Υποθεσεις

4' 56" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ακόμη κι αν έχει λόγους κανείς να αντιμετωπίζει με φιλυποψία τις επίσημες ή ημιεπίσημες σφυγμομετρήσεις της κοινής γνώμης, που επιμένουν να εμφανίζουν πολύ μεγάλη τη διαφορά ανάμεσα στην προπορευόμενη Νέα Δημοκρατία και το επόμενο ΠΑΣΟΚ (το οποίο ασθμαίνει καταπονημένο από τη μακρότατη άσκηση της εξουσίας και από τα λίπη που φορτώθηκαν ως εκ τούτου στις αρχές και στις ιδέες του), μάλλον μπορεί να εμπιστευτεί τις μικρές, ανεπίσημες «δημοσκοπήσεις» που διεκπεραιώνει ο ίδιος, χωρίς να παρανοιάζεται για την τήρηση μιας επιστημονικής δεοντολογίας που έτσι κι αλλιώς δεν τη γνωρίζει. Εννοώ τις πληροφορίες που συλλέγει και την εικόνα που σχηματίζει ο καθείς μας, κουβεντιάζοντας με ανθρώπους που κατοικούν σε κάποιον από τους ομόκεντρους κύκλους οι οποίοι τον περιβάλλουν: με συγγενείς, φίλους, συναδέλφους, γείτονες, συγχωριανούς – ομοϊδεάτες και μη. Επικουρικά μάλιστα μπορεί να χρησιμοποιήσει κι όσα πιάνει το αυτί του σε τόπους ανθρώπινους, κοινωνικούς: στη βουερή λαϊκή, στα καφενεία, στα υπαίθρια ουζερί που φιλοξενούν όσους θέλουν να αντιρροπήσουν τον έξω καύσωνα με το υγρόν πυρ, στις κοσμοβριθείς παραλίες του θέρους και στα καράβια που μας μεταφέρουν σ’ αυτές, στο ταξί, στην ουρά έξω από την Εργατική Εστία ή στα ιατρεία του IKA, στη «Βουλή του Ζαππείου» και σε όσες άλλες ανεπίσημες πλην ζωηρότερες της κανονικής Βουλής στήνονται με την αυγή και ξεστήνονται μόλις πέσει ο ήλιος, στα λεωφορεία και στο μετρό (χρησιμότατο, κανείς δεν λέει όχι, αλλά στον κλιματισμό βρήκαμε να τσιγκουνευτούμε;) και, σε λίγο, στα γήπεδα των πρώτων φιλικών ποδοσφαιρικών αγώνων.

Ακούει λοιπόν ο περιστασιακός «δημοσκόπος» όσα πληροφορείται και ο εκπαιδευμένος σφυγμομετρητής: γκρίνια και παράπονα – και δεν ανήκουν δα όλοι στη συνομοταξία των «μίζερων», όπως ισχυρίζεται η κυβερνητική προπαγάνδα. Και συνειδητοποιεί, από κουβέντα σε κουβέντα, ότι και μόνο το γεγονός της σχεδόν αδιάκοπης κυβερνητικής παρουσίας του ΠΑΣΟΚ από το 1981 ώς τις μέρες μας -από την εποχή της Αλλαγής ώς τον Εκσυγχρονισμό- αρκεί για να προκαλέσει αρνητικά και απορριπτικά αισθήματα: ανία, δυσφορία, κόπωση, σφοδρή εναντίωση σε ένα κόμμα-καθεστώς, οι αξιωματούχοι του οποίου εμφανίζονται πλέον μακαρίως αυτοαπομακρυσμένοι από την ξινή πραγματικότητα, εκούσιοι έγκλειστοι σε πύργους χρυσελεφάντινους, που κρατούν έξω τη βουή του πλήθους. Και συμπεραίνει ότι όσοι ώς τώρα έχουν ψηφίσει μία-δύο-τρεις φορές το ΠΑΣΟΚ -και δεν ανήκουν στους ιδιωτικώς επωφεληθέντες, δεν είναι αξιωματούχοι του κομματικού μηχανισμού ούτε αριθμούνται στους τελευταίους των Μοϊκανών ή των αιθεροβαμόνων, όπως τους έλεγαν χλευαστικά μια φορά κι έναν καιρό, που ονειρεύονταν άλλα πράγματα όταν επέλεγαν το πράσινο- έχουν πια κάμποσους λόγους για να μην το ξαναενισχύσουν με την ψήφο τους. Καταλήγει επίσης στη σκέψη, ελέγχοντας τις απαντήσεις που συλλέγει, πως όσοι δεν το είχαν ψηφίσει ποτέ, ακολουθώντας τη δική τους πορεία, αριστερότερη ή δεξιότερη, δεν έχουν κανέναν λόγο να «ανανήψουν» και να αναπροσανατολιστούν τώρα, εκτός πια και ανήκουν και αυτοί στους εν τω μεταξύ επωφεληθέντες ή σε όσους αποφάσισαν κάποια στιγμή ότι, μετά τις τόσες μάχες που έδωσαν κατά της προσωπολατρίας, ήρθε ο καιρός τους να λατρέψουν τον κ. Σημίτη σαν κλητό της Ιστορίας.

Ακόμη και στη βαθύτατα διχασμένη ηγεσία του ΠΑΣΟΚ θα πρέπει πλέον να έχει γίνει αντιληπτό (τουλάχιστον από όσους διατηρούν ακμαία την κριτική τους ικανότητα) ότι «το ποτάμι δεν γυρίζει πίσω», όπως κήρυσσε κάποτε ο ιδρυτής του κόμματός τους, ιδιαίτερα μάλιστα όταν πρόκειται για ένα ποτάμι που βάλτωσε αντί να συναντήσει τη θάλασσα. Το βάλτο αυτόν τον δημιούργησε η καθεστωτική νοοτροπία που έχει κυριαρχήσει προ πολλού στο ΠΑΣΟΚ (και όχι μόνο στα υψηλότατα κλιμάκια αλλά και στα μεσαία στελέχη), η αλαζονεία, ο αυταρχισμός (ίδιος και απαράλλαχτος, είτε επιβεβαιώνει την πυγμή του εις βάρος των κοινωνικώς διαμαρτυρομένων είτε την ασκεί εναντίον των ενδοκομματικώς αντιφρονούντων), η απεμπόληση -ακόμη και στο επίπεδο της ρητορείας πια- των ιδεολογικών αρχών που είχαν χρησιμοποιηθεί δίκην σαγήνης σε άλλες εποχές, η κομματικοποίηση του κράτους, οι πολλές περιπτώσεις πλουτισμού, το τρομακτικό σκάνδαλο του Χρηματιστηρίου, η απορρύθμιση της Παιδείας και της Υγείας, που μόνο στα καταιγιστικά διαφημιστικά εμφανίζονται σαν συστήματα ακμαία και γενναιόδωρα, η διασπάθιση δημόσιου χρήματος ώστε να μη μείνουν αλίπαντα τα διαπλεκόμενα, η ευρωβόρος ακρίβεια, η αδράνεια στην αντιμετώπιση της ανεργίας, η καθυπόταξη του παρόντος και του μέλλοντος της χώρας στο δαπανηρότατο, φαραωνικό «εθνικό όραμα» των Ολυμπιακών, τα μυριάδες περιστατικά διαφθοράς στον δημόσιο τομέα (τα οποία προκαλούν, αντανακλαστικά, την εξαγγελία δημιουργίας κάποιου νέου «σώματος αδιαφθόρων», και στη βδομάδα πάνω την εξαγγελία σχηματισμού και ενός ακόμη «σώματος υπεραδιαφθόρων») κ.λπ. κ.λπ.

Παρ’ όλα αυτά τα μικρά και τα μεγάλα -και παρότι η μεν κομματική αναδόμηση επιβεβαίωσε απλώς τον παπανδρεϊκής κοπής ηγεμονικό αυταρχισμό του πρωθυπουργού, ο δε κυβερνητικός ανασχηματισμός λειτούργησε ευεργετικά για τους γελοιογράφους μόνο και για τους παραγωγούς και διακινητές ανεκδότων-, παρά το γεγονός, εν ολίγοις, ότι οι πιθανότητες εκλογικής νίκης του ΠΑΣΟΚ είναι όσες και οι πιθανότητες να ανηφορίσει ο δείκτης του Χρηματιστηρίου στις πέντε χιλιάδες μονάδες, ο κ. Σημίτης, για να εγκαρδιώσει τους υπουργούς του, διακήρυξε ότι «δεν πρέπει να αποδεχτούμε την ατζέντα της συνεχούς φθοράς και της αναπόφευκτης ήττας». Είναι καθήκον βέβαια ενός πολιτικού να μην αποθαρρύνεται, ακόμα και να ελπίζει στο ανέλπιστο, κατά την ηρακλείτεια προτροπή. Αλλά καθήκον του είναι επίσης να μην αρκείται στη λογοθωπεία των εμπίστων του, και να διαβάζει την πραγματικότητα χωρίς τους στρεβλωτικούς φακούς των επιθυμιών του, εφόσον ο στόχος του είναι να την αλλάξει κι όχι να την εξωραΐσει ή να την παραβλέψει. Διαφορετικά, αιχμαλωτίζεται από ψευδαισθήσεις και συμπαρασύρει και τους υφισταμένους του.

Αν λοιπόν ο κ. Σημίτης καθάριζε το βλέμμα του, κι αν έκρινε αυστηρά των αποτελέσματα των πρωτοβουλιών του, μάλλον θα υποχρεωνόταν να αποδεχτεί ότι με γιατροσόφια σαν τον ανασχηματισμό ή τη μέλλουσα «Χάρτα» ούτε τα φαινόμενα σώζονται ούτε τα πράγματα θεραπεύονται. Κι ίσως τότε να τον έβρισκαν απολύτως σύμφωνο τα λόγια του Καβάφη, που φαίνονται σαν να βιογραφούν το κόμμα του: «Είν’ η προσπάθειές μας, των συφοριασμένων? / είν’ η προσπάθειές μας σαν των Τρώων. / Κομμάτι κατορθώνουμε? κομμάτι / παίρνουμ’ επάνω μας? κι αρχίζουμε / να ‘χουμε θάρρος και καλές ελπίδες. // Μα πάντα κάτι βγαίνει και μας σταματά. […] Είν’ η προσπάθειές μας σαν των Τρώων. // Θαρρούμε πως με απόφασι και τόλμη / θ’ αλλάξουμε της τύχης την καταφορά […] Ομως η πτώσις μας είναι βεβαία.»

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή