Διακρινοντας

3' 19" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Οταν οι μυθιστορηματικοί ήρωες κρυφακούν, νομίζει κανείς ότι η ενέργειά τους αποτελεί ένα μελοδραματικό τέχνασμα το οποίο χρησιμοποιεί ο συγγραφέας προκειμένου να αποκαλύψει με επιτήδειο τρόπο τα μυστικά τους. Στη μελέτη της «Eavesdropping ithe novel from Austeto Proust» (Cambridge University Press, σ.σ. 241) η ΑnGayliδείχνει, σύμφωνα με τη Lucy Daniel του TLS, ότι συμβαίνει κάτι πολύ σημαντικότερο: το μυθιστόρημα εκθέτει ποιοι είναι οι τρόποι του και ποια η επίδραση που έχουν πάνω μας.

Το κεντρικό ερώτημα της AnGaylin, αναφέρει η κριτικογράφος, είναι «γιατί θέλουμε να διαβάζουμε για τις ιδιωτικές ζωές άλλων – και μάλιστα φανταστικών ανθρώπων;». Και στην προφανή απάντηση ότι αιτία είναι η περιέργεια, εξηγεί ότι το να κρυφακούς, το να ακούς δηλαδή κατά τύχην ένα μόνο μέρος μιας συζήτησης προκαλεί την περιέργεια για το τι θα συμβεί στη συνέχεια της ιστορίας. Οταν ένας ήρωας ξέρει περισσότερα από τον άλλον, η ισορροπία πρέπει να αποκατασταθεί. Οταν ο Χίθκλιφ φεύγει χωρίς να ακούσει το τέλος της ομιλίας της Κάθυ, τότε ολόκληρο το μυθιστόρημα «Ανεμοδαρμένα ύψη» κινητοποιείται. O ωτακουστής δίνει με άλλα λόγια συγκεκριμένη μορφή στην αναγνωστική επιθυμία.

Η συγγραφέας εξετάζει τη θεματική της στα μυθιστορήματα «Περηφάνεια και προκατάληψη» της Τζέιν Οστεν, «H εξαδέλφη Μπέτη» και «O εξάδελφος Πονς» του Ονορέ ντε Μπαλζάκ, όπως επίσης και στα έργα του Ντίκενς. Καθώς ο 19ος αιώνας προχωράει, η ψυχολογική σφαίρα κερδίζει έδαφος, με αποτέλεσμα ο ωτακουστής -εραστής, υπηρέτης ή ανταγωνιστής- να εμπλέκεται βαθύτερα στην ιδιωτική σφαίρα του ατόμου που παρακολουθείται. Μέσω των σκηνών της παράνομης σεξουαλικής δραστηριότητας, ο Προυστ επεκτείνει έτσι τη δραστηριότητα του ωτακουστή από τη σκάλα υπηρεσίας στην ψυχή και τη νοοτροπία των ανθρώπων, φωτίζοντας με τον τρόπο του μοντερνισμού το μυθιστόρημα του 20ού αιώνα. H Οστεν, ο Μπαλζάκ και ο Ντίκενς γνώριζαν τους παράγοντες «χαρακτήρας» και «νοοτροπία» όσο και ο Προυστ και λάμβαναν υπόψη τους, καταλήγει η συγγραφέας, τη σχέση που δημιουργείται ανάμεσα στον αναγνώστη και τον αφηγητή. Μόνο που στον 19ο αιώνα όλα αυτά εκτυλίσσονταν σε ένα δεύτερο επίπεδο, ενώ στον μοντερνισμό και τον μεταμοντερνισμό εκτίθενται φανερά.

Οι φιλόσοφοι στη Δύση μπορούν να χωριστούν σε δύο μεγάλες οικογένειες, υποστηρίζει ο Τζορτζ Στάινερ. Εκείνους για τους οποίους όπως ο Πλάτων, ο Καρτέσιος, ο Σπινόζα, ο Πασκάλ, ο Λάιμπνιτς, ο Ράσελ, ο Χούσερλ ή ο Βιτγκενστάιν, η γνώση των μαθηματικών αποτελεί κώδικα παράλληλο αν όχι ανώτερο από τον γλωσσικό. Και εκείνους για τους οποίους όπως ο Ακινάτης, ο Χέγκελ, ο Σέλιγκ, ο Νίτσε, ο Χάιντεγκερ ή ο Σαρτρ, μια μη γραμμική εξίσωση αποτελεί ένα απροσπέλαστο μυστήριο. Γράφοντας στο TLS για την αλληλογραφία του Henri Βergsoπου μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Presses Universitaires de France (σ.σ. 1.705), ο Τζωρτζ Στάινερ εντάσσει τον μεγάλο φιλόσοφο στην πρώτη κατηγορία. Και η σημασία του γεγονότος βρίσκεται στο ότι ο Μπεργκσόν είναι ο φιλόσοφος που στις αρχές του 20ού αιώνα συνέλαβε την έννοια της «διάρκειας» του χρόνου όχι ως αντικειμενική καταμέτρηση του χρονομέτρου αλλά με τον υποκειμενικό τρόπο με τον οποίο τη βιώνει η ανθρώπινη εμπειρία. Με τη βοήθεια της μνήμης και της φαντασίας, ο παρελθόντας χρόνος και ο μελλοντικός χρόνος συνδέονται και γίνονται και οι δύο ταυτόχρονα παρόντες με έναν τρόπο που δεν μπορεί να τον συλλάβει η επιστήμη.

Η συνειδητοποίηση του γεγονότος ήταν, όπως αναφέρει ο ίδιος ο φιλόσοφος, μια ξαφνική αποκάλυψη, κάτι όπως το «θαύμα της Δαμασκού» Διότι μόνον ενορατικά μπορούμε, παρατηρεί ο Στάινερ, να συλλάβουμε μια διπλή ψυχολογική και φιλοσοφική αλήθεια, μιαν αλήθεια προσδιοριστική της ανθρώπινης εμπειρίας που δεν είναι μαθηματικώς μετρήσιμη όπως οι μονάδες του «χρόνου». Και ανάλογη ήταν η διαδικασία με την οποία ο Αμερικανός Γουίλιαμ Τζέημς ανακάλυψε τη «ροή της συνείδησης».

Οπως προκύπτει από την αλληλογραφία, οι σχέσεις των δύο φιλοσόφων υπήρξαν στενές. Με κοινά ενδιαφέροντα πάνω στην ψυχολογία, τις πηγές της θρησκευτικής εμπειρίας, τον πνευματισμό και τη δυνατότητα των κλινικών ανακαλύψεων να συμβάλλουν στην κατανόηση της ανθρώπινης συνείδησης, ο Μπεργκσόν και ο Τζέημς θεώρησαν ότι «αγωνίζονται έναν κοινό αγώνα», όπως έγραψε ο Μπεργκσόν το 1908. Χωρίς ωστόσο να παραλείψει να παρατηρήσει το 1923 αυτό που θεωρούσε ως μεγάλη διαφορά ανάμεσά τους: τον δικό του μυστικισμό σε αντιπαραβολή με τον πραγματισμό του Τζέημς.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή