Σάτιρα και οι λοιπές θεότητες ενός αθέου

Σάτιρα και οι λοιπές θεότητες ενός αθέου

7' 27" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

O Ασημάκης Πανσέληνος υπήρξε ένας άθεος που λάτρευε τις δικές του θεότητες, ορισμένες από τις οποίες θα προσπαθήσω να υποδείξω, χρησιμοποιώντας ελάχιστο από το άφθονο υλικό αυτοϊστόρησης που μας άφησε στα φύλλα των ημερολογίων του και βέβαια στο «Σημειωματάριό» του, που πρωτοκυκλοφόρησε με τον τίτλο «Συνέντευξη με τον εαυτό μου», και στις σελίδες του οποίου καταθέτει, αυτοανθολογούμενος, ικανό μέρος των γνωμικών, των δοξασιών, των θυμοσοφιών με τις οποίες πλούτιζε την αφήγησή του. Ποτέ οι φράσεις αυτές δεν δείχνουν να προέρχονται από την πένα ενός δοκησίσοφου, περιφρονητικά αποσυρμένου από τα εγκόσμια? αντίθετα, στον πνευματώδη χαρακτήρα τους συναιρείται η συγκρατημένη λογιοσύνη με τη λαϊκή σπιρτάδα και αμεσότητα, η σοβαρότητα με το χιούμορ.

Ιδού λοιπόν η πρώτη θεότητα που λατρεύει ο Πανσέληνος: το χιούμορ, η σάτιρα, ο καγχασμός ακόμη. H σάτιρα αυτή, που από την ποιητική του παραγωγή μετατοπίστηκε ομαλά στην πρόζα του για να τελειωθεί, δεν είναι πυροτεχνηματική, αυτοτροφοδοτούμενη και αυτοεξαντλούμενη. Χρωστάει τις αιχμές της στη σκοπιά από την οποία βλέπει τα ανθρώπινα ο συγγραφέας -τη σκοπιά ενός πολίτη επίμονα αιρετικού, ενός διανοούμενου σταθερά αντισυμβατικού- και τη στιβαρότητά της στο γεγονός ότι διαθέτει σκοπό, στόχο. Είναι πολλές οι φορές που ο αναγνώστης, πέφτοντας ας πούμε στη διασκεδαστική αναψηλάφηση και αναπαράσταση ενός αστείου επεισοδίου ή στην ακαριαία τερπνή έκφραση μιας ιδέας και ενός αισθήματος, γελάει με την καρδιά του, δίχως όμως να μείνει ο νους του έξω από την όλην υπόθεση. Κάτι τέτοιο συμβαίνει λ.χ. με το απόφθεγμά του «η θητεία μου στην Αριστερά με έκανε να αψηφώ κάθε κίνδυνο, από τον άνθρωπο ώς τη γρίπη». Φράσεις γνωμικού τόνου όπως αυτή μπορεί κανείς να τις διαβάσει με δύο τρόπους: σαν λεκτικούς αστεϊσμούς -που δεν είναι- ή σαν αποτέλεσμα μιας βιοσοφίας που προτιμά να προσφέρεται σχεδόν γυμνή, άρα και ευάλωτη, παρά να εκλογοτεχνίζεται.

Η κοινωνική-πολιτική ποίηση, ειρωνική ή σατιρική, στην οποία θήτευσε ο Πανσέληνος όντας μέσα στο ρεύμα των καιρών του, η ποίηση όπου το ρήμα «στοχάζομαι» έχει ταυτόχρονα και τις δύο σημασίες του, την οικεία μας του «σκέφτομαι» και την αρχική τού «σημαδεύω», «σκοπεύω», έχει μακρότατη παράδοση στα μέρη μας. Και για να μην πάμε πολύ πίσω, στον 7ο αιώνα π.Χ., στον καιρό του επίσης Μυτιληναίου Αλκαίου που χάρη στα «στασιωτικά» κατά των τυράννων ποιήματά του μπορεί να θεωρηθεί ο εισηγητής αυτής της δριμείας πολιτικής ποίησης, ας αναφέρουμε πως ο Πανσέληνος αναγνώριζε ρητά ως δάσκαλό του, και το εννοούσε, τον Κώστα Βάρναλη, έναν μάστορα δηλαδή της καυστικά κριτικής λογοτεχνίας, αλλά συγχρόνως κι έναν μάστορα της σύζευξης του λυρισμού με τη σάτιρα. Εχει όρια φυσικά η ποίηση αυτή, το ξέρουμε, όρια που τα θέτει η θεματολογική προσήλωση ή και προσκόλληση, και τα οποία είναι ευδιάκριτα και στην περίπτωση του Πανσέληνου. Αυτό όμως ούτε την τιμιότητά της αναιρεί ούτε και δικαιώνει τη νεοτερική αποστροφή μας προς την παλαιότροπη ποίηση, και μάλιστα την κοινωνική.

Η δεύτερη θεά στην οποία αδιαλείπτως θρησκεύεται ο Πανσέληνος είναι ο αντιδογματισμός. Με μια εικόνα που θυμίζει τον Προκρούστη ταυτόχρονα και τον Αρη Αλεξάνδρου, μας διαβεβαιώνει ότι «το κεφάλι των κάθε είδους δογματικών μοιάζει με ξύλινο κιβώτιο όπου οι έννοιες, αν είναι μακρύτερες από το μήκος τους, κουτσουρεύονται, κι αν είναι κοντότερες, χοροπηδάνε». O συγγραφέας δεν θέλει να είναι «μαντρισμένος», και δεν ανέχεται τις κάθε λογής ράγιες, γιατί «οι ράγιες είναι αδυσώπητος νόμος. Εξευτελίζουν τη φαντασία και τη ζωή». Αλλά ο αντιδογματισμός ωριμάζει και επικυρώνεται όταν προϋποθέτει και την αυτοαμφισβήτηση, ειδάλλως ξεπέφτει σε πόζα. Σε μια εγγραφή στα «Φύλλα Ημερολογίου», με ημερομηνία 11.5.1941, η αυτοαναμφισβήτηση, ίσως εξερεθισμένη από την κατοχική συνθήκη, κορυφώνεται σε τούτα τα σαρκοβόρα ερωτήματα: «Τι συμβαίνει λοιπόν; Είμαι πραγματικά ένα ουτοπικό στοιχείο απροσάρμοστο στην πραγματικότητα; Είμαι ένας ατομιστής που δεν νοεί τίποτα αν δεν το απολαμβάνει ο ίδιος, έστω κι αν αυτό προετοιμάζει ένα μέλλον στην ανθρωπότητα; Είμαι ένας αγνός σοσιαλιστής ή είμαι ένα ασυνάρτητο μυαλό, ένας απλός εστέτ, ένα ιδεολογικό άνθος του καπιταλισμού;» Εδώ μπορούμε να υποθέσουμε ότι ο Πανσέληνος, αναστοχαζόμενος, έχει κατά νουν και ορισμένα από τα σχήματα μέσα στα οποία τον στρίμωχνε η επίσημη αριστερά. Το συμπέρασμά του πάντως είναι εύληπτο: «Τις αγαπάω τις πλάνες μου και αφήνω το μονοπώλιο της αλήθειας σ΄ αυτούς που το έχουν ανάγκη».

Τρίτη θεότητά του, η αντιεξουσία. Τρία άρθρα από το σύμβολο που ομολογούν πίστη στη χάρη της αρκούν. Το πρώτο: «H ανάγκη να εναντιώνεται στην εξουσία είναι στο ζωντανό άνθρωπο ανάγκη οργανική». Το δεύτερο: «Μες στα ατομικά δικαιώματα του ανθρώπου πρέπει να ενταχθεί και η απειθαρχία». Και το τρίτο, από το βιβλίο «Μέρες από τη ζωή μας»: «H εξουσία καθαυτή έχει μέσα της μια μηδαμινότητα, είτε την ασκείς είτε την υφίστασαι».

Οι τρεις θεότητες που αναφέρθηκαν ώς τώρα δεν θα μπορούσαν να υπάρξουν αν δεν υπήρχε μια τέταρτη, η τρέλα, για την οποία ο Πανσέληνος πλέκει έναν ύμνο ορθολογικότατο, αντιθέτοντάς την πιθανόν στην «περίφημη μυτιληναίικη σύνεση», όπως την αποκαλεί στο «Τότε που ζούσαμε». «Υπάρχει», μας λέει, «ένα θείο ποσοστό τρέλας που είναι απαραίτητο για να λειτουργήσει σωστά το μυαλό του ανθρώπου». ΄H, αφοριστικότερα: «Οι λέξεις λάθος, σφάλμα, αστοχιά, τρέλα, αμαρτία, έχουν μιαν ανθρώπινη λάμψη δική τους και σταθερή». Σαν τρέλα, σαν «παλαβάδα», μπορούμε να εννοήσουμε, εναλλακτικά ή σε συνύπαρξη, έναν διονυσιασμό που εκδηλώνεται σαν λατρεία της κάθε μέρας που ξημερώνει («Ποτέ δεν μέθυσα τόσο όσο μπορώ κάποιες στιγμές να μεθύσω με την απλή συναίσθηση πως υπάρχω όταν ξυπνώ το πρωί»), τη διαρκή ερωτική ετοιμότητα, το πάθος για μιαν ουτοπία που έχει όλα τα γνωρίσματα του απομακρυνόμενου ορίζοντα, τη ρομαντική ή βολονταριστική εναντίωση στις διαβόητες «αντικειμενικές συνθήκες».

Θεότητα πέμπτη, η φιλία και η παρέα. Πολλά σχετικά παραθέματα θα μπορούσε να κορφολογήσει κανείς στο έργο του Πανσέληνου, ας μείνουμε όμως σε δύο: «H παρέα. Αυτή είναι η μόνη ελεύθερη ομάδα, ώς τα σήμερα, στη ζωή των ανθρώπων»? άλλωστε τα πνευματικά και οινοπνευματικά γλέντια του με τις παρέες του τροφοδοτούν διαρκώς τις σελίδες του, προσφέροντάς μας την απόλαυση μαζί με τη γνώση ενός γλαφυρά αναπλασμένου κόσμου. Και: «Είμαστε νέοι όσο φτιάνουμε φίλους. Λιγοστεύουν οι φίλοι μας και πεθαίνουμε». Κι αφού για την παρέα ο αίνος, δεν μπορεί φυσικά να λείψει το εγκώμιο του τραγουδιού: «Είναι μια ανάγκη βιολογική το τραγούδι. O άνθρωπος τραγουδά γιατί ζει και πεθαίνει. O άνθρωπος τραγουδά και χωρίς να ακούγεται. Κι όταν ο άνθρωπος τραγουδά, δεν υποτάζεται σε κανένα».

Κι άλλες θεότητες θα χωρούσαν στο πάνθεο που βιαστικά απαρτίζεται εδώ. Πρώτα πρώτα η Μυτιλήνη («όπου κι αν πάω η Μυτιλήνη με κυνηγά. Τα λιόλουστα καλοκαίρια της και οι παγεροί της χειμώνες είναι συστατικά της ψυχής μου» ομολογεί στο «Νερά και χώματα…») και η Γυναίκα, η επιθυμία για την οποία εκδηλώνεται άλλοτε λυρικά και άλλοτε με ορμητικό αισθησιασμό. Κι ύστερα η Θέμις, η Δίκη, αλλά μια Δίκη ανάποδη, ηττημένη, γιατί ο Πανσέληνος, νομικός ο ίδιος αλλά και άνθρωπος που γνώρισε τις συλλήψεις και τις φυλακές (πιάστηκε από την ασφάλεια του Μανιαδάκη, μαζί με τον Βάρναλη, τον Κορδάτο και τον Καρβούνη, για την αντιστασιακή αρθρογραφία τους, από τους Ιταλούς το 1941, οπότε και κρατήθηκε στις φυλακές Αβέρωφ, και από τους Αγγλους το 1944), επιφυλάσσει στους θεσμούς απονομής της δικαιοσύνης ορισμένα από τα οξύτερα βέλη του. Πριν φτάσει να συμπεράνει ότι «ο κόσμος είναι άδικος, επειδή υπάρχουν δικαστές», είχε στιχουργήσει την αποστροφή του για τους θεμιστοπόλους στο έξοχο ποίημά του «Το τριμελές πλημμελειοδικείο». Το ποίημα αυτό το είχε απαγγείλει στους συγκρατούμενούς του στις φυλακές Αβέρωφ, στις 24.8.1941, για να πέσει έπειτα σε τούτη τη συζήτηση που αποκαλύπτει πολλά για τις θέσεις του όσον αφορά την τέχνη:

«- Τώρα, είπε ο Ευταξίας, έχουμε ανάγκη από δράση και όχι από ποίηση.

– Μα και η ποίηση είναι δράση, του απάντησα.

– H ποίηση είναι πολυτέλεια, δεν είναι άμεση ανάγκη, συμπέρανε κάποιος τρίτος.

– Και η πολυτέλεια είναι ανάγκη, του απάντησα, αλλά η ποίηση δεν είναι πολυτέλεια, είναι ανάγκη αδυσώπητη».

Εν πάση περιπτώσει, το πάνθεο αυτό θα ήταν λειψό αν δεν συμπεριελάμβανε και τη γλώσσα, τη δημοτική γλώσσα? άλλωστε το δημοτικιστικό πάθος του συγγραφέα έχει αποτυπωθεί ακόμη και στην ιδιότυπη ορθογραφία του, που επιμένει σε τύπους ενός πρώιμου δημοτικισμού, σκληρότερου και ιδεολογικότερου. Ελευθερωμένη και χυμώδης η δημοτική του Πανσέληνου, τολμηρή και ευφρόσυνη ακόμη κι όταν ιστορεί περιστατικά ζόφου, δεν διστάζει να νεολογίσει (θυμάμαι πρόχειρα εδώ την «απατεοσύνη» αλλά και τρία ρήματα, τα σαφή, καίτοι κάπως μακρόσυρτα, «αποφυσιογνωμίζω» και «αυτομικραίνομαι» αλλά και το έξοχο «κουραγιώνω»), δεν ξοκέλλει ούτε προς την επιδεικτική λογιοσύνη ούτε προς κάποιο κομφορμιστικά εννοούμενο λαϊκοφανές ιδίωμα. H χάρη της αποκαλύπτεται στην ευχέρειά της να διατηρεί έναν χαρακτήρα αψιμυθίωτης προφορικότητας καίτοι είναι γραπτή.

Με την ευστροφία και την αμεσότητα της αφήγησής του, που κρατάει το άρωμα του λαϊκού λόγου και δεν επιδεικνύει ένα φτενό επίχρισμα, με την ικανότητά του να αναδεικνύει το φιλοσοφημένο μέσα από το τετριμμένο και το συνολικό μέσα από το ατομικό, με το δραστικό χιούμορ του, με το ισοζύγιασμα των λυρικών του στιγμών και των σατιρικών του εκρήξεων και με το ήθος της ελευθεροφροσύνης του, ο Ασημάκης Πανσέληνος σύστησε και αρμόνισε ένα άξιο έργο που γνώριζε τον τρόπο του, άρα και τα όριά του, ένα έργο κατ΄ ουσίαν ενιαίο παρά τα επιμέρους σχήματά του. Διασώζοντας πτυχές και ψίχουλα της «μικρής ιστορίας», μας προσέφερε καλές λαβές για να διαβάσουμε τη μεγάλη ιστορία των παθών και των οραμάτων και, με τη σειρά μας, να αναστοχαστούμε.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή