Αποτυπωματα

2' 22" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Οταν ήμουν παιδί, πίστευα ότι οι λουόμενοι ήταν δύο ειδών: οι κανονικοί και οι γραίες. Οι κανονικοί φορούσαν κανονικό μπανιερό κι έκαναν κανονικό μπάνιο. Οι γραίες ήταν πέρα από τους νόμους της φύσης και της κοινωνίας. Δεν φορούσαν μαγιό, αλλά μεσοφόρι, μαύρο και μακρύ σαν ράσο. Δεν κολυμπούσαν αλλά μούλιαζαν στα ρηχά, αφού προηγουμένως είχαν σταυροκοπηθεί αρκετές φορές. Προτού βραχούν, γέμιζαν τις χούφτες τους με νερό και πιτσιλίζονταν στα μπράτσα και στο λαιμό για να συνηθίσουν. Οι μεγάλοι σέβονταν τις ασάλευτες λουόμενες. Αλλες τεράστιες σαν αμφίβια κήτη, άλλες λιανές και σκεβρωμένες. Εμείς τα παιδιά άλλοτε τις φοβόμαστε και άλλοτε ντρεπόμαστε, ιδίως αν κάποιο από εμάς τύχαινε να οριστεί συνοδός της γιαγιάς του.

Μεγάλωσα, το σύμπλεγμα «συνοδός γιαγιάς» χάθηκε μαζί με τη γιαγιά, αλλά και τι δεν θα ‘δινα για να συνοδεύσω ξανά τη γιαγιά Φιλιώ στη θάλασσα, να της απλώσω την πετσέτα, να τη στερεώσω με πέτρες να μην την πάρει ο αέρας, να βρέξω πρώτη εγώ τα πόδια μου για να της πω αν είναι κρύο σήμερα το νερό. Μόνο που δεν θα ήξερα σε ποια θάλασσα να την οδηγήσω. Δεν θα ήξερα και πώς να την ντύσω. Να της χαρίσω ένα παρεό να κρύβει τα «ντεφό»; Ενα καπελάκι του μπέιζμπολ, να το φοράει ανάποδα; Γυαλιά ντιζαϊνάτα, αντηλιακό με υψηλό δείκτη προστασίας; Να της νοικιάσω ξαπλώστρα; Να την υποχρεώσω ν’ ακούει Τσαλίκη και Σερτάμπ από τα μεγάφωνα της πλαζ; Να την κεράσω χοτ ντογκ και ισοτονικό ρόφημα;

Τιμημένα γηρατειά και ελληνικό καλοκαίρι είναι έννοιες ασύμβατες. Αν πιστέψουμε τα ρεπορτάζ παραλίας της τηλεόρασης και των περιοδικών, στη φυλή των λουομένων δεν έχουν θέση οι γιαγιάδες, εκτός και αν νεάζουν, αν έχουν κάνει σύσφιγξη, λίφτινγκ, λιποαναρρόφηση. Οι κανονικοί παραθεριστές αρχίζουν τη μέρα τους με ηλιοθεραπεία, περνούν το μεσημέρι σε ένα παραθαλάσσιο μπαράκι, με πισίνα και φοίνικες σε γλάστρα, όπου πίνουν τσαχπίνικα οινοπνευματώδη, τσιμπάνε σνακς και χορεύουν αδιάκοπα, ύστερα αλλάζουν ρούχα, πηγαίνουν σε ένα γραφικό ταβερνάκι ή κάποιο «ψαγμένο» εστιατόριο, και ακολουθεί κλάμπινγκ, σφινάκινγκ, καμάκινγκ μέχρι τελικής πτήσεως. Και πάλι απ’ την αρχή. Οι παραλίες είναι το έθνος της νεότητας ή της ωριμότητας που πρέπει να επαληθεύει τα τηλεοπτικά και διαφημιστικά στερεότυπα: απέραντο γαλάζιο, ατέλειωτη ευχαρίστηση, η αδρεναλίνη στα ύψη, το κέφι χτυπάει κόκκινο. Οι λουόμενες γιαγιάδες έγιναν οι νεράιδες του παραμυθιού. Τα μεσάνυχτα, όταν δεν έχει φεγγάρι, κατεβαίνουν στις άδειες παραλίες, στρατός ολόκληρος. Απλώνουν μπατανίες στην άμμο, βγάζουν τις θαμπές ρόμπες, μένουν με τα μεσοφόρια, τα σταυρουδάκια και τα φυλαχτά τους, γεμίζουν τον τόπο με τις φωνές και τα γέλια τους, παίζουν στο νερό, πειράζουν η μία την άλλη. Και όταν φέξει, οι πεντάμορφες φεύγουν τρομαγμένες, έχοντας προηγουμένως μαζέψει με προσοχή τα άσπρα τσόφλια από τα βραστά αβγά που κολάτσισαν μαζί με αληθινό ψωμί και αληθινό γλυκό νερό. Φεύγουν κι επιστρέφουν στις ασπρόμαυρες φωτογραφίες τους, έχοντας σβήσει κάθε ίχνος από το πέρασμά τους. Δεν τις θέλει μία φορά η Ισχυρή Ελλάδα, δεν τη θέλουνε κι αυτές δέκα!

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή