Ενας Ορέστης «παστίτσιο» στην Κόρινθο

Ενας Ορέστης «παστίτσιο» στην Κόρινθο

5' 32" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ο«Ορέστης» δεν είναι μόνον τραγωδία του Ευριπίδη, αλλά και όπερα του Χέντελ. Γράφηκε το 1734 και θα παρουσιαστεί για πρώτη φορά στην Ελλάδα στις 25 και 27 Ιουλίου στον αρχαιολογικό χώρο της Αρχαίας Κορίνθου. Στη συμπαραγωγή αυτή της Νομαρχίας Κορινθίας με την ΕΡΤ τον ρόλο του Ορέστη -γραμμένο για καστράτο- θα αποδώσει η μεσόφωνος Μαίρη-Ελεν Νέζη (ο… Ξέρξης της Εθνικής Λυρικής Σκηνής) ενώ την ορχήστρα θα διευθύνει από το τσέμπαλο ο Γιώργος Πέτρου, γνωστός κυρίως ως πιανίστας. Νέοι και ενθουσιώδεις, οι δύο καλλιτέχνες μοιράζονται μαζί μας την αγάπη τους για το μπαρόκ.

– Με ποιο κριτήριο επελέγη ο «Ορέστης»;

Γ. Πέτρου: Μας ενδιέφερε μια όπερα με αρχαιοελληνικό θέμα, γραμμένη από έναν σημαντικό συνθέτη. Ο «Ορέστης» έχει παρουσιαστεί ελάχιστες φορές και δεν έχει ηχογραφηθεί ποτέ. Επομένως, δεν υπάρχει σημείο αναφοράς, γεγονός που αποτελεί πρόσθετη πρόκληση. Ανήκει στην κατηγορία έργων που οι Ιταλοί αποκαλούν «παστίτσιο». Με άλλα λόγια, η παρτιτούρα που συντίθεται από μουσικά μέρη άλλων, προγενέστερων έργων. Στην συγκεκριμένη περίπτωση, όλη η μουσική προέρχεται από έργα του Χέντελ και ως εκ τούτου παρουσιάζει ομοιογένεια. Εννοείται, ότι το προϋπάρχον υλικό προσαρμόστηκε και διασκευάστηκε κατάλληλα για τις ανάγκες της νέας όπερας, ενώ όλα τα διαλογικά μέρη (ρετσιτατίβι) γράφηκαν εξαρχής.

Ο «Ορέστης» ήταν η πρώτη όπερα που παρουσίασε ο Χέντελ κατά την πρώτη του καλλιτεχνική περίοδο στο θέατρο του Κόβεντ Γκάρντεν και γράφηκε για ορισμένους από τους σημαντικότερους τραγουδιστές της εποχής: τον υψίφωνο καστράτο Τζοβάνι Καρεστίνι (Ορέστης) και την υψίφωνο Αννα Μαρία Στράντα ντλε Πο (Ερμιόνη). Εμείς θα παίξουμε το έργο πλήρες, εκτός από τα χορευτικά μέρη, που ούτως ή άλλως προστέθηκαν εκ των υστέρων και δεν συμμετέχουν στην πλοκή.

– Ποιες είναι οι βασικές διαφορές στην υπόθεση σε σχέση με τον Ευριπίδη;

Γ. Πέτρου: Το λιμπρέτο του Τζανγκουαλμπέρτο Μπαρλότσι προέρχεται από όπερα που είχε παρουσιαστεί στη Ρώμη το 1723 και βασίζεται στην «Ιφιγένεια εν Ταύροις». Ο Χέντελ, που πιθανότατα είχε δει την παράσταση, επενέβη δραστικά στο κείμενο με στόχο τη συμπύκνωση της δράσης. Στο λιμπρέτο του Μπαρλότσι υπάρχει ένα πρόσωπο που δεν προβλέπεται στον Ευριπίδη: ο Φιλοκτήτης, αξιωματικός στον στρατό του Θόα. Επινοήθηκε ώστε να υπηρετηθούν οι απαιτήσεις συμμετρίας της ιταλικής σοβαρής όπερας με τη δημιουργία ενός δεύτερου ζευγαριού πλάι στον Ορέστη και την Ερμιόνη. Φυσικά, το ειδύλλιο ανάμεσα στον Φιλοκτήτη και την Ιφιγένεια δεν ολοκληρώνεται, αφού εκείνη είναι ιέρεια. Ομως, παρέχεται ένα συναισθηματικό κίνητρο, ώστε να δικαιολογηθεί η στροφή του Φιλοκτήτη ενάντια στον τύραννο Θόα. Μετά την ανατροπή του Θόα και την απελευθέρωση της Ταυρίδας δίνεται η ευκαιρία να ολοκληρωθεί η όπερα με αισιόδοξο τρόπο.

Τάση της εποχής

– Πώς έτυχε να ασχοληθείτε με το μπαρόκ;

Μ. Ε. Νέζη: Πάντοτε λάτρευα την μουσική του μπαρόκ. Αγαπούσα την μουσική του Μπαχ και κατά τις σπουδές μου μελέτησα αρκετά το είδος του ορατορίου. Γνώρισα βαθύτερα τον Χέντελ χάρη στον «Ξέρξη», που τραγούδησα στην Εθνική Λυρική Σκηνή. Επήλθε ο έρωτας και έκτοτε ασχολούμαι με μεγάλη θέρμη με το μπαρόκ. Μου αρέσει πάρα πολύ και αισθάνομαι ότι με εκφράζει. Θα ήθελα να είχα τη δυνατότητα να τραγουδήσω όλους τους ρόλους που συνέθεσε ο Χέντελ για τον δικό μου τύπο φωνής! Πιστεύω πως αν γνωρίσει κανείς αυτήν την μουσική, θα γοητευτεί οπωσδήποτε. Απλώς, οι περισσότεροι δεν τη γνωρίζουν.

Γ. Πέτρου: Θεωρώ ότι η στροφή προς το μπαρόκ δεν αφορά εμένα προσωπικά, αλλά είναι μια τάση της εποχής μας. Σήμερα υπάρχουν πολύ μεγαλύτερες γνώσεις για την εποχή και τους τρόπους ερμηνείας των έργων εκείνης της περιόδου. Δείτε τη δισκογραφία ποσοτικά και ποιοτικά: δηλ. πόσο περισσότερες αναγνώσεις έργων του Μπαχ πραγματοποιούνται πια με τσέμπαλο, αντί του πιάνου και πόσο πιο ενημερωμένες είναι σε ό,τι αφορά το στυλ. Μελετώντας στο πιάνο ένα κοντσέρτο του Μπαχ έχει κανείς την επιθυμία να ακούσει πώς ηχεί το ίδιο έργο στο τσέμπαλο, δηλαδή στο όργανο για το οποίο γράφηκε. Αυτόματα, αναζητεί άλλο ήχο και στην υπόλοιπη ορχήστρα. Σήμερα πια, με την πληθώρα της διαθέσιμης πληροφορίας, δεν μπορώ να φανταστώ πιανίστες που ασχολούνται με αυτό το ρεπερτόριο να μην στρέφονται προς το τσέμπαλο και γενικότερα προς την αναζήτηση άλλου ήχου. Απλώς, διότι αυτή η μουσική αναδεικνύεται καλύτερα αν χρησιμοποιήσει κανείς όργανα και τεχνικές της εποχής που γράφηκαν τα έργα.

– Στην Ελλάδα δεν υπάρχει παράδοση στο μπαρόκ. Εσείς με ποιον τρόπο μελετάτε; Εχετε αναζητήσει τη βοήθεια ειδικών;

Μ. Ε. Νέζη: Μελετάμε κυρίως μόνοι μας, διαβάζοντας, ακούγοντας σύγχρονες ηχογραφήσεις, παρακολουθώντας συναυλίες.

Γ. Πέτρου: Πιστεύω ότι η μουσική του μπαρόκ, όπως παίζεται σήμερα, στηρίζεται κυρίως στην πρακτική εμπειρία των μουσικών. Δεν υπάρχει κάποια παράδοση που συνεχίζεται. Υπάρχουν πληροφορίες, διαθέσιμες σε όλους, που αφορούν τα έργα, τις τεχνικές, τα όργανα, το ύφος κ λπ. Σε αυτές βασίζεται κάθε ερμηνευτής, προκειμένου να χτίσει τη δική του θεωρία, σχετικά με το πώς πιστεύει ότι θα μπορούσαν να εφαρμοστούν πρακτικά.

– Ποια θα είναι η σύνθεση της ορχήστρας που θα χρησιμοποιήσετε;

Γ. Πέτρου: Συνολικά, μαζί με το τσέμπαλο, που θα παίζω εγώ, θα είμαστε δεκαεπτά όργανα. Τα μέρη του συνεχούς βάσιμου θα ερμηνεύονται από τσέμπαλο, θεόρβη (ΕΕφη Μινακούλη) και τσέλο (Αρης Τσακάλης), ενώ εξάρχων θα είναι ο Δημήτρης Σέμσης. Ετσι, θα έχουμε όργανα με «ήχο εποχής», αλλά και σύγχρονα όργανα, όπως τα έγχορδα, στα οποία θα προσπαθήσουμε να επιτύχουμε ένα διαφορετικό αποτέλεσμα μέσα από την τεχνική παιξίματος.

Μια κυρία με… παντελόνια

– Κύριε Πέτρου, σας έχουμε συνηθίσει σε ρόλο πιανίστα. Στον «Ορέστη» όχι μόνον παίζετε τσέμπαλο, αλλά διευθύνετε. Νέα ενδιαφέροντα;

Γ. Πέτρου: Οι όπερες του Χέντελ βασίζονται σημαντικά στις ικανότητες του τσεμπαλίστα ως δεξιοτέχνη, αφού εκείνη την εποχή την παράσταση διηύθυνε ο ίδιος ο συνθέτης -εξαιρετικός τσεμπαλίστας- από το όργανο αυτό. Κι όταν δεν έπαιζε ο Χέντελ εμπιστευόταν μόνον αντάξιούς του, καθώς θα έπρεπε να ανταποκριθούν σε αυξημένες απαιτήσεις αυτοσχεδιασμού, χαρακτηριστικές της τέχνης του μπαρόκ. Αυτός υπήρξε καθοριστικός παράγων στην απόφασή μου να αναλάβω τον διπλό ρόλο τσεμπαλίστα – αρχιμουσικού. Δεν πρόκειται για διεύθυνση ορχήστρας με τη συμβατική έννοια, αλλά περισσότερο για έναν συντονισμό στη βάση λογικής έργων μουσικής δωματίου.

– Κυρία Νέζη, έχετε υποδυθεί πολλούς ανδρικούς ρόλους, από τον Οκταβιανό στον «Ιππότη με το ρόδο» του Ρ. Στράους μέχρι τον Ξέρξη και τώρα τον Ορέστη. Εχουν κάτι ιδιαίτερο;

Μ. Ε. Νέζη: Μου αρέσουν πολύ αυτοί οι ρόλοι, διότι καλύπτουν τη δυναμική πλευρά του εαυτού μου. Επίσης, με ενδιαφέρει η δεξιοτεχνική τους πλευρά και βλέπω ότι χρόνο με τον χρόνο αποκτώ μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση ως προς αυτό. Γνωρίζω καλύτερα ποια ποικίλματα ταιριάζουν στη φωνή μου. Σε ό,τι αφορά το μπαρόκ, είναι κυρίως ρόλοι ηρώων, που, στην πλειοψηφία τους, είχαν γραφεί για καστράτους, δηλ. ευνούχους τραγουδιστές με σπάνια χαρίσματα αναπνοής, δεξιοτεχνίας κ.λπ. Σήμερα, οι μόνες φωνές που μπορούν να μοιάσουν σε αυτές, είναι αυτή της μεσοφώνου και του κόντρα-τενόρου. Προς στιγμήν οι μεσόφωνοι έχουν μεγαλύτερη δεξιοτεχνική άνεση και έκταση φωνής από τους κόντρα-τενόρους, που όμως καθημερινά βελτιώνονται! Στη συγκεκριμένη παραγωγή υπάρχει και κόντρα-τενόρος, ο Νίκος Σπανός, που ερμηνεύει τον Φιλοκτήτη.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή