H μεταρσίωση του έρωτα

2' 38" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Δύο εραστές αποφασίζουν ότι για να ολοκληρώσουν τον έρωτά τους, ώς εκεί απ’ όπου δεν υπάρχει γυρισμός, πρέπει να πεθάνουν. Προηγουμένως έχουν διαπράξει αιμομειξία, δολοφονία, προδοσία. Και επί τέσσερις ώρες προσπαθούν, όρθιοι, καθιστοί και τραγουδώντας, να πείσουν το κοινό ότι είναι το πρότυπο το ρομαντικού ζευγαριού.

Η αναβίωση

Εξω από τη σκοτεινιά του μουσικού θεάτρου, ο «Τριστάνος και Ιζόλδη» του Βάγκνερ, θα φαινόταν θέαμα κωμικό κι ακόμη κωμικότερο με τους χοντρούς και άσχημους λυρικούς καλλιτέχνες που υποδύονται τους πρωταγωνιστές, δίχως να έχουν ιδέα από ηθοποιία. Καμιά άλλη όπερα στον κόσμο δεν ζητά από το κοινό της, να είναι τόσο αφελείς ή θαυματουργοί. Γραμμένος στο τέλος της δεκαετίας του 1850, ο «Τριστάνος» είναι τόσο οργανικά δεμένος με την αρμονία, τη φιλοσοφία και την κοσμοαντίληψη του 19ου αιώνα. Κι όμως, πρέπει να παραδεχθεί κανείς, κρίνοντας από τον αριθμό των παραστάσεων του έργου, φέτος το καλοκαίρι στην Ευρώπη, ότι ασκεί και σήμερα γοητεία.

Προηγήθηκε η Οπερα του Γκλάινμπερν στην Αγγλία, ακολούθησε η Αγγλική Εθνική Οπερα στο Λονδίνο, ύστερα η Οπερα της Φρανκφούρτης και η Κρατική Οπερα της Βιέννης και τελευταία αλλά όχι έσχατη, η Οπερα του Μάινινγκεν. Πώς εξηγείται η ξαφνική δημοφιλία του «Τριστάνου» όταν, πριν από δέκα χρόνια, ήταν αδιανόητο να ανεβεί λόγω έλλειψης των τραγουδιστών, οι οποίοι συνδύαζαν την αντοχή και τη φωνητική δύναμη;

Παλαιότερα, όπως γράφει ο Αντριου Κλαρκ στη «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς» υπήρχαν θαυμάσιοι τραγουδιστές που μπορούσε κανείς να τους ακούσει είτε στο θέατρο είτε σε δίσκους. Αιφνιδίως η δεξαμενή των ερμηνευτών εκείνων στέρεψε στη δεκαετία του 1980, όταν οι φωνές με την εξέλιξη της τεχνολογίας τόσο στις εναέριες συγκοινωνίες όσο και στους δίσκους, ομοιογενοποιήθηκαν. Επίσης, χάρη στην επίδραση της τηλεόρασης και της επιδίωξης ενός μεγαλύτερου ρεαλισμού στη σκηνή, ο κόσμος της όπερας εξοστράκισε τη «χοντρή σοπράνο» και οι σκηνοθέτες στράφηκαν προς τους τραγουδιστές – ηθοποιούς.

Τα τελευταία δέκα χρόνια, η όπερα και το κοινό της συμβιβάστηκαν με τη νέα πραγματικότητα. Δεν θα ακούν πια μια Μπιργκίτ Νίλσον ή έναν Τζον Βίκερς, όπως στις δεκαετίες των 1960, 1970 και 1980, αλλά τη χοντρή σοπράνο και τον ασήμαντο τενόρο, αν θέλουν να ακούν Βάγκνερ επί σκηνής. Αγοράζουν όνειρο και αφήνουν τη φαντασία τους να κάνει τα υπόλοιπα, δηλαδή να θαυματουργήσει? γι’ αυτό ο «Τριστάνος» ως ζωντανή εμπειρία ανθεί σήμερα.

Υπάρχουν κι άλλοι τρόποι: να ακούγεται μόνον η μουσική μέσα σε σκοτεινή αίθουσα, δίχως σκηνική δράση, όπως έκανε πρόσφατα σε συναυλία της η Συμφωνική του BBC. ΄H, η φιλμική εκδοχή με τον σωστό σκηνοθέτη και το σωστό, φωνητικά και οπτικά, καστ τραγουδιστών – ηθοποιών, ή μόνο ηθοποιών ντουμπλαρισμένων με τη φωνή ασκημένων φωνητικά αλλά όχι σωματικά, τραγουδιστών. Αλλά η όπερα του Βάγκνερ είναι και κοσμοαντίληψη. Δεν είναι ένας συνηθισμένος, καθημερινός έρωτας αλλά η μυστικιστική ένωση του άρρενος με τον θήλυ που τελείται εκτός του φωτός, της πραγματικότητας, στο σκοτάδι.

Η φιλοσοφία

Το υλικό είναι οι «Υμνοι στη νύχτα» του Γερμανού, ρομαντικού ποιητή Νοβάλις από όπ’ πηγάζει το όραμα του Βάγκνερ για την ολοκλήρωση του έρωτα στη νύχτα, που είναι σύμβολο του θανάτου. Οι εραστές πραγματώνουν πέρα από την πραγματικότητα, πέρα από το εδώ και τώρα, το ρομαντικό ιδεώδες της απόλυτης, μυστικιστικής ένωσης. Γι’ αυτό παραβλέπονται οι ατέλειες μιας παράστασης και μεταρσιώνεται ο «Θάνατος της αγάπης», στην εξίσωση έρωτας, ίσον σβήσιμο.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή