Γυμνό γεύμα – γυμνή φρίκη

3' 37" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ουίλιαμ Μπάροουζ

Γυμνό γεύμα

Μετάφραση – Σημειώσεις: Γιώργος Γούτας

εκδ. Απόπειρα, σελ. 320

Το 1954 ο Ουίλιαμ Μπάροουζ γράφει το πρώτο σχέδιο του «Γυμνού γεύματος», με τίτλο «Interzone». Βρίσκεται στην Ταγγέρη, εθισμένος στην ηρωίνη, σε κατάσταση πλήρους παρακμής. Το 1956 εισάγεται σε ειδική κλινική αποτοξίνωσης στο Λονδίνο και λίγο αργότερα, επιστρέφει στην αγαπημένη του Ταγγέρη για να συνεχίσει να επεξεργάζεται το ετερόκλητο, πολυσχιδές υλικό του «Γυμνού γεύματος». Οταν το 1957 δέχεται την επίσκεψη του Γκίνσμπεργκ και άλλων φίλων, στρώνονται όλοι στη δουλειά: μέσα σε δύο μήνες καθαρογράφουν περίπου 200 σελίδες από το μυθιστόρημα. Τον οριστικό τίτλο τον δίνει ο Κέρουακ: «Γυμνό γεύμα… Εκείνη η παγωμένη στιγμή που σταματάς για να κοιτάξεις τι βρίσκεται στην άκρη του πιρουνιού σου». Και, βέβαια, αυτό που βλέπεις δεν είναι καθόλου ωραίο.

Μια περίφημη δίκη

Το 1959 ο Γάλλος εκδότης Ζαν Γιροντιάς εκδίδει το βιβλίο σε 10.000 αντίτυπα, και το 1962 εκδίδεται στην Αμερική, όπου όμως, παρά τις 8.000 πωλήσεις, οι υπεύθυνοι του εκδοτικού οίκου Grove Press συλλαμβάνονται και όσα αντίτυπα έχουν απομείνει κατάσχονται από τις Αρχές. Τρία χρόνια αργότερα ξεκινά η περίφημη δίκη του «Γυμνού γεύματος». Ανάμεσα στους μάρτυρες υπεράσπισης ο Νόρμαν Μέιλερ. Στις 7 Ιουλίου 1966, το Ανώτατο Δικαστήριο της Μασαχουσέτης αποφασίζει να επιτρέψει την κυκλοφορία του βιβλίου, και με την ιστορική αυτή απόφαση σημειώνεται το τέλος της λογοκρισίας στις ΗΠΑ, σε ό,τι αφορά τη λογοτεχνία.

Το βιβλίο γίνεται θρύλος? μαζί με το «Στο δρόμο» του Κέρουακ και το «Ουρλιαχτό» του Γκίνσμπεργκ αποτελεί το «κλασικό τρίο» της μπιτ λογοτεχνίας. Το 1991 ο Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ πραγματοποιεί μια παλιά του επιθυμία: να μεταφέρει το βιβλίο στον κινηματογράφο. Στόχος υπερφιλόδοξος, όπως αποδείχτηκε. O Καναδός σκηνοθέτης ανατρέχει και σε άλλα βιβλία του Μπάροουζ (όπως τον «Εξολοθρευτή») για να φτιάξει ένα σενάριο που να «στέκει». Παρά τη γοητευτικά νοσηρή ατμόσφαιρα (και την εξαιρετική μουσική επένδυση του Χάουαρντ Σορ, με το εκπληκτικό σαξόφωνο του Ορνέτ Κόλμαν), το αποτέλεσμα είναι μάλλον κατώτερο του αναμενομένου…

«Θέατρο ωμότητας»

Τι είναι όμως αυτό που έκανε το «Γυμνό γεύμα» ένα από τα σημαίνοντα κείμενα της αμερικανικής λογοτεχνίας του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα; Κατ’ αρχάς, θα πρέπει να πούμε ότι πρόκειται για το τρίτο βιβλίο του Μπάροουζ. Τα πρώτα δύο, το «Junky» (εκδ. Απόπειρα) και το «Αδελφή» (εκδ. Πλέθρον), παρά τις μάλλον συμβατικές ρεαλιστικές δομές τους, ξεχωρίζουν χάρις στον οίστρο ενός προικισμένου αφηγητή, αλλά και τη βαθύτητα της σκέψης ενός άκρως διεισδυτικού συγγραφέα.

Στα βιβλία αυτά υπήρχαν ήδη οι εξωφρενικοί μονόλογοι, οι λεγόμενες «ρουτίνες» του κεντρικού χαρακτήρα Λι (ο οποίος πρωταγωνιστεί και στο «Γυμνό γεύμα»), που προαναγγέλλουν την ατμόσφαιρα και το πνεύμα των βιβλίων που θ’ ακολουθούσαν στη συνέχεια, με πρώτο το ανά χείρας μυθιστόρημα.

Το «Γυμνό γεύμα» είναι, λοιπόν, μια τομή στην πορεία του Μπάροουζ ως συγγραφέα και καθορίζει όλο το μετέπειτα έργο του σε όλα τα επίπεδα. Την ίδια στιγμή, είναι ένα πρωτόγνωρο για τα δεδομένα της εποχής «θέατρο ωμότητας», που σαν στόχο φαίνεται να έχει τη βίαιη αφύπνιση της συνείδησης του αναγνώστη. O Μπάροουζ φαίνεται να λέει: Πρέπει να τρομάξετε, να παγώσετε από τον τρόμο, αν θέλετε να συνεχίσετε να λέγεστε άνθρωποι.

Εφιαλτικό σύμπαν

Λειτουργώντας σαν ένα «όργανο καταγραφής», ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής Ουίλιαμ Λι μάς μεταφέρει σε έναν εφιαλτικό κόσμο, ο οποίος συντίθεται από μια σειρά σουρεαλιστικών κολάζ χωρίς καμία (σχεδόν) γραμμική αφήγηση, αποτυπώνοντας ακραίες ψυχικές καταστάσεις: από τη μία, έχουμε το παροξυσμικό όργιο ενός άρρωστου νου εγκλωβισμένου σε ένα κορμί που αποζητά με μανία την ηδονή και τον πόνο σε ίσες δόσεις? από την άλλη, έχουμε το ζοφερό όραμα ενός κόσμου κυριαρχημένου από υποχθόνιες δυνάμεις και αόρατους μηχανισμούς καταπίεσης του ατόμου και των ελευθεριών του.

Το μεγαλύτερο αίτημα για εξέγερση, όμως, ο Μπάροουζ το εκφράζει ενάντια στην ίδια την πραγματικότητα, την πραγματικότητα της γλώσσας και των λέξεων, τη «στημένη» πραγματικότητα των στούντιο, μέσα από την οποία πλάθονται συνειδήσεις και καλουπώνεται η δημιουργική, ανατρεπτική σκέψη.

Σαράντα και πλέον χρόνια μετά την έκδοσή του, το «Γυμνό γεύμα» συνεχίζει να γοητεύει (όπως και η προσωπικότητα του συγγραφέα του), να μας θυμίζει ότι ο δημιουργός του είδε το μέλλον πολύ καθαρά, παρά τη σύγχυση των απωθητικών εικόνων που κατέγραψε, αλλά όχι να προκαλεί όπως άλλοτε.

Η συγγενής με του Μπάροουζ παράνοια των μυθιστορημάτων του (σύγχρονού του) Τόμας Πίντσον μοιάζει να έχει περισσότερη θέση σήμερα, λογοτεχνική αξία, αλλά και πολιτική άποψη με φιλοσοφικό βάθος.

Ελειπε η ελληνική μετάφραση αυτού του «αμετάφραστου» βιβλίου, και η προσπάθεια του Γ. Γούτα ισοδυναμεί με άθλο, κυρίως για τη σοβαρότητα της προσέγγισής του στον μπαροουζικό γλωσσικό χάρτη.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή