για να εντυπωσιάσει. Είναι μεγάλη χαρά να βλέπει κανείς αυτούς τους ηθοποιούς να παίζουν.

Ο Μίχαελ Μέρτενς υποδύεται τον Ανατόλ με έναν φίνο τρόπο. Είναι ευγενής, καλοντυμένος, έχει τρόπους, προσπαθεί να φανεί πάντα αρεστός, δεν αντέχει να δυσαρεστεί, δεν αντέχει τελικά να αγαπάει. Στο τέλος παραδέχεται πως ίσως κάποτε να γνώρισε τη γυναίκα που τον κατάλαβε αλλά δεν τόλμησε. Δεν τόλμησε γιατί η αγάπη προϋποθέτει έναν άνθρωπο με χαρακτήρα, όπως γράφει ο Σνίτσλερ σε ένα προσχέδιο του Ανατόλ. Μέσα από μια σειρά από στιγμιότυπα, όπου στην ουσία επαναλαμβάνεται η ίδια ιστορία -πάντα κάποια γυναίκα που ελπίζει, που τον περιμένει, που την εξαπατά κάνοντας τη να νιώθει μοναδική-, ξετυλίγεται το αδιέξοδο του Ανατόλ.

Ενα έργο γεμάτο χιούμορ και ευαισθησία, γραμμένο από τον Σνίτσλερ λίγο μετά τα τριάντα του, που φαίνεται να ήξερε καλά ποιος ήταν ο Ανατόλ.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή