Αντιφατικό ορνιθοτοπίο στο Δελφινάριο

Αντιφατικό ορνιθοτοπίο στο Δελφινάριο

3' 40" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Γ. Γαλίτη – Γ. Λέφα – Π. Κοντογιαννίδη

Κότες

Σκηνοθ.: Γ. Ρεμούνδος

Θέατρο Αλσος

«Οι ελαφροί ας με λέγουν ελαφρόν»

Κ. Π. ΚΑΒΑΦΗΣ, «Βυζαντινός άρχων, εξόριστος, στιχουργών»

Παγίως και σχεδόν παιδιόθεν, κάθε χρονιά επισκέπτομαι «ιεροκρυφίως» επιθεωρήσεις. Κάποιοι κάπως παλιότεροι αναγνώστες του φύλλου θα θυμούνται ίσως τη «Θεώρηση της Επιθεώρησης», ένα κείμενο σε πέντε μεγάλες συνέχειες, το οποίο είχα δημοσιεύσει εδώ το 1992 (31/5 – 26/6) και αφορούσε στην πινακοθήκη όλων των μεταπολεμικών άσων και δευτεραγωνιστών του είδους. Είδους που αριθμεί πάνω από εκατό χρόνια ζωής στον τόπο μας και που τώρα, ελέω έλλειψης στέρεων και εμπνευσμένων κειμενογράφων, αλλά και λόγω της τηλεοπτικής δεσποτείας ψυχορραγεί σταθερά δίχως όμως να αποφασίζει και την οριστική αποδημία.

Οι συνήθως όχι άκρως εγγράμματοι, αυτοδίδακτοι ηθοποιοί του θηριώδους ταλέντου και της αυτοσχεδιαστικής εμπειρίας μαζί με τους εγγράμματους δημοσιογράφους – επιθεωρησιογράφους τους, ενθουσίασαν το τότε αστικό και μικροαστικό κοινό, ιδίως μετά τον Πόλεμο και μέχρι το ’70. Κατόπιν, και με την ευφορικά πολιτικολογήσασα παρένθεση του «Ελεύθερου Θεάτρου», το λαϊκό είδος περιέπεσε σε μερική ανυποληψία από τους φυσικούς αποδέκτες του που, είτε υποτιμήθηκαν απ’ τους συγγραφείς είτε οι συγγραφείς συρρίκνωσαν την εμβέλεια της γραφίδας τους μπροστά σ’ ένα οσημέραι και αμαθέστερο κοινό.

Χωρίς στόχο

Φέτος, στα γρήγορα και πριν ξεκινήσουν τα σοβαρά και σοβαροφανή του θέρους, πρόλαβα το ψευδοφαντασμαγορικό «Δελφινάριο» που διέψευσε περιτράνως τις υποσχέσεις του («Φύγε Κώστα, έλα Κώστα»). Χωρίς την κλασική δομή και την αποθέωση, χωρίς στόχο, χωρίς πολιτική σάτιρα και με αναμενόμενους τους καλούς Παπαματθαίου και Ευριπιώτη, ο παραγωγός Μαροσούλης παρασύρθηκε στο ναυάγιο των γάμων του ταλαντούχου θράσους της Πανοπούλου με τα λοφία μιας εκεί «τραγουδίστρας».

Ούτε που γνωρίζω τον ανωτέρω παραγωγό, αλλά ούτε και τον κ. Τζιβουζίδη του «Αλσους». Ο δεύτερος όμως διατηρεί την επιθεωρησιακή παράδοση υψηλότερα από όπου αλλού, τα καλοκαίρια. Ισως να με εμπνέει και ο χώρος. Ισως να νοσταλγώ τις γρανίτες του Γ. Οικονομίδη (1916 – 1985), αυτού του λαμπρού κομφερανσιέ, επιθεωρησιογράφου και στιχουργού που ξεκίνησε με τις «Πολεμικές καντρίλιες» το 1940, πέρασε από 400 τραγούδια (μεταξύ τους και το «Κορόιδο Μουσολίνι») για να καταλήξει από θριαμβευτής αριστερός στο Ρουφ της απελευθέρωσης στο λησμονητέο φιάσκο της χουντικής Ολυμπιάδας Τραγουδιού.

Εκλεκτά ονόματα στη μαρκίζα

Ισως μαζί του να νοσταλγώ τον Φέρμη, τη Μοσχονά τον Κ. Βενετσάνο και τον Πάρι Λαμπράκο. Ομως, στη θέση του Οικονομίδη συντελούνται ακόμη ιδιοφυή νούμερα. Στο φετινό μιούζικαλ «Κότες», όνειρο υποτίθεται των δύο κλοσάρ που ξετυλίγει τη σύγχρονή μας πραγματικότητα ως Νεφελοκοκκυγία χαρμολύπης, η δέση των σκετς είναι πολύ χαλαρή, τα περισσότερα κομμάτια κοινότοπα ή κακογραμμένα, τα γκράφιτι σκηνικά μεταμοντέρνως αλειτούργητα (Δ. Βολίδη), οι χορογραφίες όμως αιθέριες (Αγγ. Χατζής). Ενώ η επί των «Ορνίθων» σύλληψη δεν είναι κακή (επ’ ουδενί την θεωρώ βλάσφημη όπως θα μπορούσα να το προσάψω σε τυχόν «διασκευή» τους), τη χειρίστηκαν αμήχανοι άνθρωποι: ο σκηνοθέτης Γ. Ρεμούνδος δεν είχε καμιά δουλειά σ’ αυτό το μαγαζί, κι αυτό φάνηκε, οι δε «συγγραφείς» Γ. Γαλίτης, ένας μετριότατος ηθοποιός, και ο Γ. Λέφας, ένας καλός ηθοποιός, αντικατέστησαν κάποια νεότερα ονόματα που έχουν ήδη καταθέσει ορισμένες περί το θέμα ικανότητες. Δε λέω να εκβιαστούν ο Ναπ. Ελευθερίου, ο Ασ. Γιαλαμάς, ο Β. Μακρίδης ή ο Λ. Μιχαηλίδης, δε λέω να αναστήσουμε τον Γιαννουκάκη, τον Ευαγγελίδη, τον Παπαδούκα, τους Γιαννακόπουλους, τον Πρετεντέρη, τον Θίσβιο, αλλά πρόχειρα θυμάμαι τους: Βερύκιο, Παπαπέτρου, Σπυρόπουλο, Χασάκη, Μυλωνά, Μακρυγιάννη, Ανθη, Τσακαλιά. Γιατί τόση εμπιστοσύνη σε ξυλοσχίστες από άλλη οικογένεια; Εξαιρώ τον Π. Κοντογιαννίδη, που φαντάζομαι πως έγραψε για να ερμηνεύσει με τους λαμπρούς του χρόνους, τις οργές και τους αυτοσαρκασμούς του έναν έξοχο βαρύμαγκα Ελληναρά. Ετσι, διαβάζει κανείς εκλεκτά ονόματα στη μαρκίζα, τα οποία, πράγματι με αυτοθυσία και ταλέντο, υποστηρίζουν τα λυμφατικά ψελλίσματα των κειμένων. Και πάλι βέβαια υπάρχει ένα νούμερο-φωτιά, δύο ερίζουσες κότες, που το πυροδοτούν ο αυτοκράτωρ της μιμικής Μουστάκας που τραβάει τον κόσμο πάνω στη σκηνή και τον «πακετάρει», αυτός ο μόνος χρυσός ανάμεσα στους επίχρυσους, και ο μινιμαλιστής Ψάλτης που κατεβαίνει και τραβάει τον κόσμο απ’ την πλατεία. Γιατί όμως λέει τα αστεία με «νόημα» και τα καίει;

Ο οινόφλυξ ανθρωπάκος με τις εύστοχες σφήνες Τόνυ Αντονυ έστησε μια ανεξάρτητη, μουρμουρίζουσα και απολαυστική φιγούρα. Ο Ηλ. Λογοθέτης, ο απίστευτος αυτός χαμαιλέων σκηνής και ειδών, πάντα ανεπηρέαστος απ’ τις λάσπες και τα διαμάντια, παραληρεί αριστοτεχνικός και ιδεωδώς μόνος, εκ περιουσίας. Στρουμπουλές κλώσσες της γειτονίτσας με κραυγάζον όμως κέφι οι Τζ. Παπουτσή – Αθ. Μαυρομμάτη. Και ανεκμετάλλευτος ο ωραίος «τρελούτσικος» νέος κωμικός Δ. Βισκαδουράκης.

Τελικά, στις «Κότες» εγεννήθη το αυγό χωρίς τον κρόκο. Διότι εν παντί, φαίνεται, πως εν αρχή, ην, εστί και έσεται, ο λόγος – όχι ο…. Λόγος, βέβαια.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή