Ενα από τα καλύτερα «Καμπαρέ»

Ενα από τα καλύτερα «Καμπαρέ»

3' 51" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Κάντερ – Εμπ

Καμπαρέ

Σκηνοθ.: Κωνσταντίνος Αρβανιτάκης

Θέατρο Βεάκη

Ηταν μία από τις καλύτερες παραστάσεις του μιούζικαλ «Καμπαρέ» αυτή που είδα στο θέατρο «Βεάκη», σκηνοθετημένη από τον Κωνσταντίνο Αρβανιτάκη, με την Εβελίνα Παπούλια στον ρόλο της Σάλι Μπόουλς και τον Ακη Σακελλαρίου ως κομπέρ.

Οι λόγοι: Κατ’ αρχάς, το «Καμπαρέ» των Κάντερ και Εμπ έχει την ιδιαιτερότητα να λοξοδρομεί αποφασιστικά από τη συνομοταξία των υπόλοιπων μουσικών κωμωδιών, των musicalcomedies, όπως είναι η πλήρης ονομασία του καθαρά αμερικανικού αυτού θεατρικού είδους.

Με τη γλυκόπικρη πλοκή του εστιασμένη στο «Κιτ Κατ Κλαμπ», ένα φθηνό καμπαρέ στο παρακμιακό Βερολίνο του Μεσοπολέμου λίγο πριν από την άνοδο του Χίτλερ, το μιούζικαλ αυτό αφηγείται την ιστορία μιας νεαρής Εγγλέζας αρτίστας κι ενός Αμερικανού συγγραφέα στα πρώτα του ανιχνευτικά βήματα. 

Χολιγουντιανές προεκτάσεις

Εδώ δεν υπάρχει ούτε χλιδή ούτε σιρόπι ούτε καν ευτυχές τέλος. Η ανέχεια, η ανασφάλεια και η καταρράκωση ηθών και καλών τρόπων σφραγίζουν εξίσου το αρχικό κείμενο (του Αμερικανού συγγραφέα Κρίστοφερ Ισεργουντ, ο οποίος έζησε στη δεκαετία του 1930 στα «Σόδομα και Γόμορρα» της εποχής, στο Βερολίνο) όσο και τις μετέπειτα αμερικανικές διασκευές των Τζον βαν Ντρούτεν και Τζο Μάστερχοφ.

Ομως, μετά ένα θριαμβευτικά απαστράπτον κινηματογραφικό «Καμπαρέ» με τα 8 Οσκαρ του και με μιαν αστραφτερή Λάιζα Μινέλι, όσο και μετά την εισπρακτικά θρυλική ελληνική παράσταση με πρωταγωνίστρια την εξίσου λαμπερή Αλίκη Βουγιουκλάκη, ο κεντρικός ρόλος της Σάλι Μπόουλς απέκτησε πλέον στη συνείδηση του κοινού τις χολιγουντιανές προεκτάσεις, τις οποίες ασφαλώς και δεν οφείλει να διαθέτει έτσι όπως είναι γραμμένο.

Ο επεξεργαστής του κειμένου Μάστερχοφ επισημαίνει: «H πραγματική Σάλι δεν ήταν καλή τραγουδίστρια. Εμφανιζόταν σε δευτεροκλασάτα μαγαζιά με καμένες λάμπες. Είναι παράλογο η Σάλι να τραγουδάει καλά».

Ουσιαστική παρουσία

Ασφαλώς εξίσου παράλογο θα ήταν και η ηθοποιός που υποδύεται το σημαντικότερο χαρακτήρα στο μιούζικαλ αυτό να μην τραγουδά καλά. Και είναι εντυπωσιακό το πόσο καλά τραγουδά -σε σύγκριση με προηγούμενες ερμηνείες της σε μιούζικαλ- η Εβελίνα Παπούλια. Καλύτερα, όμως, να εξηγηθώ: λέγοντας ότι η Εβελίνα Παπούλια τραγουδά καλά, δεν εννοώ αναγκαστικά ότι η καλή αυτή ηθοποιός έχει τη χαρισματική φωνή η οποία θα της επέτρεπε να κάνει την πορεία της ως τραγουδίστρια. Ασφαλώς όχι.

Η Εβελίνα Παπούλια τραγουδά σωστά, κι αυτό είναι σημαντικότερο. Δείχνει, δηλαδή, πως έχει κάνει αρκετή -τεχνική- δουλειά γι’ αυτόν τον συγκεκριμένο ρόλο. Γεγονός το οποίο φανερώνεται και από τις χορευτικές ικανότητές της, οι οποίες σίγουρα δεν ήρθαν ουρανοκατέβατες αλλά -πρέπει να- αποκτήθηκαν με άσκηση και κόπο μέσα σε σχολές κίνησης, οι οποίες ποτίστηκαν με ιδρώτα.

Μ’ όλα τα παραπάνω -και δίχως τη ροδοζαχαρένια χάρη της Α. Βουγιουκλάκη και τα πολυποίκιλα λεπτοδουλεμένα ταλέντα της Λ. Μινέλι- η Ε. Παπούλια θα μπορούσε να χαρακτηριστεί αυτήν τη συγκεκριμένη στιγμή ως η πλέον νατουραλιστικά κοντινή στην ουσία του ρόλου της Σάλι Μπόουλς.

Για μένα προσωπικά -για έναν φανατικό λάτρη των μιούζικαλ, θα έπρεπε να προσθέσω- η περίπτωση της Παπούλια, μιας όχι μόνο ταλαντούχας αλλά και άριστα εκπαιδευμένης στο είδος του μιούζικαλ ηθοποιού, είναι άξια εγκωμιασμού.

Ομως, κι ο άλλος μεγάλος πρωταγωνιστικός ρόλος, ο κομπέρ (δεν μπορεί, σίγουρα θα θυμάστε ακόμα τον θαυμάσιο Γιόελ Γκρέι στην ταινία – εδώ είναι ο Ακης Σακελλαρίου), με μια καλοεφαρμοσμένη παιδεία επάνω στο είδος και στη συγκεκριμένη εποχή και -το κυριότερο- με μία γερή προσωπικότητα, κατορθώνει να ξεπεράσει όλα τ’ αστραφτερά πρότυπα και να εικονογραφήσει καλύτερα από οποιονδήποτε εικαστικό καλλιτέχνη (ναι, περίπου σαν τον Γκ. Γκρος, του οποίου οι καγχάζοντες, έξω-από-τα-δόντια πίνακες «κοσμούν» το πρόγραμμα της παράστασης ) μια «αύριο-βλέπουμε» εποχή.

Αλλά και οι υπόλοιποι σημαντικοί ρόλοι (κι από τη στιγμή που ένας ηθοποιός οφείλει να τραγουδήσει σε κάποιο μιούζικαλ έστω σ’ ένα μοναχικό σόλο, ο ρόλος του δεν μπορεί παρά να είναι προεξάρχων) όπως της Φράου Φοξ (Αντιγόνη Γλυκοφρύδη), του Χερ Σουλτς (Τάσος Κωστής), της πλούσιας εβραίας Λαντάουερ (Σταυριάνα Πανδή), αλλά και οι Γιάννης Παπαγιάννης, Αγγελος Δράμπαλης και Βίκυ Καμπούρη, παρ’ όλο που είχαν επωμιστεί μάλλον μονοδιάστατους «γραφικούς» χαρακτήρες, κατόρθωσαν σε πολλές στιγμές να ξεφύγουν σε πιο στρογγυλεμένα πρόσωπα.

Ο Μάξιμος Μουμούρης ως ο νεαρός Αμερικανός συγγραφέας που ζει και καταγράφει τα αξιοπερίεργα τριγύρω του, διατηρεί μια διακριτικότητα που τον κάνει ιδιαίτερα συμπαθή.

Ζωντανή ορχήστρα

Το θλιβερό γεγονός αυτής της παράστασης βρίσκεται εκτός των συνόρων της. Γιατί σίγουρα και σε θλίβει βλέποντας ως θετικό αξιοπερίεργο κάτι το οποίο θα έπρεπε να θεωρείται ως αυτονόητο: μια ολοζώντανη ορχήστρα. Η ηχογραφημένη μεταλλαγμένη μουσική -ναι, ακόμα και τα τραγούδια!- έχει πλέον επικρατήσει στην ελληνική σκηνή. Δυστυχώς. 

Το ότι στην περίπτωσή μας κάτι τέτοιο δεν ισχύει, το ότι ο Γιώργος Ασημακόπουλος (σκηνικά) αποδεικνύει εδώ ότι μπορεί να ξεφύγει επιτυχώς από τη συνηθισμένη χαριτωμένη του λεπτομέρεια σε πιο στιβαρές εικαστικές δημιουργίες, όπως εδώ, το ότι ο Γιούρι Στούπελ ενορχηστρώνει με ριζοσπαστική διάθεση τη μουσική του Φρεντ Εμπ και ότι η Κατερίνα Παπαγεωργίου χορογραφεί με έκφραση κι όχι διεκπεραιωτικά, κάνουν την παράσταση αυτή να έχει τη δική της σφραγίδα ξεχνώντας και Μινέλι και Βουγιουκλάκη.

Εννοείται ότι η αποφασιστικότερη συμβολή για το λιώσιμο της ροζ ζαχαρένιας επικάλυψης αυτού του μάλλον παρεξηγημένου μιούζικαλ, αλλά και η επιστροφή του «Καμπαρέ» στη στιφο-ανέμελη μεσοπολεμική ευρωπαϊκή περίοδο, ήταν αυτή ενός ικανού σκηνοθέτη – του Κωνσταντίνου Αρβανιτάκη. 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή