Εμείς και η γνώση μας για την αρχαιότητα…

Εμείς και η γνώση μας για την αρχαιότητα…

6' 15" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ρένος Αποστολίδης: «Ολα όσα γνωρίζουν οι Νεοέλληνες για τους Αρχαίους Ελληνες». Εκδόσεις «Κάκτος», 2003.

Θα ‘χουν περάσει δεκαπέντε χρόνια, μπορεί λιγότερα, μπορεί και περισσότερα? από επεισόδια τέτοιας λογής, η μνήμη διασώζει ένα ελάχιστο του αρώματος, τίποτε παραπάνω. Στους πάγκους των βιβλιοπωλείων, λοιπόν, είχε εμφανιστεί ένα βιβλιαράκι με τον δελεαστικό τίτλο «Ολα όσα πρέπει να ξέρουν οι άντρες για τις γυναίκες» -ή κάτι τέτοιο, πιθανόν και το ανάποδο. H περιέργεια στην αρχή (σαν ποιος δεν θα ‘θελε να βρει έτοιμα και συνοψισμένα τα τεχνάσματα της ερωτικής εκπόρθησης;), κι ύστερα η όρεξη της συμμετοχής στο παιχνίδι, στη φάρσα, έκαναν τον μαγικό «οδηγό» μπεστ σέλερ στην προ μπεστ σέλερ εποχή. Ποια η φάρσα; Το βιβλίο, καμιά εκατοστή σελίδες, ήταν λευκό, άγραφο, απανωτά φύλλα δίχως κανένα σημάδι πάνω τους, δίχως μυστικά, δίχως κόλπα, τρυκ και οδηγίες. Οσοι ερωτοτροπούντες βιάστηκαν να το αγοράσουν κινημένοι από αφελείς προσδοκίες, συνειδητοποίησαν ότι και πάλι έπρεπε να ανακαλύψουν μόνοι τους το μυστικό της αλώσεως- έτσι είναι άλλωστε το παιχνίδι αυτό, χιλιετίες τώρα? μαντζούνια και συνταγές δεν χωράνε, δεν γίνεται να χωρέσουν.

Λήγοντος του 2003, εκδόθηκε ένα βιβλίο που αντέγραφε τον μισό τίτλο του «ερωτικού εγχειριδίου» που προανέφερα. Υιοθετούσε άραγε και τη λογική εκείνου, τη στρατηγική του, τη στρατηγική του απλού αστεϊσμού, της φάρσας και όχι του ουσιώδους σκανδαλισμού; Θα δούμε. Πρώτα ο τίτλος λοιπόν: «Ολα όσα γνωρίζουν οι Νεοέλληνες για τους Αρχαίους Ελληνες». Συγγραφέας ο πεζογράφος και φιλόλογος Ρένος Αποστολίδης. Εκδόσεις: «Κάκτος». Περιεχόμενο; λευκές σελίδες, απανωτές λευκές σελίδες, εκατό, μπορεί και περισσότερες. O Φίλιπ Ντικ είχε γράψει κάποτε ένα διήγημα με τον τίτλο «Οχι από το εξώφυλλό του». Εδώ πάντως η παρότρυνση να μη σχηματίσουμε εικόνα βασιζόμενοι μόνο στο εξώφυλλο δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή, για τον απλό λόγο ότι το βιβλίο εξαντλείται στο εξώφυλλο, αφού, το είπαμε, το ένα λευκό κι άγραφο δεκαεξασέλιδο διαδέχεται το άλλο. Εξαντλείται δηλαδή σε όσα γράφει στο οπισθόφυλλο ο συγγραφέας, ο Ρένος Αποστολίδης, και σε όσα σημειώνει στο αυτί ο εκδότης του, ο Οδυσσέας Χατζόπουλος.

Από το λιγόλογο σημείωμα του Ρένου Αποστολίδη μάς ενδιαφέρουν εδώ όσα σχετίζονται με τον τίτλο του βιβλίου, δηλαδή όσα δεν αποτελούν στοιχεία αυτοβιογραφίας αλλά «αρχαιολογούν». Αντιγράφω την τελευταία παράγραφο, τη μόνη κάπως σχετιζόμενη με το θέμα που εξαγγέλλουν οι τιτλοδότες: «Λέω λοιπόν: Για διαβάστε Αρχαίους μας, κι αφήστε τώρα τους τόσους ατάλαντους που γράφουν σήμερα!.. Αρχαίους! Αρχαίους!.. Π ρ ώ τ ε ς ποιότητες! Μη χάβετε δεύτερα πράγματα!». Πιο κοντά στον τίτλο είναι το σημείωμα του εκδότη, το οποίο ξεκινάει με μια αναφορά στον Κοραή και τις δικές του εκδόσεις αρχαίων κειμένων και καταλήγει με τον αναμενόμενο έπαινο της σειράς «Οι Ελληνες» των εκδόσεων «Κάκτος», «τη μεγαλύτερη στον κόσμο. Μια σειρά που, όταν τελειώσει, θα έχει περιλάβει, πρώτη αυτή και μάλλον η μόνη, όλους τους συγγραφείς μας κι όλα τους τα έργα».

Να πω ευθύς εξαρχής το εξής απλό: Εκτιμώ τη σειρά «Οι Ελληνες» του «Κάκτου» γι’ αυτό που είναι, και δεν είναι λίγο, αλλά γίνομαι «γκρινιάρης» σκεπτόμενος τι δεν μπόρεσε ή δεν επιδίωξε να είναι. Μετράω και ξαναμετράω τους υπερεξακόσιους τόμους της, και λέω «ευχαριστώ» από καρδιάς, γιατί τα μισά κείμενα (μπορεί και παραπάνω) δεν θα μπορούσε να τα βρει ένας Ελληνας αναγνώστης παρά μόνο στην ξένη αγορά, τη γαλλική, τη γερμανική, την αγγλική.

Αλλά επειδή το ζητούμενο δεν είναι αποκλειστικά η ποσότητα, μετά το «ευχαριστώ», γυρνάω στην «γκρίνια». Κι ένας από τους κυριότερους λόγους που τη νομιμοποιούν είναι ότι στα συντριπτικώς περισσότερα βιβλία της σειράς δεν αναγράφεται όνομα μεταφραστή και υπάρχει απλώς η ένδειξη «Εισαγωγή-Μετάφραση-Σχόλια: Φιλολογική Ομάδα Κάκτου». Ανώνυμη και άδηλη αυτή η Ομάδα, μένει εκ προοιμίου εκτός ελέγχου, αφού η προσωπική ευθύνη διαχέεται σε μια αδιευκρίνιστη, φασματική συλλογικότητα. Σαν να έχουμε λοιπόν εδώ ένα δώρο που μένει στα μισά του δρόμου. Ναι, η σειρά δικαιούται να καυχάται ότι περιλαμβάνει τους περισσότερους τίτλους από οποιαδήποτε άλλη, ωστόσο, ποιος μελετητής ή απλός αναγνώστης μπορεί να εμπιστευτεί απολύτως ένα βιβλίο που δεν δηλώνει τον πατέρα του, δεν κατονομάζει όσους ασχολήθηκαν με τη μετάφραση και τα σχόλια; Μπορεί να εννοηθεί κριτική έκδοση δίχως ταυτότητα; Δεν πρόκειται για τύπους και τυπολατρία αλλά για σοβαρό μέρος της ουσίας.

Αλλά ας γυρίσουμε στο βιβλίο. Ας γυρίσουμε δηλαδή στον τίτλο του («Ολα όσα γνωρίζουν οι Νεοέλληνες για τους Αρχαίους Ελληνες») και στην απάντηση που πάραυτα και αβασάνιστα δίνεται διά των λευκών σελίδων του: τίποτε δεν γνωρίζουν, tabula rasa το μυαλό τους. H μία εκδοχή είναι να υποθέσουμε ότι πρόκειται για πικρόχολο και κάπως βάναυσο καλαμπούρι, έναν άνευ λέξεων λίβελο που στρέφεται κατά του δήμου και των σοφιστών πλην δημαγωγώντας (ήδη όμως κάποια εφημεριδογραφικά σημειώματα που εγκωμιάζουν την ευφυΐα του εγχειρήματος δείχνουν ότι ορισμένοι δεν το εξέλαβαν σαν σκέτο καλαμπούρι). H άλλη είναι να θεωρήσουμε το βιβλίο «ως μη γενόμενο», κατά την ορολογία του βόλεϊ -αλλά κάτι τέτοιο θα μας άφηνε βολικά έξω από ένα πρόβλημα? το πρόβλημα: «εμείς και οι αρχαίοι», εμείς, η εκδοτική μοίρα τους και κυρίως η ιδεολογική κατάχρησή τους (από υπερεθνικιστές, ρατσιστές, αποκρυφιστές, εξωγηινολάτρες και λοιπούς). Χρησιμοποιώ λοιπόν το λευκό βιβλίο σαν ευκαιρία για να προσεγγίσω το πρόβλημα αυτό, αποτύπωμα του οποίου άλλωστε αποτελεί και το περί ου ο λόγος τομίδιο. Ετσι έχουν άραγε τα πράγματα; Οι «Νεοέλληνες» δεν γνωρίζουν απολύτως τίποτε για τους αρχαίους, όπως ισχυρίζεται το βιβλίο; Και ποιοι ακριβώς είναι οι κατηγορούμενοι για αρχαιο-αγνωσία «Νεοέλληνες»; Οι εντελώς σημερινοί, εμείς, ή και όσοι έζησαν εδώ από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους και έπειτα, οπότε θα υποχρεωθούμε να αποδεχτούμε ότι δεν γνώριζε τίποτε κι ο Συκουτρής, ο Σκιαδάς, ο Κακριδής, ο Λεκατσάς (για να αναφέρω μόνο τεθνεώτες) αλλά ούτε κι ο Σολωμός, ο Κάλβος, ο Παλαμάς, ο Σεφέρης, ο Ελύτης, κανείς; Και οι Νεοέλληνες που καταγγέλλεται ότι δεν γνωρίζουν τίποτε για τους αρχαίους είναι αποκλειστικά οι λόγιοι, οι λογοτέχνες, οι εκπαιδευτικοί όλων των βαθμίδων που εντούτοις διδάσκουν αρχαία, ή σύμπας ο λαός; Και δεν σημαίνει τίποτε το γεγονός ότι τα παιδιά μας διδάσκονται αρχαία ελληνικά από την πρώτη τάξη Γυμνασίου και για τους αρχαίους από την πρώτη Δημοτικού; Τίποτε και το ότι πληθαίνουν οι προσεγμένες μεταφράσεις, οι σχολιασμένες κριτικές εκδόσεις, οι πρωτότυπες συνθετικές εργασίες Ελλήνων μελετητών, τα συνέδρια, οι εκδοτικές σειρές; Κανένα σημάδι δεν αφήνουν στους χιλιάδες θεατές οι δεκάδες παραστάσεις αρχαίας τραγωδίας και κωμωδίας κάθε χρόνο; O τίτλος του βιβλίου (και η «λευκή απόδειξη» που τον υπερασπίζει), επειγόμενος να λοιδορήσει, να κατεδαφίσει, να προκαλέσει, τα αφήνει αδιευκρίνιστα όλα αυτά, διεκδικώντας την ισχύ θεσφάτου. Μαγικοθεολογική είναι άλλωστε η λογική που τον θεμελιώνει, η λογική προσέγγισης της αρχαιότητας, μια λογική που έχει πάμπολλους θιασώτες και το δόγμα της οποίας κηρύσσει ότι τα «πρώτα πράγματα» τα άρθρωσαν οι αρχαίοι, και ο κόσμος, έκτοτε, απλώς μπουσουλάει, συλλαβίζοντας θαυμαστικά τις Αλήθειες εκείνων, δίχως να τις πολυκαταλαβαίνει, και δίχως να μπορεί να σύρει ούτε γραμμή παραπάνω. Αν υποθέσουμε ότι το βιβλίο διεκδικεί να λειτουργήσει σαν επιτιμητική και ταυτόχρονα προτρεπτική χειρονομία, δύσκολα θα αποφύγουμε το συμπέρασμα ότι εκτίθεται από την ίδια του την υπερβολή.

Για να θυμηθώ μια σαφή διάκριση του Δ. N. Μαρωνίτη, με την αρχαιότητα μας συνδέουν γέφυρες πραγματικές, γέφυρες κομμένες και γέφυρες στημένες. Οταν την ανιμετωπίζουμε ειδωλολατρικά (σβήνοντας έτσι με τη βία της λειψής γνώσης τις καίριες διαφορές ανάμεσα σε ιστορικές περιόδους, φιλοσοφικά ρεύματα, λογοτεχνικούς τρόπους και μορφές πολιτειακής οργάνωσης)? όταν ιδιοποιούμαστε την αίγλη της για να αυτοανακηρυχθούμε γονιδιακά περιούσιος λαός και να μηδενίσουμε προπετώς την αξία άλλων λαών και πολιτισμών? όταν ο στόχος μας δεν είναι να «κατακτήσουμε την αρχαιότητα» αλλά να τη φέρουμε στα ιδιοτελή μας μέτρα και να τη μεταχειριστούμε σαν άλλοθι, (όπως συχνότατα συμβαίνει, ας πούμε με τους Ολυμπιακούς), τότε είναι σαν να αποστρέφουμε το βλέμμα από τις πραγματικές γέφυρες και να πορευόμαστε πάνω στις στημένες ή τις κομμένες. Με τον κίνδυνο να βουλιάξουμε στις ψευδαισθήσεις ή και να πέσουμε.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή