Ιταλικά φεστιβάλ για κάθε γούστο

Ιταλικά φεστιβάλ για κάθε γούστο

2' 20" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Πατρίδα της όπερας, η Ιταλία προσφέρει μέχρι σήμερα τεράστια ποικιλία θεαμάτων στους φίλους του είδους: τον χειμώνα στα -κυρίως- ιστορικά θέατρα που απαραιτήτως διαθέτει καθεμιά από τις πόλεις (μέρος της πολιτιστικής κληρονομιάς της άλλοτε κατακερματισμένης χώρας) και το καλοκαίρι στο πλαίσιο διάφορων φεστιβάλ, που -ως προς την ποιότητα- εκτείνονται από τα λαϊκά θεάματα στην αρένα της Βερόνας ώς τις απολαυστικές και πνευματώδεις παραγωγές του Φεστιβάλ Ροσίνι στο Πέζαρο, εφάμιλλες των καλύτερων στα οικονομικώς ανθηρά και φημισμένα κεντροευρωπαϊκά φεστιβάλ.

Στην Βερόνα το θέαμα προσδιορίζεται από τον ίδιο τον χώρο. Ετσι, καταρχήν, στη ρωμαϊκή αρένα δεν είναι εύκολο να δοθούν έργα που προβλέπουν μικρά ενόργανα σύνολα, στηρίζονται σε αποχρώσεις και ευαίσθητες διαβαθμίσεις στην ερμηνεία. Πολύ απλά, διότι το μέγεθος του χώρου και οι συνθήκες ακουστικής δεν το επιτρέπουν.

Αν ζητούμενο είναι να ακούει και να βλέπει ακόμα και ο τελευταίος θεατής, τότε το έργο και η σκηνική του απόδοση θα πρέπει να είναι ανάλογα. Κατά συνέπεια, επιλέγονται όπερες που προβλέπουν μεγάλα σύνολα (ορχήστρα και χορωδία) αλλά και ισχυρές φωνές στους πρωταγωνιστικούς ρόλους. Ομως, δεν είναι μόνον αυτό το κριτήριο, αφού συχνά το εμπόδιο της έντασης ξεπερνιέται με αύξηση των μουσικών της ορχήστρας. Υπάρχει σαφής προτίμηση σε ιταλικά έργα, δημοφιλή, κατά προτίμηση μελωδικά. Από αυτά των οποίων τις μελωδίες γνωρίζει -ή, ακόμα καλύτερα, μπορεί να τραγουδήσει- ο καθένας, κυρίως δε οι Γερμανοί τουρίστες, που το καλοκαίρι κατακλύζουν την πόλη.

Με δυο λόγια: Βέρντι και Πουτσίνι. Πράγματι, αν και υπάρχουν αρκετές γαλλικές ή και ρώσικες όπερες του 19ου αι. ή έργα του 20ού αι. που θα μπορούσαν να παρουσιαστούν με επιτυχία -όπως έχει αποδείξει ακόμα και το Ηρώδειο- οι Ιταλοί διοργανωτές δεν τα προτιμούν. Εδώ και δεκαετίες «Ναμπούκο», «Αΐντα» και «Τουραντότ» αποτελούν τη σταθερή δίαιτα του φεστιβάλ, που παραλλάσσεται μονάχα κατ’ εξαίρεσιν με μία «Κάρμεν», έναν «Ριγολέτο», έναν «Τροβαδούρο».

Η αρένα των θεαμάτων

Δεύτερο στοιχείο που καθορίζει τις παραγωγές στην Βερόνα είναι το σκηνικό ανέβασμα των έργων. Πρυτανεύει η ίδια λογική: όπως δεν υπάρχουν προκλήσεις για την ακοή έτσι δεν προβλέπονται ούτε για την όραση, άρα ούτε για τον νου. Υπό την πρόφαση πως οφείλει κανείς να αφήνει τα έργα «να μιλούν μόνα τους» στην Βερόνα σχεδόν ανεξαιρέτως οι σκηνοθέτες αφηγούνται τις υποθέσεις με τον απλούστερο δυνατό τρόπο ενώ οι σκηνογράφοι και οι ενδυματολόγοι εστιάζουν το ενδιαφέρον τους στον εντυπωσιασμό. Το μάθημα της Τσινετσιτά έχει αφομοιωθεί. Αντίθετα απ’ ό,τι συμβαίνει στα συναρπαστικά υπερθεάματα του εξίσου λαϊκού Μπρέγκεντς (Αυστρία), σε αυτά της αρένας μοιάζει να μην έχει περάσει μέρα από τη δεκαετία του ’50: πρότυπο αποτελεί η αλήστου μνήμης «Αΐντα» με την Σοφία Λόρεν. Τα έργα δεν αποτελούν αφορμή για διάλογο αλλά μονάχα προϊόντα προς κατανάλωσιν. Η όπερα δεν αντιμετωπίζεται ως έκφραση -και μάλιστα από τις σημαντικότερες- του αστικού πολιτισμού των δυτικών κοινωνιών, αλλά ως πρόφαση για τραγούδι. Και σε αυτό, δηλαδή στο τραγούδι, εστιάζεται όλο το ενδιαφέρον του κοινού της αρένας.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή