Στο φως του ήλιου και στην επιφάνεια του καθρέφτη

Στο φως του ήλιου και στην επιφάνεια του καθρέφτη

5' 10" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

1) Δήμητρα Σγουρούδη: «H μεταφορά και η συμβολή της στη γλώσσα» Εκδ. Κριτική, 2003, σελ. 384. 2) Paul Ricoeur: «H ζωντανή μεταφορά». Μτφρ. Κωστής Παπαγιώργης. Εκδ. Κριτική, 1998, σελ. 648 (γαλλική έκδ. 1975). 3) M. H. Abrams, «O καθρέφτης και το φως». Μτφρ. Αρης Μπερλής. Εκδ. Κριτική, 2001, σελ. 640 (αγγλική έκδ. 1953).

Με αντίστροφη χρονολογική σειρά, από το πιο πρόσφατο στο παλαιότερο, θα μπορούσαμε να διαβάσουμε τα τρία αυτά βιβλία για τους τρόπους της μεταφοράς (δημοσιευμένα όλα στην αξιόλογη σειρά «Γλώσσα – Θεωρία – Πράξη» των εκδ. Κριτική). Το πρώτο, η διδακτορική διατριβή της Δήμητρας Σγουρούδη «H μεταφορά και η συμβολή της στη γλώσσα», είναι μια συνδυαστική δοξογραφία, απ’ αυτές που ονομάζονται «συνθετικές εργασίες». Χωρίς να παραγνωρίζει τη συμβολή της ρητορικής και των επιστημών της γλώσσας (σημειωτικής, σημασιολογίας, πραγματολογίας, ιστορικής γλωσσολογίας), η συγγραφέας καταπιάνεται κυρίως με τις απόψεις για τη μεταφορά που διαμορφώνονται στην αναλυτική φιλοσοφία. Είναι γνωστή η «απομυθοποιητική» στάση του Βιτγκενστάιν απέναντι στις «μεταφορές που μας κρατάνε δέσμιους». Ισως είναι λιγότερο γνωστές οι απόψεις του πρόσφατα εκλιπόντος Ντόναλντ Ντέιβιντσον, για τον οποίο η μεταφορά είναι μια άλλη κυριολεξία, αφού δουλειά της δεν είναι να σημαίνει αλλά να επισημαίνει («ούτε λέει ούτε κρύβει, επισημαίνει»: Ηράκλειτος 93).

Αξίζει να γίνουν γνωστές οι ψύχραιμες αναλύσεις αυτών των φιλοσόφων. H Σγουρούδη εξετάζει τις απόψεις του Βιτγκενστάιν, του Κουάιν, του Ντέιβιντσον, του Κρίπκι, του Πάτναμ, του Κουν κ.ά. Στη σειρά αυτή των φιλοσόφων προτάσσει, ορθώς, τον Αριστοτέλη, πατέρα όλων των θεωριών για τη μεταφορά, και, δικαιολογημένα, τον Μαξ Μπλακ, από τον οποίο πολλοί έχουν αντλήσει (το «παραγνωρισμένο» «Models and Metaphors» αξίζει μια θέση δίπλα στο υπερτιμημένο βιβλίο του Κουν για τα επιστημονικά «παραδείγματα»? δημοσιεύτηκαν, άλλωστε, την ίδια χρονιά). H Σγουρούδη ασχολείται επίσης με την ανάλυση της μεταφοράς στην επιστήμη, στη «γνωσιακή» ψυχολογία και γλωσσολογία, στην αποδόμηση. Προσφέρεται, λοιπόν, το χρηστικότατο αυτό βιβλίο ως εισαγωγή, άριστα πληροφορημένη, στη μελέτη της μεταφοράς, κυρίως επειδή καταπιάνεται με φιλοσόφους που δεν έδειξαν προθυμία να μυθευτούν από αυτήν, δευτερευόντως επειδή υιοθετεί την οικεία οργάνωση ενός ελληνικού έργου αναφοράς («πανεπιστημιακό εγχειρίδιο»).

Το δεύτερο βιβλίο που παρουσιάζουμε, «H ζωντανή μεταφορά» του Πολ Ρικέρ, είναι ακαδημαϊκό έργο και αυτή: προϊόν των μαθημάτων που ο Γάλλος φιλόσοφος της ερμηνευτικής δίδαξε σε πολλά αξιόλογα πανεπιστήμια, αγγλόφωνα και γαλλόφωνα. Γραμμένο στα Γαλλικά με temper αγγλοσαξονικό, το βιβλίο αυτό χαρακτηρίζεται από τη σοφή σεμιναριακή του οργάνωση (συνδυάζονται εδώ απόψεις Αγγλοαμερικανών και Γάλλων φιλοσόφων, αλλά και διαφορετικοί κλάδοι, όπως η ρητορική, η σημειωτική, η σημασιολογία, η ανάλυση λόγου)? χαρακτηρίζεται επίσης από την αυστηρότατη οργάνωση του επιχειρήματος, η κλιμάκωση του οποίου απαιτεί και από τον αναγνώστη διανοητική και όχι μόνο αφομοιωτική προσπάθεια. Στο κλιμακούμενο εγχείρημα του Ρικέρ, στη δική του θεωρία περί νοήματος, το πέρασμα από την κλασική ρητορική στη σημειωτική και τη σημασιολογία και, από εκεί στην ερμηνευτική συνδυάζεται με το πέρασμα από την ανάλυση της λέξης στην ανάλυση της πρότασης και, τέλος, στην ανάλυση των προϋποθέσεων του συνεχούς λόγου. Πρόκειται για αναβαθμούς που ταυτοχρόνως σηματοδοτούν βαθμίδες στη φιλοσοφική εξέλιξη του Ρικέρ (θεωρητικοποιείται εδώ η ερμηνευτική ενασχόλησή του με την «οντο-θεολογία» που ορισμένοι την παρερμήνευσαν ως εκδήλωση θρησκευτισμού).

Κεντρικό στην οργάνωση του βιβλίου είναι το τρίτο κεφάλαιο («Μεταφορά και σημασιολογία του λόγου»), όπου ο Ρικέρ εκθέτει τη θεωρία του για τη ζωντανή μεταφορά, δηλαδή για τη γλωσσική δημιουργία και τον σημασιολογικό νεολογισμό. Στο όγδοο και τελευταίο κεφάλαιο καταδεικνύεται η σχετική ανεξαρτησία του φιλοσοφικού-θεωρησιακού λόγου. Εδώ ο Ρικέρ τακτοποιεί προσεκτικά τα πορίσματά του, αφού πρώτα καταπιαστεί με τρεις κρίσιμες στιγμές που απείλησαν την ανεξαρτησία του φιλοσοφικού λόγου: την αριστοτελική παρωνυμία ως αναλογία, τη θωμιστική αναλογία του όντος και τη χαϊντεγγεριανή σφήνα: «μόνο στη μεταφυσική υπάρχει μεταφορά», που ενεργοποίησε την «αποδομητική» κριτική του Ντεριντά («Λευκή μυθολογία»), σύμφωνα με την οποία κάθε λόγος για τη μεταφορά είναι και ο ίδιος μεταφορικός, διότι η μεταφορά βρίσκεται στη ρίζα της μεταφυσικής «εξύψωσης».

Η επισήμανση από τον Ντεριντά της μεταφοράς του ήλιου (προς τον οποίο στρέφονται οι μεταφορές και όταν αποκαλύπτουν και όταν αποκαλύπτονται) ως αρχέτυπης μεταφοράς, ως μεταφοράς όλων των μεταφορών, θα μπορούσε να είναι και η εισαγωγή στο βιβλίο του Αμερικανοεβραίου φιλολόγου Μέιερ Εϊμπραμς «O καθρέφτης και το φως». O καθρέφτης, το κάτοπτρο που αντανακλά εξωτερικά αντικείμενα, είναι η πλατωνική μεταφορά για τη μίμηση. H μεταφορά αυτή, η εικόνα της μίμησης, κυριάρχησε, ως γνωστόν, στη θεωρία των τεχνών από την αρχαιότητα μέχρι τον δέκατο όγδοο αιώνα. H δεύτερη μεταφορά (του λύχνου, της λαμπάδας, του προβολέα) είναι η νεοτερική, ρομαντική μεταφορά που αντικαθιστά τη μεταφορά του καθρέφτη. Με τη νέα μεταφορά προβάλλεται πλέον η αυτενέργεια και η δύναμη του υποκειμένου: το έργο δεν αντανακλά τον κόσμο, ο καλλιτέχνης φωτίζει τον κόσμο. Θέμα του βιβλίου του Εϊμπραμς είναι η εκτόπιση της πρώτης μεταφοράς από τη δεύτερη και οι επιπτώσεις αυτής της αντικατάστασης στην αισθητική θεωρία, στην ποιητική, στην κριτική, στην καθημερινή γλώσσα – και, οπωσδήποτε, στη φιλοσοφία.

Ο Εϊμπραμς (που δηλώνει «πλουραλιστής στις θεωρίες») δεν ενδιαφέρεται να διατυπώσει δική του θεωρία για τη μεταφορά. Για τον φιλόλογο η μεταφορά είναι εργαλείο, ο αναστοχασμός του οποίου συνεπάγεται καθυστέρηση. H ταξινόμηση του Εϊμπραμς (χωρίζει τις καλλιτεχνικές θεωρίες κατά το έργο, κατά τον καλλιτέχνη, κατά την αναφορά και κατά το ακροατήριο στο οποίο απευθύνεται ένα έργο) δεν είναι παρά ένα σκαρίφημα για να μιλήσει για τη γένεση του εκφραστικού τρόπου, για την έμφαση στον δημιουργό, για τον ρομαντισμό και την πολλαπλότητα των προοπτικών. O Εϊμπραμς θα εξετάσει ένα πλέγμα μεταφορών, αναλογιών, ακυριολεξιών που συγκροτείται από ένα ολόκληρο πλέγμα κειμένων, ένα ολόκληρο κίνημα, που διατρέχει τις γλώσσες -γερμανική, αγγλική, γαλλική-, επηρεάζει τις προσωπικότητες, εγκαθίσταται – όχι ένα λόγο αλλά μια πολλαπλότητα λόγων.

Αντίθετα από τον Ρικέρ, ο Εϊμπραμς εκδηλώνει τη διάθεση να καταλάβει πώς μεταδίδεται μια μεταφορά? αντίθετα από τον Ντεριντά, δεν μπαίνει στον πειρασμό να υποστασιοποιήσει κάτι το άρρητο. Αυτή η νηφάλια στάση, που αποσκοπεί στην ιστορική κατανόηση της μεταφοράς, χαρακτηρίζει, νομίζω, τη φιλολογική κριτική στις καλύτερες στιγμές της. Ας θυμηθούμε οι ελληνομαθείς εμείς τον Bruno Snell, τον R. B. Onians, τον Emile Benveniste, τον Ζ.- Π. Βερνάν – φιλολόγους που, με οδηγό τη μεταφορά, αναζήτησαν στην ελληνική γλώσσα τις «εννοιολογικές καταβολές» του δυτικού πολιτισμού. H κλασική φιλολογία ήταν πάντα αποδομητική.

Επαρκέστατη η μετάφραση του Κωστή Παπαγιώργη (που είναι και ο ίδιος συγγραφέας ενός αξιόλογου δοκιμίου για τη μεταφορά: Λάδια-Ξύδια, εκδ. Καστανιώτη, 1996). Επαγγελματική η μετάφραση του Αρη Μπερλή (που διεξήλθε αναρίθμητα παραθέματα από πηγές δοκιμιακές και λογοτεχνικές).

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή