Αποτυπωματα

2' 22" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Σε «κλιματιζόμενες λέσχες φιλίας» καταφεύγουν τα γεροντάκια της Αθήνας που δεν διαθέτουν σπιτικό αιρ κοντίσιον. Πριν από μερικές δεκαετίες, το κύριο μέσο άμυνας στη ζέστη ήταν το νεράκι του Θεού -το κατάβρεγμα με το λάστιχο, τον κουβά, «να κατακαθίσει το χώμα»- η σκιά των δέντρων ή της μάντρας και η υπομονή. Δεν μπορεί, κάποτε ο ήλιος θα γείρει, θα σκοτεινιάσει, θα δροσίσει. Τώρα η πόλη πυρώνει στη διάρκεια της ημέρας και τη νύχτα αποδίδει θερμότητα σαν θερμοσυσσωρευτής. Και οι ταράτσες, που κάποτε προσφέρονταν για ύπνο κάτω από τα άστρα, θεωρούνται εχθρικό έδαφος, αφού όλοι φοβούνται τον άγνωστο νυχτερινό σαλταδόρο, που ίσως σφίγγει ένα στιλέτο ανάμεσα στα δόντια του.

Οι ταράτσες και οι ακάλυπτοι των πολυκατοικιών είναι νεκρές ζώνες, προσπελάσιμες μεν για τους ενοίκους, άξενες δε. Κάποτε η υπαίθρια στρωματσάδα ήταν ένα είδος τελετής μύησης στον κόσμο των ενηλίκων, καθώς τα παιδιά προσπαθούσαν να αποκρυπτογραφήσουν τα ερωτικά υπονοούμενα, τις σκιές, τους στεναγμούς, τους ψιθύρους, τις ξαφνικές εξαφανίσεις.

Δεν υπάρχει πιο λυπητερό θέαμα από τους μοναχικούς ηλικιωμένους, που κάθονται στα άνυδρα μπαλκόνια της οδού Αχαρνών ή σε καχεκτικές νησίδες πρασίνου. Κανονικά, θα έπρεπε να δροσίζονται κάτω από ένα πλατάνι ή μια μουριά στην πλατεία της γειτονιάς ή του χωριού τους, να βγάζουν ένα σκαμνί ή καρέκλα στο πεζοδρόμιο και να έχουν γνώμη για όλους και για όλα. Να είναι και οι ίδιοι ένα κομμάτι του δρόμου, αντί να βλέπουν ξένους δρόμους και ξένους ανθρώπους στην τηλεόραση.

Η υψηλή θερμοκρασία παίρνει τις διαστάσεις ασύμμετρης απειλής, αφού δεν απειλεί όλους το ίδιο. O καύσωνας από μόνος του δεν είναι απάνθρωπος, αφού μεγάλοι πολιτισμοί αναπτύχθηκαν κάτω από τον καυτό ήλιο, όμως τώρα φέρνει στο φως την παράλογη οργάνωση, τον αντικοινωνικό χαρακτήρα της πόλης. Με βλέμμα ιδρωμένο, αντικρίζουμε μιαν Αθήνα δίχως νερά και στέρνες. «Ιεροί τόποι λατρείας ήταν κάποτε οι πηγές, όχι μόνο στους αρχαίους χρόνους, αλλά και στον νεοελληνικό βίο», γράφει ο αξέχαστος Κυριάκος Σιμόπουλος. «Κάθε βρύση και το στοιχειό της, κάθε πηγάδι και το δικό του τελώνιο. Και οι άνθρωποι πήγαιναν, ώς χθες ακόμα, τις προσφορές τους, γλυκοκούλουρα και ρόδια για τα αγαθά δαιμόνια». Τώρα προσευχόμαστε στον άτυπο άγιο Παρκαδόριο για να βρούμε λίγα άδεια τετραγωνικά στην άσφαλτο, καταφεύγουμε στον άγιο Σεκιουριτάριο για να μας εγκαταστήσει σειρήνες που στριγκλίζουν και διώχνουν τον δράκοντα και τον αράπη.

Το δροσερό χορτάρι, τα τρεχούμενα νερά, τα φυλλώματα, το θαλασσινό αεράκι, ο ίσκιος του βουνού, τα δώρα της φύσης έχουν μετατραπεί σε είδη πολυτελείας, προορισμένα μόνο για εκατομμυριούχους και για λίγους αδειούχους τυχερούς. Αυτό που κάποτε ήταν φυσιολογικό και αναμενόμενο γίνεται απρόσωπη τρομοκρατική απειλή. Τη θέση του καύσωνα θα μπορούσε να πάρει μια εισβολή εξωγήινων ή μια επιδημία ή μια επίθεση δηλητηριωδών εντόμων. Αν και ο «εχθρός» είναι κοινός, η επιβίωση γίνεται αποκλειστικά προσωπική υπόθεση, και σαν τα Χελωνο-νιντζάκια πρέπει να βρούμε ένα ατομικό καβούκι να μας προστατεύσει, ένα ιδιωτικής χρήσεως ταρατσάκι να απαγκιάσουμε… και να ξεχάσουμε οριστικά τη μεγάλη ταράτσα των θαυμάτων.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή